Τα παλαιά χρόνια οι οικογένειες στα χωριά, προκειμένου να διαβιώσουν για να διατηρηθούν στη ζωή, οφείλανε να εργάζονται όλοι τους, σε όλες τις δουλειές, όπως με τα σιτηρά για το ψωμί, τα διάφορα όσπρια, τα λαχανικά, να έχουν διάφορα κατοικίδια ζώα «πρόβατα, κατσίκες, κότες, αγελάδες» και να έχουν απαραίτητα, ένα μεταφορικό μέσον «γάιδαρο ή μουλάρι» για όλες τις ανάγκες τους.
Από όλα αυτά κρατούσανε σπόρους για τον επόμενο χρόνο, τα δε ζώα ζευγαρώνανε με το αντίθετο γένος των χωριανών για να πολλαπλασιαστούν.
Για όλα τα παραπάνω δεν υπήρχανε μέσα για ν’ ανταποκριθούν αποτελεσματικά, εκτός από ελάχιστα αυτοσχέδια που κατασκεύαζαν οι ίδιοι. Διέθεταν πολύ χρόνο εργασίας και τ’ αποτελέσματά τους, ήτανε ελάχιστα που δεν επαρκούσαν να διαβιώσουν οι οικογένειές τους.
Στο χωριό η οικογένεια του Περικλή, κάθε μέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ είχε συμμετοχή σε όλες τις εργασίες και είχε από όλα τα ζώα για να τα βγάλει πέρα με τη μεγάλη οικογένεια που είχε. «Τους γονείς του – την μάνα της γυναίκας του και τα 8 παιδιά του».
Από τα ζώα του όμως οι κότες είχανε γεράσει. Η χοχλιδάτη γυμνολαίμα κλώσησε. Την έβαλε στο κοφίνι που είχε λίγα άχυρα και 10 αυγά από τα δικά του και 5 από την γειτόνισσά του την Μαγδαληνή, επειδή είχε καλό πετεινό.
Η λαλιά του (φωνή) ήτανε γλυκιά, έκραζε κάθε μια ώρα και όταν είχε αλλαγή καιρού, αλλά είχε και ένα κακό χούι, που τσιμπούσε τα μικρά παιδιά.
Μια μέρα τσίμπησε με την μπιμπίκα του (ράμφος) την κόρη του Περικλή στο πόδι. Φώναξε την Μαγδαληνή και της είπε: «Μάζεψε τον κούκλη σου γιατί τσίμπησε πάλι τη μικρή μου κόρη. Αφού ξέρεις ότι τσιμπά τα κοπέλια, σφάξτονε γιατί θα μαλώσουμε.» Αυτή έκανε την πάπια και δεν μίλησε.
Ο Περικλής πήρε την απόφαση να τον κλαδέψει με ένα τρόπο να μην το καταλάβει, αλλά δεν μπορούσε να τον σκεφτεί.
Μια μέρα πήγε η Μαγδαληνή στο σπίτι του και του είπε: «Περικλή, έκοψα την μπιμπίκα του πετεινού με την ψαλίδα που κουρεύω τα πρόβατα και δεν θα το ξανακάνει.» Αυτός της είπε, μακάρι, αλλά δεν το πιστεύω.
Μετά του λέει, γείτονα, θέλω μια χάρη από εσένα. Τι θέλεις; Της απαντά. Πήρα γράμμα από την κόρη μου που μένει στην πόλη και θα βαπτίσει το εγγονάκι μου και θέλω να πάω να την βοηθήσω. Να πας, τι θέλεις από εμένα; Τα ζούμπερά μου, Περικλή: τον γάιδαρο και τις δυο αίγες, μπορείς να τα βλέπεις μια εβδομάδα; Εντάξει Μαγδαληνή, εγώ δεν σου κρατώ κακία για τον πετεινό σου, θα τα βλέπω όσες μέρες θέλεις. Ναι, αλλά έχω και μια κλωσσού που σε λίγες ημέρες θα βγάλει τα πουλιά. Καλά, θα την προσέχω και αυτήν.
Αμέσως σκέφτηκε ότι τώρα είναι ευκαιρία να βγάλει από τη μέση τον πετεινό της, αλλά φοβούτανε ότι θα το καταλάβει.
Η κλωσσού έβγαλε τα πουλιά και πήρε την απόφαση να τα βάλει στη δική του, που εκείνη την ημέρα, έβγαλε και αυτή τα δικά της. Στην κλωσσού της έβαλε, τον ίδιο αριθμό ουργιασμένων αυγών.
