Μνήμη ολοκαυτωμάτων και ξεκινάμε ένα οδοιπορικό στα Κρητικά Γράμματα, ανιχνεύοντας άγνωστες σελίδες και μορφές, που αναφέρονται στη συγκλονιστική εκείνη περίοδο. Γνωστή η αφορμή εκείνης της μεγάλης συμφοράς.
Μια απαγωγή ενός Γερμανού στρατηγού, του Κράιπε, έδωσε εύσημα και προαγωγές στους Άγγλους που πρωτοστάτησαν, αφήνοντας προκλητικά στο περιθώριο τους Κρητικούς, που συμμετείχαν, με ίσα μερίδια ευθύνης και δόξας, μετά το τολμηρό κι ίσως εντελώς περιττό εκείνο εγχείρημα. Και το χειρότερο, αυτή η αποκοτιά κόστισε το κάψιμο χωριών και την εκτέλεση αθώων πατριωτών στο Νομό Ρεθύμνης. Μάταια θα τα αναζητήσετε στο διαδίκτυο με τη μορφή οπτικών ντοκουμέντων. Θα δείτε να δεσπόζουν αφιερώματα για άλλες περιοχές ολοκαυτώματα. Για το Νομό Ρεθύμνου Τίποτα. Προς το παρόν, φυσικά, γιατί άρχισαν οι πολιτιστικοί σύλλογοι να ενεργοποιούνται προς την κατεύθυνση αυτή και ήταν καιρός.
Αν δεν υπήρχε ο Μαρνιέρος
Με φρίκη αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αυτή η περίλαμπρη σελίδα της σύγχρονης ιστορίας στο Νομό μας, αν δεν υπήρχε ο Σπύρος Μαρνιέρος να διασώσει όλα τα στοιχεία γύρω από τα Ολοκαυτώματα και να ανοίξει το δρόμο για περαιτέρω έρευνα. Ποιος θα τα θυμόταν άραγε; Πάνω στα χνάρια του λοιπόν βάζει η πέννα το «ευλογητός».
Πρώτος σταθμός στο οδοιπορικό μνήμης που ξεκινάμε και θα διαρκέσει μέχρι τις 24 Αυγούστου, ένα εντελώς άγνωστο κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη, που εντοπίσαμε στο περιοδικό «Προμηθεύς ο Πυρφόρος» (Ιούλιος – Σεπτέμβριος 1983) τ. 35.
Το κείμενο επιγράφεται «Η Θρυλική Κρήτη» και είχε πρωτοδημοσιευτεί στην ελληνική εφημερίδα του Λονδίνου «ΕΛΛΑΣ» φ. 22 Δεκεμβρίου 1945. Το άρθρο ανακάλυψε η Μαρία Φαφαλιού και σκέφτηκε να το στείλει στο τόσο έγκριτο και σπουδαίο περιοδικό τιμώντας τη συνέπεια του εκδότη Ελευθερίου Δαφέρμου, στην διατήρηση της εθνικής μνήμης. Στο άρθρο αυτό ο μεγάλος μας συγγραφέας, που είχε συνυπογράψει και την έκθεση ωμοτήτων από τις θηριωδίες των ναζί, αναφέρει σχετικά:
«Προσπαθήστε να δώσετε κουράγιο…»
«Δυο καθηγητές Πανεπιστημίου και ο υποφαινόμενος είχαν αποσταλεί τούτο το καλοκαίρι από την Ελληνική Κυβέρνηση, για να διαπιστώσουν τις ωμότητες των Γερμανών στην ηρωική και μαρτυρική Κρήτη.
Όταν φεύγαμε από την Αθήνα, ένας επίσημος μας παράγγελνε:
– Πολλά χωριά έχουν πυρπολήσει οι Γερμανοί στην Κρήτη, πολλούς έχουν σκοτώσει, προσπαθήστε να δώσετε κουράγιο στον πληθυσμό που θα τον βρείτε σε απόγνωση.
