Η ολοκαύτωση του Αρκαδίου συντάραξε το πανελλήνιο και έκανε μεγάλη αίσθηση στην Ευρώπη και στην Αμερική, όπως προκύπτει από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής. Σε πολλές πόλεις της Ελλάδας οργανώθηκαν έρανοι υπέρ των Κρητών προσφύγων, αλλά και υπέρ του Αγώνα της Κρήτης.
Ένα άλλο φαινόμενο που δείχνει τη συγκίνηση που προκάλεσε το Αρκαδικό δράμα στους απανταχού Έλληνες (και όχι μόνο) είναι τα μνημόσυνα που τελέστηκαν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού αμέσως μετά το Ολοκαύτωμα. Είναι γνωστό το μνημόσυνο που τελέστηκε στη Μητρόπολη Αθηνών στις 18 Δεκεμβρίου 1866 και το αναφέρει ο Τιμόθεος Βενέρης στο μνημειώδες βιβλίο του «Το Αρκάδι δια των αιώνων» και περιγραφή του υπάρχει στο φύλλο της 19ης Δεκεμβρίου 1866 της εφημερίδας «Πρωινός Κήρυξ». Εκείνο που δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι πως το συγκεκριμένο μνημόσυνο έγινε με πρωτοβουλία του συμπατριώτη μας Εμμανουήλ Βιβυλάκη, που εξέδιδε στην Αθήνα την εφημερίδα «Ραδάμανθυς».
Εκείνο όμως που είναι παντελώς άγνωστο είναι ότι την Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 1866, ημέρα της εορτής του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, έγινε στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Δημητρίου της Χαλκίδας μεγαλοπρεπές αρχιερατικό μνημόσυνο υπέρ των πεσόντων στο Αρκάδι. Το μνημόσυνο έγινε με πρωτοβουλία και δαπάνες του Δικηγορικού Συλλόγου Χαλκίδας, του οποίου ο πρόεδρος Θεμ. Ελευθεριάδης εκφώνησε τον επιμνημόσυνο λόγο. Η εφημερίδα «Εύριπος», η οποία αφιερώνει ολόκληρο το φύλλο της 1ης Ιανουαρίου 1867 στο μνημόσυνο, σημειώνει ότι συμμετείχε όλος ο κλήρος της πόλης και ότι ουδεμίαν ηθέλησαν να δεχθώσιν αμοιβήν και ευχαρίστως άπαντες συνήλθον μετά του Σεβασμιότατου Αρχιεπισκόπου και ετέλεσαν το μνημόσυνον. Η συμμετοχή του κόσμου υπήρξε τέτοια που, όπως σημειώνει η εφημερίδα, ουδέποτε είχε παρατηρηθεί τέτοια κοσμοσυρροή. Αφού αναγνώσθηκαν και ψάλθηκαν τα καθιερωμένα των μνημοσύνων, ο Επίσκοπος Χαλκίδος Καλλίνικος ανέπεμψε ευχή υπέρ των πεσόντων στο Αρκάδι. Επειδή η ευχή είναι πολύ μεγάλη, παραθέτουμε μόνο ορισμένα σημεία της, που αναφέρονται στο Αρκάδι:
«Θεέ και Κύριε του ελέους, ο πάσης αγαθότητος χορηγός… Επάκουσον ημών των αμαρτωλών δεομένων Σου υπέρ των εν Αρκαδίω υπέρ Πίστεως και Πατρίδος ηρωικώς αγωνισαμένων και πεσόντων και ολοκαυτωθέντων αδελφών ημών, ιερέων, ιερομονάχων, ανδρών, γυναικών και τέκνων… Υπό της Σης προνοίας το Ελληνικόν έθνος τέτακται απ’ αιώνων ως πρωτεύον όργανον της τε αναμορφώσεως και αναπλάσεως του ανθρωπίνου γένους. Διό η πολιτική αυτού, η γλώσσα αυτού, η φιλοσοφία αυτού προπαρασκεύασαν την οδόν του Χριστιανισμού. Αλλ’ ώσπερ η αρετή ουδόλως διαλάμπει άνευ αντιθέσεως, όπως ουδέ το φως άνευ σκότους, ώρισται και το Ελληνικόν έθνος να διέλθη ουχί άνευ αγώνων, και άνευ θλίψεων, αλλά διά πυρός και σιδήρου. Στίφη βαρβάρων επέπεσαν κατά του πολιτισμού, η Δύσις κατέπεσε ταχέως υπό το βάρος του χειμάρρου, ο δε Ελληνισμός αντέσχεν