Την τιμητική του είχε ο διακεκριμένος δημοσιογράφος Βασίλης Σκουντής το βράδυ της περασμένης Τρίτης στην παρουσίαση του βιβλίου με τίτλο «Είμαστε πια Πρωταθλητές». Ο Ρεθεμνιώτης συνάδελφος Β. Σκουντής, βρέθηκε στον τόπο απ’ όπου κατάγεται και δίπλα σε φίλους, συγγενικά του πρόσωπα, συναδέλφους αλλά και ανθρώπους που ακολουθούν κατά πόδας την δημοσιογραφική του καριέρα όλα αυτά τα χρόνια.
Φυσικά εκεί, στο Σπίτι του Πολιτισμού, ήταν και οι τοπικές αρχές του τόπου, όπως η αντιπεριφερειάρχης Μ. Λιονή, ο δήμαρχος Ρεθύμνου Γ. Μαρινάκης, ο δήμαρχος Αμαρίου Π. Μουρτζανός, ενθυμούμενοι το «έπος του 1987» γεμίζοντας με χαρακτηριστική ευκολία την αίθουσα.
Μέσα από την πρώτη συγγραφική του δουλειά, αναδεικνύεται η περιγραφική μοναδικότητα των γεγονότων όπως ο ίδιος τα έζησε στο παρκέ του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας, δίπλα στους 12 ήρωες της «Εθνικής αγαπημένης» όπως μετονομάστηκε.
Για τον Βασίλη Σκουντή και γι’ αυτό το βιβλίο-κόσμημα μίλησαν, η κα Λιονή, ο κ. Γ. Μαρινάκης, ο διεθνής μπασκετμπολίστας Δημήτρης Κοκολάκης, ο τεχνικός διευθυντής του Ρέθυμνο Cretan Kings Γ. Κούμουλος, ο αρχηγός της ομάδας Χάρης Γιαννόπουλος, ο Γ. Σταράκης αλλά και ο δημοσιογράφος Μ. Λεάνης.
Όλοι τους περιγράφουν τον μοναδικό τρόπο γραφής του και ανασύρουν μνήμες για το πώς έζησε ο καθένας αυτή τη μεγάλη αθλητική στιγμή που είχε ευχάριστες προεκτάσεις σε κοινωνικό επίπεδο.
Μ. Λιονή: «Γραφή που ξεπερνά τη στερεότυπη γλώσσα της αθλητικής δημοσιογραφίας»
Η αντιπεριφερειάρχης Ενότητας Ρεθύμνου κα Λιονή ήταν αυτή που πήρε πρώτη το λόγο και μίλησε για το ευχάριστο αιφνίδιο τηλεφώνημα που δέχθηκε από τον συγγραφέα του βιβλίου να μιλήσει γι’ αυτό. «Ξαφνιάστηκα» είπε, η κα Λιονή και συνέχισε…: «Κυρίως γιατί θα έπρεπε να παρουσιάσω ένα σύγγραμμα αθλητικού περιεχομένου, τομέα στον οποίο, ως γνήσια εκπρόσωπος του φύλου μου, ομολογώ ότι έχω μια υστέρηση. Ο Βασίλης, πέρα από τη δημοσιογραφική, αποφάσισε να κάνει χρήση και της συγγραφικής πένας. Άλλωστε, η λογοτεχνική του δεξιοτεχνία είναι γνωστή σε όλους, γιατί χαρακτηρίζει πάντα τις μεταδόσεις του.
Ο Βασίλης, όμως έκαμψε τις όποιες επιφυλάξεις μου, όταν μου αποκάλυψε το θέμα του βιβλίου του με τίτλο «Είμαστε πια Πρωταθλητές» και δεν είναι άλλο από το «Έπος του ’87». Δεν υπάρχει άλλωστε Έλληνας και Ελληνίδα (ηλικίας το λιγότερο 5-6 ετών τον Ιούνιο του 87), που να μην έχει χαραγμένα στη μνήμη του τον άθλο της μικρής Ελλάδας απέναντι στα μεγαθήρια του Ευρωπαϊκού μπάσκετ και τα έντονα συναισθήματα της χαράς, της περηφάνιας και του ενθουσιασμού, που μικροί και μεγάλοι βιώσαμε.
Ο Βασίλης Σκουντής, ένας από τους κορυφαίους αθλητικούς δημοσιογράφους της χώρας μας και ειδήμων της Καλαθοσφαίρισης, μας ταξιδεύει μέσα από το βιβλίο αυτό στα όσα πρωτόγνωρα και μαγικά συνέβησαν το 12ημερο του Ιουνίου 1987 στο ιστορικό Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.