Φύγαμε. Κι ύστερα από λίγες μέρες, διατρέχοντας από τη μιαν άκρα ως την άλλη την Κρήτη, θυμόμασταν τα επίσημα αυτά λόγια και χαμογελούσαμε: Εμείς να δώσουμε κουράγιο στους Κρητικούς! Εμείς να παρηγορήσουμε τις αδάμαστες αυτές ψυχές, που χιλιάδες τώρα χρόνια παλεύουν στα κακοτράχαλα κρητικά βουνά την πείνα, την γύμνια, τους βαρβάρους! Κι ούτε η Μοίρα ούτε οι άνθρωποι μπόρεσαν ποτέ να τους κάμουν να σκύψουν το κεφάλι.
Οι Κρητικοί όπως όλες οι γενναίες ψυχές, στην άκρα απελπισία βρίσκουν τη λύτρωση. Πολλοί Κρητικοί μπροστά στα ντουφέκια των Γερμανών, τη στιγμή που θα ντουφεκιζόταν, εύρισκαν τη γαλήνη κι όχι μονάχα τη γαλήνη αλλά και τη χαρά της αδάμαστης ψυχής που αναγαλλιάζει γιατί της δίνεται η ευκαιρία να δείξει την αρετή της. Πολλοί την ύστερή τους στιγμή, μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα τραγουδούσαν μαντινάδες κρητικές ή τον εθνικό ύμνο. Στα Χανιά μέσα από το γκρεμισμένο σπίτι του, ένας γεροντάκος πρόβαλε και μας είπε:
«Αυτό που δίδασκα θα εφαρμόσω»
– Έναν δάσκαλο τον έλεγαν Παπαδάκη, πήγαιναν να τον εκτελέσουν. Ένας μαθητής του, του λέει: «Γιατί να σκοτωθείς; Να φύγεις». Κι ο δάσκαλος του απεκκρίθηκε: «Όχι εγώ αυτό που τόσα χρόνια σας δίδασκα, τώρα θα το εφαρμόσω. Θα πεθάνω για την πατρίδα.
Στην κρίσιμη αυτή ώρα και οι πιο σακάτηδες γίνουνταν ήρωες. Στις φοβερές φυλακές της Αγυάς, κοντά στα Χανιά, οι Γερμανοί διάλεξαν 42 παλληκάρια (διάλεγαν πάντα τους καλύτερους) και πήγαιναν να τους σκοτώσουν. Στο δρόμο ένας σακάτης, καμπούρης, τους συνάντησε. Στάθηκε, φώναξε στους Γερμανούς: «Σκοτώστε με εμένα να γλυτώσει ένα παλικάρι». «Όχι φύγε». «Τότε σκοτώστε με και μένα να γίνουν 43, φώναξε ο καμπούρης. Ντρέπουμαι να ζω εγώ ο σακάτης και να σκοτωθούν τούτοι οι λεβέντες».
Ανήμπορες γριές, γέροι σαράβαλα, σήκωσαν τη φωνή τους και μιλούσαν ατρόμητα στους Γερμανούς.
Σ’ ένα ωραιότατο χωριό στα Μεσκλά, μια γριά έκρυβε έξι μήνες με κίνδυνο της ζωής της δυο Εγγλέζους στο σπίτι της. Μια μέρα οι Γερμανοί τους ανακάλυψαν, τους έπιασαν. Η γριά τρέχει στον άγριο Γερμανό φρούραρχο, στάθηκε μπροστά του, του φώναξε:
«Να ξέρεις κομαντάτε, πως όλες οι μανάδες στον κόσμο πονούνε. Κι αυτός ο πόνος των μανάδων θα φάει τη Γερμανία. Η Γερμανία θα χαθεί, βάνω την κεφαλή μου! Βάνεις στοίχημα κομαντάτε: Εγώ βάνω την κεφαλή μου!