επί χίλια περίπου έτη, αλλά και ούτος επί τέλους κατέπεσεν υπό τον ζυγόν των Αγαρηνών… Η εκκλησία του Μονογενούς Σου υιού, εκκλησία ούσα του Ελληνικού έθνους, διετήρησεν εν εαυτή τον σπόρον της ελευθερίας και ύψωσεν εν καιρώ ευθέτω την σημαίαν αυτής …Πολλά έμελλον προσενεχθήναι σφάγια εις τον βωμόν της ελευθερίας Σου και πολλά προσηνέχθησαν και πρώην και επ’ εσχάτων, αλλά μία των σπουδαιοτάτων θυσιών συγκινητική και συντελεστική ήτο αναντιρρήτως υπέρ του Ελληνισμού η θυσία του ηρωικού Αρκαδίου, η το θηρίον καταισχύνασα και τας αυλάς και τους λαούς εξεγείρασα και την Σην δικαιοσύνην εξιλάσασα. Θεέ Παντοκράτωρ, δος όπως η θυσία αύτη ευπρόσδεκτος γένηται ενώπιόν Σου και θεμέλιον ακράδαντον και αρραγές της ελευθερίας της τε πολιτικής και ηθικής σύμπαντος του Ελληνισμού. Τους δε ως ολοκαύτωμα εαυτούς προσενεγκόντας κατάταξον εν σκηναίς δικαίων, εν χώρα ζώντων, εν κόλποις Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ μετά του πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Αιωνία η μνήμη των εν τω ηρωικώ Αρκαδίω πεσόντων, αιωνία ή μνήμη, αιωνία η μνήμη».
Μετά το μνημόσυνο, όπως προαναφέρθηκε, εκφώνησε μακροσκελή λόγο ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Χαλκίδας Θεμ. Ελευθεριάδης. Ο λόγος ήταν τόσο συγκινητικός ώστε, κατά την εφημερίδα, πολλοί εθεάθησαν νέοι και γέροντες, μη δυνάμενοι να κρατήσωσι τα δάκρυά των.
Επειδή ό λόγος είναι μακροσκελής (τρεις σελίδες της εφημερίδας) επιλέγουμε και αναδημοσιεύουμε ορισμένα σημεία, τα οποία κατά τη γνώμη μας είναι τα πιο σημαντικά. Ο ομιλητής αναφέρει αρχικά τους λόγους για τους οποίους αποδέχτηκε να εκφωνήσει τον επιμνημόσυνο λόγο για τους νεκρούς του Αρκαδικού δράματος. Ο ένας λόγος είναι ότι τον συγκινούν μέχρι δακρύων τα παθήματα των Κρητών ως Έλληνα, αλλά και ως άμεσα ενδιαφερόμενο, επειδή ο μεγάλος του αδελφός Ελευθέριος έπεσε στο Σέλινο το 1824. Ο άλλος λόγος είναι ότι η αφήγηση του φοβερού και ανήκουστου δράματος του Αρκαδίου δεν έχει ανάγκη ρητορικής δεινότητας, αλλά ακόμη και αν γίνει με απλότητα και αφέλεια μπορεί να συγκινήσει και τις σκληρότερες καρδιές και να προκαλέσει ποταμούς δακρύων.
Θα μπορούσα να συνεχίσω με δικά μου λόγια να μεταφέρω στο σήμερα τα λόγια εκείνου του ομιλητή, όμως θεωρώ ότι είναι προτιμότερο να τον αφήσουμε να μιλήσει ο ίδιος με τα δικά του λόγια:
«…Ο αγών της Κρήτης δεν είναι αγών μονομερής των Κρητών υπέρ της απελευθερώσεως αυτών μόνον εκ του βαρβαρικού Τουρκικού ζυγού. Είναι συνέχεια του αγώνος απάσης της Ελληνικής φυλής ήτις θραύσασα τας αλύσους εξηγέρθη κατά το 1821 προς ανάκτησιν της ανεξαρτησίας αυτής και της κληρονομίας της και προς διάσωσιν της θείας και αμωμήτου Χριστιανικής πίστεως της επί τέσσαρας ολοκλήρους αιώνας εξυβριζομένης και απηνώς καταδιωκομένης υπό των αλλοπίστων και βαρβάρων κατακτητών …. Και οι Κρήτες έλαβον σημαντικώτατον μέρος εις τον αγώνα εκείνον. Ως γνήσια τέκνα της Ελλάδος εξηγέρθησαν και αυτοί τότε και απείρους θυσίας προσήνεγκον εν τε τη Κρήτη και αλλαχού.