Στις δώδεκα εκείνες μέρες, που όπως ο ίδιος γλαφυρά χαρακτηρίζει στο βιβλίο του «ως τις μέρες εκείνες κατά τις οποίες ένας ολόκληρος λαός ακροβατεί στα όρια της μαγείας, της ανατριχίλας, του παροξυσμού, της κατάνυξης, της μέθεξης, της απόλυτης έκστασης: από τις 3 έως τις 14 Ιουνίου του σωτηρίου (για το μπάσκετ, για τον αθλητισμό, για έναν ολόκληρο λαό) 1987, οι δώδεκα μέρες που άλλαξαν τον κόσμο!
Όταν το απίθανο παίρνει σάρκα και οστά…
Όταν δυνατά γίνονται τα αδύνατα…
Όταν ο Δαβίδ ξαναρίχνει στο καναβάτσο τον Γολιάθ…».
Με τη ματιά του νεόκοπου δημοσιογράφου που βίωσε με ένταση το θαύμα του Ευρωμπάσκετ του ’87 και το άσβεστο πάθος του κατ’ εξακολούθηση «εραστή» της πορτοκαλί μπάλας, ο Βασίλης Σκουντής έκλεισε τα όσα είχε την τύχη και ευλογία να ζήσει και να καταγράψει μέσα και έξω από το γήπεδο, δίπλα στα «ιερά τέρατα» του Ελληνικού Μπάσκετ, στο πρώτο του βιβλίο, το οποίο παρουσιάζουμε εδώ στο Ρέθυμνο, την ιδιαίτερη πατρίδα του, την οποία πάντα αγαπά και στηρίζει με όποιον τρόπο μπορεί και όποτε του ζητηθεί η συνδρομή του, σε θέματα αθλητισμού αλλά και προβολής, και τον ευχαριστούμε από καρδιάς για αυτό.
Στο βιβλίο, «τάμα που έπρεπε να εκπληρώσει», όπως ο ίδιος ο Βασίλης το χαρακτηρίζει, παρουσιάζεται το χρονικό του θριάμβου, που έβγαλε στους δρόμους όλους τους Έλληνες, έχρισε το μπάσκετ «εθνικό άθλημα» και μύησε στα μυστικά του χιλιάδες νέων, που αργότερα έχτισαν την «ελληνική σχολή μπάσκετ», η οποία πρωταγωνιστεί στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο στερέωμα, από τότε μέχρι σήμερα, αξιοποιώντας τη βαριά κληρονομιά του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Φασούλα και των άλλων χρυσών πρωταθλητών.
Με τρόπο γλαφυρό, με γραφή που ξεπερνά τη στερεότυπη γλώσσα της αθλητικής δημοσιογραφίας, ο συγγραφέας κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη ζωντανό, όπως και του τηλεθεατή – ακροατή, που αδημονεί για τη γνωστή και μοναδική περιγραφή του Σκουντή- διανθισμένη από ατάκες, που έχουν αφήσει εποχή, όπως το αξεπέραστο «Βάλτο Αγόρι μου».
Ξεφυλλίζοντας το «Είμαστε πια Πρωταθλητές» ξαναζούμε όλοι εμείς, τις ιστορικές αυτές στιγμές του Ελληνικού Αθλητισμού, ενώ οι νεότερες γενιές κρατούν στα χέρια τους, χωρίς υπερβολή, ένα «ιστορικό κειμήλιο». Ένα βιβλίο, που είναι προικισμένο με εικόνες που μιλούν όσο χίλιες λέξεις και το οποίο καταγράφει βήμα προς βήμα την πορεία της ομάδας, που πριν από τριάντα χρόνια απέδειξε στους Έλληνες και σε ολόκληρο τον κόσμο πως τίποτα δεν είναι αδύνατο και απίθανο».
Λίγο μετά απευθύνθηκε στον συγγραφέα λέγοντας: «Βασίλη, νομίζω ότι η απόφασή σου να γράψεις αυτό το βιβλίο, είναι σίγουρα σωστή και θα στεφθεί με επιτυχία από τον κόσμο, που είμαι βέβαιη ότι θα αγκαλιάσει θερμά την πρώτη σου αυτή συγγραφική απόπειρα. Όπως, άλλωστε εξαιρετικά επιτυχημένη αποδείχτηκε η απόφαση των γονιών σου να σε αφήσουν να κάνεις το χόμπι σου επάγγελμα, όπως πολύ συγκινητικά αναφέρεις στην αφιέρωσή σου. Μπορεί η δικηγορία να έχασε ένα μάχιμο και εξαίρετο συνάδελφο, όμως η αθλητική δημοσιογραφία κέρδισε έναν αφοσιωμένο και όσο λίγοι καταρτισμένο λειτουργό της».