Στέκονταν απάνω σε μια πέτρα, απόξω από το καμένο σπίτι της η γριά τούτη και μας μιλούσε με ορθό το κεφάλι, κουρελιασμένη, σα φάντασμα. Τι δύναμη λοιπόν έχει η ψυχή του ανθρώπου και πως μπορεί να νικήσει το θάνατο! Συλλογιζόμουν.
Άοπλοι κι ανοργάνωτοι πολεμούσαν
Άοπλοι, ανοργάνωτοι, χωρίς βοήθεια από κανένα οι Κρητικοί, από τα χωριά, από τα βουνά, κατέβαιναν στ’ ακρογιάλια να υπερασπιστούν το νησί τους από τους άγριους πάνοπλους αλεξιπτωτιστές που κατέβαιναν…».
Στη συνέχεια αφού κάνει εκτενή λόγο για την Μάχη της Κρήτης και την ηρωική αντίσταση των Κρητικών, ο Καζαντζάκης, σημειώνει:
«Αν οι Γερμανοί έπαιρναν όπως ήταν βέβαιοι την Κρήτη σε 24 ώρες θα είχαν καιρό να στραφούν ευτύς και να κυριέψουν την Παλαιστίνη, τη Συρία, το Ιράκ, θ’ ανάγκαζαν την Τουρκία να βγει στον πόλεμο και θα ‘παιρναν ίσως τότε και την Αίγυπτο. Η τύχη του πολέμου, αν έλειπε η παλικαριά των Κρητικών θα ‘ταν άλλη.
Έχασαν το παιχνίδι
Οι Γερμανοί έχασαν το παιχνίδι. Γι’ αυτό και τόσο φρένιασαν και ρίχτηκαν να εξοντώσουν τον κρητικό λαό. Όσα χωριά αντιστάθηκαν, όσα έστειλαν αντάρτες στο βουνό, όσα έκρυβαν Άγγλους, λεηλατήθηκαν, τινάχτηκαν με δυναμίτη, τα πιο διαλεχτά τους παλικάρια σκοτώθηκαν, τα γυναικόπαιδα κρύφτηκαν στις σπηλιές, όσοι γέροι έμειναν μέσα στα σπίτια τους, γιατί δεν μπορούσαν να φύγουν κάηκαν ζωντανοί.
Ξεκοίλιασαν γυναίκες έγκυες, σκότωσαν βρέφη την ώρα που βύζαιναν, αμολούσαν γυμνασμένα σκυλιά για ν’ ανακαλύψουν μέσα στους βράχους και στις σπηλιές τα κρυμμένα γυναικόπαιδα.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω το ήσυχο καλοκαιριάτικο δειλινό, που περάσαμε από την Κάντανο. Η Κάντανος ήταν το καμάρι της επαρχίας Σελίνου, μέσα σε πλούσιο ελαιώνα, τριγυρισμένη από εξαίσια βουνά, φημισμένη για την παλικαριά και την αρχοντιά της. Και τώρα ζητούμε το χωριό και δεν το βρίσκουμε. Τα σπίτια ξεπατώθηκαν σύριζα, λιγοστοί τοίχοι μένουν ακόμα όρθιοι και μέσα από τα χαλάσματα ως μας είδαν, πετάχτηκαν άντρες, γυναίκες και μας κύκλωσαν. Τι δύναμη ήταν εκείνη, τι κουράγιο, πως μιλούσαν, γελούσαν, αναζούσαν τα φρικτά περασμένα και τα μάτια τους έλαμπαν. Πως ο πόνος κι ο κατατρεγμός της Μοίρας μπορούν στις γενναίες ψυχές να μετουσιωθούν και να γίνουν αντρεία!
Καθίσαμε απάνω σε ξεριζωμένα δέντρα, σε πέτρες, σε μερικές ξεπατωμένες καρέκλες που είχαν περισωθεί. Γύρω μας άρχιζαν όλοι μαζί να γελούν και να περιγράφουν τις μεγάλες εκείνες μέρες. Ένας λέει:
«Τ’ αεροπλάνα φάνηκαν μαζευτήκαμε στην πλατεία του χωριού, να πάρουμε απόφαση. Ξέραμε πως δεν υπάρχει σωτηρία, το ξέραμε καλά, μα πήραμε όλοι μια φωνή. Μήτε ένας δεν σηκώθηκε να πει όχι, πήραμε την απόφαση. Παρά να ντροπιαστούμε, καλύτερα να πεθάνουμε.
Τα περισσότερα χωριά στην Κρήτη ξεσπιτώθηκαν, γιατί έκρυβαν Άγγλους. Όταν πήραν οι Γερμανοί την Κρήτη, θα ‘χαν μείνει στο νησί περίπου δυο χιλιάδες Άγγλοι. Κρύβονταν για να μην πιαστούν. Οι Κρητικοί με καθημερινό κίνδυνο της ζωής τους, τους έκρυβαν σε λάκκους, σε σπηλιές και πολύ συχνά μέσα στα σπίτια τους. Πεινούσαν, κρύωναν οι Κρητικοί και μάζευαν κουβέρτες και τροφές για τους Άγγλους.
– Ξεσκεπάζαμε τα παιδιά μας να σκεπάσουμε τους Εγγλέζους μου έλεγε μια γυναίκα σε ένα χωριό στη ρίζα του Ψηλορείτη.
– Μα γιατί; Ρωτούσα.
– Ε παιδί μου αυτοί δεν είναι σαν και μας. Είναι καλομαθημένοι. Κι ύστερα οι μανάδες τους είναι αλάργα. Έπρεπε εμείς να γίνουμε οι μανάδες τους.
Το ίδιο μου απεκκρίθηκε και μια άλλη μάνα. Οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό, βρήκαν στο σπίτι της γριάς δυο Άγγλους. Τους παίρνουν, παίρνουν και τους δυο γιους της γριάς, παλικάρια είκοσι κι είκοσι πέντε χρονών και τους τουφεκίζουν. Το ίδιο βράδυ πέρασαν από το σπίτι της γριάς τρεις Άγγλοι. Η γριά τους δέχτηκε, τους έδωκε το φτωχικό της φαΐ και μια κουβέρτα που της είχε απομείνει:
– Γιατί το ‘καμες; τη ρωτώ.
Κι αυτή μου αποκρίθηκε:
– Γιατί έχουν και οι Εγγλέζοι μάνα και κατέχω τον πόνο της μάνας.
Ο Γιάννης Γαρουφαλάκης με 12 παιδιά από το χωριό Μυλωνές, στα Χανιώτικα, φιλοξενούσε επί δυο χρόνια έξι Άγγλους.
– Τα παιδιά μου πεινούσαν μου έλεγε μα οι Εγγλέζοι τρώγαν καλά.
– Και δεν σε θυμήθηκε κανένας από τους Εγγλέζους αυτούς; Ρώτησα.
– Παράδες θες να πεις; Έκαμε ο Κρητικός με θυμό. Μα για παράδες θαρρείς πως εγώ το ‘κανα; Το ‘κανα για να μη σηκωθεί πιο πάνω στον κόσμο η γερμανική μπότα.
Κι ένας άλλος Κρητικός χωριάτης, όταν έβλεπε να ξαφνιάζομαι για την παλικαριά και την αυτοθυσία των Κρητικών μου είπε τα καταπληχτικά τούτα λόγια:
– Γιατί παραξενεύεσαι; Εμείς ξέραμε πως γράφαμε ιστορία!