Στη συνέχεια αναφέρεται στην ανεξήγητη ανθελληνική στάση της Γαλλικής κυβέρνησης και συνεχίζει: Εν τούτοις ο αγών της Κρήτης δεν έμεινεν εγκαταλελειμμένος. Η εξέγερσις των Κρητών συνεκίνησε τας καρδίας των ελευθέρων Ελλήνων και συνεδαύλισε την εν ταις καρδίαις αυτών κεκαλυμμένην μεν αλλά διατηρουμένην φλόγα της επιθυμίας του να εξακολουθήσωσι τον διακοπέντα αγώνα και να συντελέσωσιν εις την απελευθέρωσιν των υπό την δουλείαν μεινάντων συναγωνιστών αυτών και αμέσως κατάλογοι συνδρομών ηνεώχθησαν, εθελονταί εξ όλων των μερών της ελευθέρας Ελλάδος έδραμον να προσφέρωσι τους βραχίονας και το αίμα αυτών εις τον Κρητικόν Αγώνα… Των Κρητών αι ελπίδες ανεπτερώθησαν, ιδόντων την υπέρ αυτών συμπάθειαν των απανταχού Ελλήνων και φιλελλήνων. Αλλά τί δύναται να πράξη λαός ολιγάριθμος και στερημένος των προς πόλεμον επιτηδείων απέναντι μιας αυτοκρατορίας; Τί δύνανται να πράξωσιν εκατοντάδες πολεμιστών απέναντι μυριάδων εχθρών; Και μολαταύτα δεν απεθαρρύνθησαν ουδέ οι Κρήτες ουδέ οι μετ’ αυτών συναγωνιζόμενοι εθελονταί. Μ’ όλον το πλήθος αυτών οι οθωμανοί, μ’ όλα τα τηλεβόλα των, μ’ όλον τον πολυάριθμον ατμοκίνητον και ιστιοφόρον στόλον των, ουδέ την πολιορκίαν της Νήσου να διατηρήσωσι ηδυνήθησαν απέναντι της ηρωικής τόλμης των ατρομήτων Κοτζιάδων, Σαχτούρων, Αγγελικάρων, Κιοσσέδων και των πληρωμάτων αυτών. Ουδεμίαν νίκην ηδυνήθησαν κατά των εν Κρήτη μαχητών και οσάκις κατ’ αυτών επετέθησαν μεθ’ όλων αυτών των δυνάμεων, πάντοτε κατησχυμένοι ετράπησαν εις φυγήν επονείδιστον, διότι η θεία Πρόνοια πάντοτε επροστάτευσε και προστατεύει τα όπλα των Ελλήνων Μαχητών…
Στη συνέχεια αναφέρεται με λεπτομέρειες στο Αρκαδικό δράμα, όπως αυτό είχε γίνει γνωστό από τις εφημερίδες των Αθηνών και κλείνει ως εξής:
….. Ναι! Αγαπητοί μου Συμπολίται! Συνασπισθώμεν άπαντες μετ’ αδελφικής αγάπης και συμπνοίας. Μη παύσωμεν συντρέχοντες τους εν Κρήτη αγωνιζομένους αδελφούς όσον δυνάμεθα, διότι ο αγών αυτών είναι το προανάκρουσμα του μεγάλου και φοβερού αγώνος της εξεγέρσεως απάντων των Χριστιανικών λαών της Ανατολής. Ιδού το ηφαίστειον της Θεσσαλίας και της Ηπείρου μυκάται και συνεχείς εκπέμπει μηκυθμούς…».
Ο λόγος τελειώνει με ζητωκραυγές υπέρ των Χριστιανικών δυνάμεων της Ευρώπης και υπέρ του βασιλιά Γεωργίου του Α’.