Όταν γύρισε η γειτόνισσα της είπε, ότι η κλωσσού σου Μαγδαληνή δεν έβγαλε πουλιά. Σάικα τ’ αυγά που της έβαλες δεν είχανε σπόρο. Μα Περικλή, πως άλλα χρόνια έβγαζε;
Ναι, αλλά ξέρεις ότι ο πετεινός σου, τώρα τελευταία, φεύγει μόλις φύγεις κι εσύ για το χωράφι και πιάνει την γειτονιά; Πρώτα έρχεται στην αυλή μου και βατεύει όλες τις όρθες μου και μετά πάει πιο πέρα, στις άλλες αυλές της γειτονιάς και κάνει το ίδιο. Το βράδυ γυρίζει στην αυλή σου. Από τούτονα Μαγδαληνή ο πετεινός σου ετζούφιασε (έγινε ανίκανος) μόνο να τον σφάξεις. Αν δεν με πιστεύεις Μαγδαληνή, να πας να δεις σε όλες τις αυλές της γειτονιάς και στη δική μου, πολλά από τα κλωσσόπουλά τους, μοιάζουνε του πετεινού σου. Δεν φθάνει μόνο αυτό, τσιμπούσε και τους πετεινούς των γειτόνων. Συνέχεια τα λειριά τους ήτανε ματωμένα. Ο φόβος και ο τρόμος ήτανε όταν τον βλέπανε.
Αυτή τον πίστεψε. Έτσι το Σάββατο τον έσφαξε. Έκαμε τον μισό κοκκινιστό και τον άλλο μισό πιλάφι. Κάλεσε την οικογένεια του Περικλή και του Αγροφύλακα του χωριού να τους κάνει τραπέζι, γιατί τους είχε υποχρέωση και ακόμα για την βάπτιση του εγγονού της.
Το κέφι δυνάμωσε μετά από τις μαντινάδες που είπε ο Περικλής και δεν έμεινε στο τραπέζι μεζές από τον πετεινό, ούτε κρασί στο μεγάλο μαστραπά που είχε βάλει η Μαγδαληνή.
Όφου παντέρμε πετεινέ ίντα έπαθες απόψες
την κεφαλή σου φάγανε τσι γειτονιάς οι όρθες.
Ο άγριος ο πετεινός έχει τσι νοστιμάδες
απού λαλεί στις γειτονιές και κάνει και καντάδες.
Ο Περικλής είπε μετά μέσα του, το πίστεψε η μπουνταλού και τώρα δεν υπάρχει φόβος να τσιμπήσει ξανά τα κοπέλια μου.
Όμως την αδικία με τα πουλιά γρήγορα την πλήρωσε ο Περικλής. Η οικογένεια έφυγε για δουλειές στο χωράφι. Στο σπίτι αφήσανε το γιο τους, τον Νικολή. Του είπε η μάνα του, Νικολιό μην φύγεις από την αυλή, πρόσεχε την κλωσσού γιατί τα γεράκια θα τα φάνε όλα τα πουλιά. Εντάξει μάνα.
Όμως περάσανε τα παιδιά του χωριού από το δρόμο και του λένε, Νικολή, πάμε στο σχολείο να παίξουμε. Αυτός αμέσως τους ακολούθησε. Όταν γύρισε στην αυλή, τα πουλιά και την κλωσσού τα είχανε πάρει τα γεράκια. Το βράδυ η μάνα τον ξυλοφόρτωσε, αλλά δεν γυρίσανε πίσω. Ο πατέρας είπε μέσα του, ο Θεός με τιμώρησε γι’ αυτό που έκανα της Μαγδαληνής με τα πουλιά της.
Εδώ τελείωσε η όλη περιπέτεια με τον πετεινό της Μαγδαληνής. Μετά ο Περικλής έβαλε άλλη κλωσσού, να βγάλει πουλιά, να μεγαλώσουν, να κάνουν αυγά οι πουλάδες και να σφάξει τις μεγάλες κότες για τη διατροφή της οικογένειάς του.
Μετά από χρόνια άρχισε να εμφανίζεται η πρόοδος στη ζωή του ανθρώπου και μπορούσε άνετα να δημιουργηθεί προς το καλύτερο φεύγοντας από αυτά που έζησε και ν’ ανήκουν πλέον εις το παρελθόν.
Η νέα τεχνολογία τον απάλλαξε από όλα τα δυσάρεστα που πέρασε και δεν επιθυμεί να τα θυμάται, αλλά ούτε να επανέλθουν εις το μέλλον.
*Ο Γιάννης Τσακπίνης γράφει όπως θυμάται-τότε 12 ετών, σήμερα 80-