Αγαθό ανώτερο από τη ζωή
Δεν ξέρω αν υπάρχει στον κόσμο μια άλλη χώρα, όπου οι χωρικοί να βλέπουν τον πόνο, τη θυσία, την ατομική τους καταστροφή από τόσο ύψος. Ήξερε ο Κρητικός αυτός χωριάτης πως υπάρχει στον κόσμο ένα αγαθό ανώτερο από τη ζωή και ως για το αγαθό αυτό πάλεψε και θυσιάστηκε όλη η ράτσα μας και πρέπει τώρα και αυτός ο Κρητικός χωριάτης να παλέψει, και να θυσιαστεί. Και το αγαθό αυτό λέγεται ιστορία, δηλαδή υστεροφημία, δηλαδή αθανασία.
Ένα παιδί φοιτητής, ο Μίμης Λιονάκης τουφεκίστηκε στις φυλακές της Αγυάς, γιατί πολέμησε τους Γερμανούς. Λίγα λεπτά πριν εκτελεστεί ζήτησε χαρτί και μολύβι κι έγραψε στους γονείς του το καταπληχτικό για τη γαλήνη και τη γενναιότητά του γράμμα τούτο:
2-7-44
«Αγαπητοί μου γονείς!
Σας γράφω λίγο πριν τουφεκιστώ. Πεθαίνω ευχαριστημένος και με ηρεμία, γιατί πιστεύω πως έκαμα πλέρια το καθήκον μου. Ας το ακολουθήσουν όσοι μένουν έξω. Εσείς να μη λυπηθείτε και να μην κλάψετε καθόλου. Είμαι άφοβος. Το θάρρος μου είναι απέραντο. Πάντα μου φοβόμουνα το θάνατο. Μα τώρα βαδίζω σ’ αυτόν με το χαμόγελο στα χείλη…».
Τέτοιος στάθηκε ο πόνος κι ο ηρωισμός της Κρήτης…».
Ποιος συγκινήθηκε;
Αυτά έγραφε ο Νίκος Καζαντζάκης στην εφημερίδα του Λονδίνου «ΕΛΛΑΣ». Ίσως να το διάβασαν και κάποιοι Άγγλοι. Αλλά ποιος συγκινήθηκε τότε που η Ελλάδα προσπαθούσε να σταθεί…
Κάπου καταλαβαίνω γιατί τα παιδιά μας δεν μαθαίνουν ιστορία. Κάπου επίσης αντιλαμβάνομαι γιατί τείνουν οι επέτειοι να χαθούν για να μην «ενοχλούν» δημιουργώντας προβλήματα διπλωματίας.
Αλίμονο αν ξέραμε σε βάθος την ιστορία του τόπου μας για εκείνους που διαφεντεύουν τις τύχες μας. Ευτυχώς γι’ αυτούς όλα αντιμετωπίζονται απλά, θεωρητικά, διακριτικά, κυρίως αδιάφορα. Ακριβώς όπως τους βολεύει… Ευτυχώς που οι νεκροί δεν ξέρουν, δεν αντιλαμβάνονται πια τα γήινα. Ευτυχώς που δεν μπορούν να καταλάβουν την έννοια του άδειου πουκάμισου.
Τα επόμενα αφιερώματα
Στα επόμενα αφιερώματά μας θα εμβαθύνουμε στις λεπτομέρειες των ολοκαυτωμάτων στο Νομό και θα ανασύρουμε από τη λήθη τα θύματα της θηριωδίας που σκοτώθηκαν κείνο τον Αύγουστο του 44 χωρίς ποτέ να μάθουν το γιατί…
Θα δούμε επίσης πως σώθηκε το υπόλοιπο Αμάρι. Αυτό που δεν θα μάθουμε ποτέ είναι τι έχουν γίνει κάποιες σελίδες στα αρχεία που αναφέρονται στους υπαίτιους της συμφοράς. Πως έγινε να εξαφανιστούν; Θεογνωσία θέλει; θα μου πείτε. Και θα έχετε απόλυτο δίκιο…