Ένας υφασματέμπορος στην οδό Αρκαδίου και ένας απλός άνθρωπος που φιλοδοξούσε εκτός από τον βιοπορισμό, να ομορφαίνει την πόλη του δίνοντας το παράδειγμα στους συμπολίτες του, αυτός ήταν ο πατέρας μου. Πάει καιρός που ήθελα να γράψω λίγα λόγια για εκείνον που μ’ έφερε στη ζωή, και να που μου δόθηκε τώρα η αφορμή, μετά το πολύ ωραίο αφιέρωμα που είχε την καλοσύνη να δημοσιεύσει στο «Ρέθεμνος» ο φίλος Μάνος Γοργοράπτης.
Ο πατέρας μου, ο Σταύρος Καλλέργης, του Εμμανουήλ και της Δέσποινας το γένος Δασκαλάκη γεννήθηκε στο Χουμέρι Μυλοποτάμου. Εννοείται ότι ήταν περήφανος για τη συγγενική του σχέση με τον συνώνυμό του, πρωταγωνιστή της εργατικής Πρωτομαγιάς Σταύρο Καλλέργη, τον οποίο γέννησαν και έθρεψαν τα ίδια χώματα του χωριού τους. Διηγόταν συχνά τους ατελείωτους εξοχικούς περιπάτους που έκανε παρέα με τον Σωκράτη, τον μεγαλύτερο γιο του σημαντικού εκείνου ανθρώπου, συζητώντας για τη δράση και τις ιδέες του.
Νομίζω ότι ξεχώριζε μέσα από την απλότητα και την αυθεντικότητά του. Εργατικός, ανήσυχος και με έμφυτο τον οίστρο της δημιουργίας, σύντομα μετακινήθηκε από το χωριό του στην πόλη του Ρεθύμνου ψάχνοντας μέσα από ερείπια του πολέμου να βρει μια καλύτερη ζωή. Μετά από περιπέτειες και αναζητήσεις ξεκίνησε την προσωπική του προσπάθεια στο γωνιακό κατάστημα της οδού Αρκαδίου 124 θέση την οποία ονόμαζαν τότε «γωνία Σπανδάγου».
Η πορεία του ως υφασματεμπόρου του Ρεθύμνου χαρακτηρίστηκε από την εντιμότητα, τη συνέπεια και τη σκληρή δουλειά. Η εικόνα που έχω για τον πατέρα μου είναι η εικόνα ενός ανθρωπιστή, ειρηνιστή, εργατικού, μεθοδικού και φιλοπρόοδου ανθρώπου με αρχές και προτεραιότητες, πίστη στην καλή φύση του ανθρώπου, επιμονή και υπομονή. Πίστευε ότι ο άνθρωπος πρέπει πάντα να εργάζεται πολύ, να σκέφτεται πολύ και να ζει λιτά, χωρίς έπαρση, χωρίς υπερβολές και σπατάλες.
Συνήθως ήταν αυστηρός και λιγόλογος. Προτιμούσε τα έργα από τα λόγια. Μπορούσε να συνδυάζει την αυστηρότητα με τη στοργική φροντίδα προς την οικογένειά του και προς το περιβάλλον του. Υπεραγαπούσε τη μάνα του – ο πατέρας του είχε χαθεί νωρίς. Την επισκεπτόταν συχνά στο χωριό τους, σχεδόν κάθε Κυριακή -πρώτα εκείνη και μετά τα αδέρφια του χωρίς να παραλείπει κάθε φορά να της προσφέρει μια ευμεγέθη συσκευασία ελληνικού καφέ.
Το πάθος του για το καινούριο και την πρόοδο τον οδήγησε στην κατεδάφιση και στην εκ βάθρων ανακαίνιση και εκσυγχρονισμό του μαγαζιού του το 1960. Έτσι ευτύχησε επιτέλους να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα: Να έχει ένα κατάστημα ολοκαίνουργιο, ολόφωτο και αστραφτερό. Τον θυμούμαι πάντα όρθιο, με τους δύο υπαλλήλους του – τους ίδιους πάντα, τον Γιάννη Ξανθό και την Άννα Γιαγκιόζη – δεν θυμάμαι να τους άλλαξε ποτέ. Εκείνος τους εμπιστευόταν και εκείνοι τον θαύμαζαν.
Έχω έντονες αναμνήσεις από τα συχνά ταξίδια του στην Αθήνα για ανανέωση των εμπορευμάτων του. Τον θυμούμαι να επιβιβάζεται στο «Αγγέλικα» και να μας αποχαιρετά με συγκίνηση, σχεδόν δακρυσμένος. Ήταν γενικά ευσυγκίνητος, κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με τη γενικότερη αυστηρή του ιδιοσυγκρασία.
Δεν έκρυβε την αδυναμία του στις δυο κόρες του Ιωάννα και Σταυρούλα και την ικανοποίησή του για την εξέλιξή τους. Η πρώτη τον διαδέχτηκε στη διεύθυνση της επιχείρησης που ο ίδιος δημιούργησε. Η δεύτερη, η Σταυρούλα, αφοσιώθηκε στην επιστήμη που ο ίδιος – ως ανθρωπιστής – θεωρούσε ως κορυφαία, την ιατρική, εξακολουθώντας να προσφέρει τις υπηρεσίες της στη ρεθεμνιώτικη κοινωνία ως σήμερα.
Αυτό που δεν μπορούσε ο πατέρας να φανταστεί ήταν ότι η Ιωάννα θα τον ακολουθούσε πρόωρα στο μακρύ του ταξίδι, αφού προηγουμένως θα κρατούσε την παράδοσή του στο αγαπημένο του κατάστημα για πάνω από 2 δεκαετίες. Ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος θα μπορούσε βέβαια να το φανταστεί. Η αδελφή μου Ιωάννα με την αρχαιοελληνική ομορφιά, την πηγαία ευαισθησία και τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο ήταν για μένα ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο που ελπίζω να γράψω μόλις η συγκίνηση μου το επιτρέψει.
Ο Σταύρος Καλλέργης πέθανε αιφνίδια από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου το 1979 στην Αθήνα, στον 2ο όροφο του νοσοκομείου του Ελλ. Ερυθρού Σταυρού όπου έκανε θεραπεία ρουτίνας, την ίδια στιγμή που εγώ εξέταζα ασθενείς στα εξωτερικά ιατρεία, στο ισόγειο του ίδιου νοσοκομείου. Ήταν ένα από τα ακραία παιχνίδια που κάποτε παίζει η ζωή, αυτά που μοιάζουν με ταινία του σινεμά.
Με ειδοποίησαν και έτρεξα κοντά του. Μάταια οι συνάδελφοι του τμήματος προσπαθούσαν να τον επαναφέρουν.
– Κουράγιο, του ψιθύρισα στ’ αυτί. Θα τα καταφέρεις όπως τόσες άλλες φορές.
Δεν τα κατάφερε. Ο υφασματέμπορος της οδού Αρκαδίου 124 βρισκόταν ήδη πολύ μακριά.
* Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός