Όλο το απόγευμα ανεβασμένο σ’ ένα ύψωμα, άκουγε το βουητό των αεροπλάνων. Τα έβλεπε σαν τις μέλισσες, να σκίζουνε τον καταγάλανο Ρεθεμνιώτικο ουρανό και η καρδιά του ξεχείλιζε από νεανικό πατριωτικό ενθουσιασμό.
Σαν ήρθε το χάραμα, παίρνει το τουφέκι του πατέρα του και μαζί με τον δεκαεννιάχρονο συγχωριανό του, τον Μιχάλη Σηφάκη ξεκινούν για το Ρέθεμνος.
Στο δρόμο σμίξανε κι άλλους Αγιοβασιλιώτες και όλοι μαζί φθάσανε και ριχτήκανε στη μάχη. Σε μια αντεπίθεση, μαζί με άλλους δικούς, πιάσανε πέντε Γερμανούς αιχμάλωτους και στα δύο παιδιά ανατέθηκε η αποστολή να τους μεταφέρουνε στο Σπήλι.
Οι ψηλόσωμοι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές εκτίμησαν σωστά. Βλέποντας τη σπιρτάδα, μα και την αποφασιστικότητα των παιδιών, που στο μεταξύ είχαν οπλιστεί σαν αστακοί από τα λάφυρα της μάχης, σε όλη τη διαδρομή ήταν φρόνιμοι σαν αρνιά.
Σαν έφθασαν στο Μυξόρρουμα, έκαναν νόημα στα δυο παιδιά πως πεινούσαν και εκείνα, ενσαρκωτές της ανθρωπιάς, και της μεγαλοπρέπειας της Κρητικής ψυχής, τους πήγαν στο καφενείο του Γιώργη Κουνδουράκη. Βράσανε κρέας, κόψανε τυριά, τους φέρανε κρασί, τους τάισαν και τους πότισαν.
Οι Γερμανοί έμειναν έκπληκτοι εκτός από την πολεμική δεινότητα και τον πατριωτισμό, από την αρχοντιά και τη φιλοξενία, του λαού πού ήρθαν να κατακτήσουν και όταν αργότερα μετά την κατάληψη της Κρήτης απελευθερώθηκαν, πήγαν στο καφενείο και τους ευχαρίστησαν.
Αναζητούσαν και το μικρό Δημήτρη για να τον ευχαριστήσουν μα δεν τον βρήκαν. Ήταν κιόλας αντάρτης στο βουνό.
Λίγο καιρό αργότερα, η αντάρτικη ομάδα του επέλεξε τον Δημήτρη να μπει και να κλέψει όπλα από τον γερμανικό καταυλισμό πάνω από το Μυξόρρουμα. Σαν το χέλι τρύπωσε στο στρατόπεδο, μα λίγο πριν επιστρέψει στο συρματόπλεγμα, όπως τραβούσε ένα κασόνι με όπλα, ο θόρυβος από το σύρσιμο τον πρόδωσε και ένας γιγαντόσωμος Γερμανός όρμησε πάνω του και τον έπιασε.
Τον έδερνε όλο το στρατόπεδο και μετά τον παρέδωσαν στους επαγγελματίες βασανιστές της Γκεστάπο. Απέναντι από εκεί που είναι σήμερα η Πολεοδομία, στην οδό Δημητρακάκη, ήταν η μονοκατοικία κολαστήριο. Οι διαβόητοι βασανιστές, «ο Μουσάτος» και «ο Τούρκος» {ο δεύτερος λόγω της καταγωγής του} έπιασαν δουλειά. Ποιος τον έβαλε να κλέψει τα όπλα; Που είναι οι αντάρτες; Που είναι οι Εγγλέζοι; Ποιοι και που τους κρύβουνε; Τον ρωτούσαν συνεχώς.
Φάλαγγα, αυγά βραστά στις μασχάλες, καυτό λάδι στην κοιλιά, κρεμάλες, όλες τις φριχτές μεθόδους δοκίμασαν στο νεανικό κορμί του. Τον σάπισαν κυριολεκτικά στο ξύλο μα λέξη δεν έβγαλαν από τα χείλη του. Όλο τα ίδια και τα ίδια τους έλεγε. Του άρεσαν τα όπλα των Γερμανών και ήθελε να τα έχει ενθύμιο.
Όταν και αυτοί κουράστηκαν να τον δέρνουν τον έστειλαν στη Φορτέτζα για να τον εκτελέσουν. Τον υπέβαλλαν από την αρχή σε καινούργια βασανιστήρια σε εικονικές εκτελέσεις.
Γλύτωσε σαν από θαύμα, κυρίως χάρις στο νεαρό της ηλικίας του, αλλά και στο ότι δεν κατάφεραν όλο αυτό το διάστημα να αποσπάσουν τίποτε ενοχοποιητικό από τα χείλη του. Όταν βγήκε από τη Φορτέτζα, ο πατέρας του τον περίμενε στην πόρτα της, μα δεν τον αναγνώρισε, αφού από το ξύλο και τα βασανιστήρια είχε ολόκληρος παραμορφωθεί.
Και πάλι όμως δεν ησύχασε. Βγήκε αντάρτης ξανά και αλώνισε τη μισή Κρήτη.
Ένα φεγγαρόφωτο βράδυ την άνοιξη του ‘44 βρέθηκε μαζί με άλλους αντάρτες στον περίβολο της εκκλησίας στο Χαλεβί. Είδαν δυο ανθρώπους να έρχονται προς το μέρος τους. Ήταν στρατιώτες: ένας Αυστριακo-Γερμανός υπολοχαγός και ένας Ιταλός. Τους πρότειναν τα όπλα, τους αφόπλισαν και τους συνέλαβαν. Αποφάσισαν να τους εκτελέσουν. Πήρε παρακάτω τον ένα ο Δημήτρης, μα την ώρα που σήκωσε το τουφέκι, είδε τον Γερμανό να βγάνει από την τσέπη μια φωτογραφία, να την κοιτά και να κλαίει. Ράγισε η καρδιά του.
Ευαίσθητος και συναισθηματικός όπως ήταν πάντα, δεν σκότωσε τον Γερμανό. Ήρθαν οι άλλοι και του βάλανε τις φωνές. Κάποιοι σηκώσανε τα τουφέκια μα ο Δημήτρης προστάτεψε τον Γερμανό με το σώμα του. «Πρώτα εμένα και μετά τον Γερμανό» τους είπε. Μπροστά στην επιμονή του, κάμανε πίσω. Γλυτώσανε τελικά και οι δυο και καταλήξανε αιχμάλωτοι στη Μ. Ανατολή.
Μετά την κατοχή για να μπορέσει να επιβιώσει ο Δημήτρης Απανωμεριτάκης κατατάχθηκε στην Χωροφυλακή, μα ήρθε ο εμφύλιος και του έμελλε να ζήσει από πρώτο χέρι τη φρίκη του. Στην Πελοπόννησο τραυματίστηκε βαριά. Γλύτωσε από θαύμα. Αργότερα παραιτήθηκε και έγινε ταχυδρόμος στα χωριά του Άι Βασίλη. Καινούργια βάσανα, κακουχίες και ατέλειωτες πεζοπορίες.
Παντρεύτηκε την κόρη του Γιώργη Κουνδουράκη κι έκαμε πέντε παιδιά.
Ένα Ανοιξιάτικο απόγευμα το 1991 ένα ζευγάρι Αυστριακών ήλθε στο Ρέθυμνο και έψαχναν τον Δημήτρη Απανωμεριτάκη. Δεν δυσκολεύτηκαν να τον βρουν. Σαν έσμιξαν, ρίχτηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και τα μάτια τους πλημμύρισαν από δάκρυα. Ήταν ο υπολοχαγός ο MICHAEL WIESER που είχε γλυτώσει στο Χαλεβί και γύρισε να αναζητήσει και να ευχαριστήσει τον σωτήρα του, πενήντα χρόνια μετά.
Η γυναίκα του στέκονταν δίπλα δακρυσμένη, αμήχανη, κοιτάζοντας με ευγνωμοσύνη τον άνθρωπο στον οποίο χρωστούσε την ευτυχία της. Σύρθηκαν παραπέρα και κουβέντιαζαν ώρα πολύ. Γίνανε φίλοι αδερφικοί από τότε. Η γενναία και ανθρώπινη πράξη του Δημήτρη Απανωμεριτάκη ήταν το βάλσαμο στου πολέμου τις πληγές. Απόστρατος Στρατηγός του Αυστριακού Στρατού «ο Μιχάλης» και πρόεδρος του Συνδέσμου των Βετεράνων αλεξιπτωτιστών, ερχόταν κάθε χρόνο στο Ρέθυμνο να συναντήσει τον σωτήρα του. Αλληλογραφούσε συνεχώς με τον Δημήτρη, που εραστής της ειρήνης τώρα πια, του έστελνε γράμματα φλογερά. Εκείνος τα δημοσίευε στις εφημερίδες της Βιέννης προσθέτοντας πως η Κρήτη, είναι το ομορφότερο κομμάτι της γης και καλούσε τους Αυστριακούς να την επισκεφτούν.
Τα χρόνια πέρασαν, «ο Μιχάλης» έχει δυο χρόνια να δώσει σημεία ζωής. Ο Μπάρμπα Δημήτρης διαισθάνεται, αλλά δεν θέλει να πιστέψει. Θέλει να ζει με την ψευδαίσθηση ότι θα σμίξουν ξανά. Ο ίδιος είναι σήμερα 87 ετών και απολαμβάνει τη στοργή, τη θαλπωρή και την αγάπη της οικογένειάς του, σεβαστός και καταξιωμένος από φίλους και συγγενείς, έχοντας συγχρόνως και μια πλούσια ανθρωπιστική και κοινωνική προσφορά.
«Ο πόλεμος είναι ότι πιο φρικτό μπορεί να συμβεί και όποιος τον ζήσει, δεν μπορεί παρά να πιστεύει στην ειρήνη, μα ακόμη πιο φρικτό είναι να χάνεις αγαπημένους φίλους και συντρόφους, να τους χάνεις από χέρια αδερφικά», μου λέει με παράπονο, αναφερόμενος στον εμφύλιο και την ίδια στιγμή ένα δάκρυ του χαϊδεύει το μάγουλο…
είναι Αρχ/κας της ΕΛ.ΑΣ.
και εντεταλμένος δημοτικός σύμβουλος