Τα τελευταία γεγονότα στα Μυριοκέφαλα καταδεικνύουν το σοβαρό έλλειμμα στο επίπεδο της πρόληψης της παραβατικότητας και της εφαρμογής ενός στρατηγικού σχεδίου δράσης για την ευαισθητοποίηση των πολιτών, απέναντι σε φαινόμενα όπως είναι η οπλοκατοχή και οπλοχρησία αλλά και εναντίον κάθε άλλης εγκληματικής συμπεριφοράς.
Οι όποιες σπασμωδικές και αναποτελεσματικές πολιτικές, αποδεικνύεται ότι δεν έχουν οδηγήσει σε κάποιο θετικό αποτέλεσμα ή τουλάχιστον δεν έχουν αποδώσει κατά τα αναμενόμενα από τον νομοθέτη.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, του θεσμού των Τοπικών Συμβουλίων Πρόληψης της Παραβατικότητας, τα οποία ιδρύθηκαν σε επίπεδο δήμων και ως θεσμοθετημένα όργανα «στέφθηκαν»… με απόλυτη αποτυχία.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων τα συμβούλια αυτά είτε λειτούργησαν μερικώς ή δεν λειτούργησαν καθόλου. Στους περισσότερους δήμους ιδρύθηκαν στα χαρτιά και μόνο ενώ είναι χαρακτηριστικό, ότι τα τελευταία χρόνια καμία σχετική πρωτοβουλία δεν έχουμε δει να προέρχεται από τα συγκεκριμένα όργανα.
Μιλώντας με τον πρόεδρο του Τοπικού Συμβουλίου Πρόληψης της Παραβατικότητας του Δήμου Ρεθύμνου κ. Μανώλη Λίτινα, παραδέχθηκε, ότι αυτός ο θεσμός ελάχιστα λειτούργησε και απέδωσε.
Κατά τη γνώμη του, η αποτυχία του εγχειρήματος εδράζεται κυρίως στο θεσμικό πλαίσιο ίδρυσης αυτών των επιτροπών, καθώς αφενός δεν προσδιορίζονταν κάποια ουσιαστική αρμοδιότητα, αφού κατά κύριο λόγο είχαν γνωμοδοτικό χαρακτήρα και αφετέρου καθιστούσε υποχρεωτική τη συμμετοχή κρατικών λειτουργών, οι οποίοι αντιμετώπισαν με αδιαφορία τη συμμετοχή τους στα όργανα αυτά.
«Θεωρώ λάθος το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία τους», είπε ο κ. Λίτινας, ο οποίος συμπλήρωσε ότι «αντιμετωπίστηκε εξ’ αρχής με αδιαφορία αυτό το συμβούλιο από τους διαφόρους θεσμούς που κλήθηκαν να συμμετάσχουν. Έτσι παραμελήθηκαν και ουσιαστικά μπήκαν σε αχρηστία. Θεωρώ, ότι όπως γίνεται και σε άλλες επιτροπές, θα έπρεπε να έχει ουσιαστικό και όχι γνωμοδοτικό χαρακτήρα, να μην βασίζονται στην καλή διάθεση κρατικών λειτουργών, οι οποίοι προφανώς και έχουν πολλές άλλες ευθύνες και αρμοδιότητες και δεν μπορούν να ανταποκριθούν με ευκολία και σε αυτή. Νομίζω είναι σωστό να υπάρχουν αλλά με ευελιξία στη σύνθεσή τους και με αρμοδιότητες που θα είναι δυνατόν να ασκηθούν.»
Αντίστοιχες θέσεις διαπιστώσαμε και από άλλους δήμους, οι οποίοι ίδρυσαν τέτοιες επιτροπές αλλά παρέμειναν ανενεργές.
Δικαιολογημένα ή όχι, ο θεσμός αυτός δεν απέδωσε, αλλά αποδεικνύεται ότι η αυτοδιοίκηση θα πρέπει να αναλάβει ενεργό ρόλο στην εφαρμογή σχεδίου κατά της κατά τόπους παραβατικότητας και να λειτουργήσει με πυγμή στον τομέα της πρόληψης.
Το Θεσμικό πλαίσιο
Τα Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης της Παραβατικότητας ιδρύθηκαν με το νόμο 3463/2006. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, αποτελούν συμβουλευτικά γνωμοδοτικά όργανα για την ανάπτυξη μιας εναλλακτικής και αποκεντρωμένης αντιπαραβατικής πολιτικής, προσαρμοσμένης στις ιδιαίτερες ανάγκες και απαιτήσεις των τοπικών κοινωνιών.
Το Συμβούλιο πρέπει να αποτελείται από επιστήμονες και λειτουργούς που διαμένουν στην περιφέρεια του δήμου και διαθέτουν ειδικές γνώσεις στον τομέα της εγκληματικότητας, όπως δικαστικούς λειτουργούς, εγκληματολόγους, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, αστυνομικούς, κοινωνικούς λειτουργούς και ιατρούς, καθώς και εκπροσώπους παραγωγικών τάξεων και κοινωνικών φορέων. Τα μέλη του Συμβουλίου δεν επιτρέπεται να είναι λιγότερα των πέντε και περισσότερα των έντεκα, ορίζονται για τρία χρόνια και η θέση τους είναι τιμητική και άμισθη.
Τα Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης της Παραβατικότητας συγκροτούνται και λειτουργούν με απόφαση του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου, σύμφωνα σε δήμους με πληθυσμό άνω των τριών χιλιάδων κατοίκων.
Οι περισσότεροι δήμοι έσπευσαν και ανταποκρίθηκαν στην κατά νόμο υποχρέωσή τους, αλλά ελάχιστα ενεργοποιήθηκαν τελικά τα μέλη των επιτροπών στην ευθύνη που τους ανατέθηκε.