Γ. Μαρινάκης: «Μια παιδαγωγική σημασία»
Ο δήμαρχος Ρεθύμνου Γιώργης Μαρινάκης αναφέρθηκε τόσο στον περιγραφικό λόγο του συγγραφέα όσο και στις ευχάριστες προεκτάσεις που είχε το αθλητικό γεγονός της εθνικής ομάδας μπάσκετ: «Ο Βασίλης, έχει μάθει να προσφέρεται στο είδος με το οποίο ασχολείται, έχει την αξιοσύνη του πολυεπίπεδου ανθρώπου που επιδέχεται πολλές κριτική αλλά που ζει γι’ αυτή και που όλες έχουν έναν κοινό παρανομαστή, τον άνθρωπο. Αυτός είναι ο Βασίλης.
Αυτό το βιβλίο δεν μας λέει καινούρια πράγματα αλλά μας συγκεντρώνει όλες τις πληροφορίες μαζεμένες μέσα από μία μοναδικά βερμπαλιστική περιγραφή.
Το βιβλίο αυτό με την υπόμνησή του έχει και μια παιδαγωγική σημασία γιατί, μπορεί να μην είμαστε όλοι πρωταθλητές αλλά σίγουρα είμαστε βιοπαλαιστές μιας δύσκολης περίστασης και πρέπει να μάθουμε μέσα από τις αδικίες ότι, υπάρχει η ανύψωση, η υπέρβαση εάν πραγματικά επιστρατεύσουμε όλη αυτή την πνευματική και σωματική δύναμη.
Αυτό το βιβλίο είναι διανθισμένο με κάποιες ανέκδοτες ιστορίες, με κάποιες αστείες ιστορίες επίσης, αλλά και γούρια που είχαν οι αγαπημένοι μας διεθνείς στην ομάδα. Οι Έλληνες έζησαν στιγμές εθνικής ανάτασης και δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό που είχε πει ο Ανδρόνικος πως, μόνο στις 12 Οκτώβρη του 1944 στην απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς είδε τους Έλληνες τόσο μονιασμένους».
Δ. Κοκολάκης: «Ο Βασίλης ήταν ένας άνθρωπος που μας ακολουθούσε παντού»
Από την πλευρά του, ο διεθνής μπασκετμπολίστας, Δημήτρης Κοκολάκης, έμελε να είναι ένας από τους τυχερούς άτυχους εκείνης της εθνικής ομάδας… Τον λόγο τον εξηγεί ο ίδιος: «Από εκείνη την εθνική ομάδα έφυγα έναν μήνα πριν ξεκινήσει το ευρωμπάσκετ γιατί είχα διαφωνία με τον κόουτς… Πρέπει να πω ότι εκείνη η εθνική δεν πρόσφερε μόνο μια αθλητική νίκη αλλά και μια μεγάλη υπερηφάνεια γιατί ο ελληνικός λαός δεν είχε γνωρίσει ποτέ στο παρελθόν κάτι ανάλογο.
Οι διεθνείς του 1987 προσέφεραν τα καλύτερα πρότυπα που μπορούσε να έχει ένα ελληνόπουλο στον αθλητισμό. Τα παιδιά ήθελαν να μοιάσουν στον Γκάλη, στον Γιαννάκη…
Τώρα όσον αφορά τον Βασίλη, τον θυμάμαι ως ένα αδύνατο παιδί που είχε έρθει στην προπόνηση όταν έπαιζα στον Παναθηναϊκό και ζήτησε να μου πάρει συνέντευξη. Όταν μου είπε από ποιο μέρος είναι και τον άκουσα να εκφράζεται, αντιλήφθηκα περισσότερα πράγματα. Εγώ από τη μεριά μου, θέλω να πω ένα πολύ μεγάλο «ευχαριστώ» στον Βασίλη, όχι γιατί ήταν από το ίδιο μέρος αλλά για όλα όσα προσέφερε στο να μάθει ο κόσμος ευρέως το μπάσκετ.
Ο Βασίλης ταξίδευε μαζί μας τόσο με τον Παναθηναϊκό όσο και με την Εθνική αλλά και με τον Άρη και αισθανόταν τον πόνο, τη χαρά, τις απογοητεύσεις που ζούσαμε μετά από τα παιγνίδια.
Τέλος, θέλω να του πω εκ βαθέως καρδιάς, να γράφει βιβλία και να δουλεύει με το ίδιο σθένος και με την ίδια δύναμη όπως χρόνια τώρα».
Γ. Κούμουλος: «Ο Βασίλης ξέρει πράγματα για αθλητές που δεν τα γνωρίζουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους»
Ο Γ. Κούμουλος ήταν από τους παίκτες που τον γνώρισαν στο Ρέθυμνο όντας τότε, αρχηγός της ομάδας, που ανέβαινε τις κατηγορίες μία-μία. Για την εποχή του 1987 είχε να δημοσιοποιήσει τις δικές του αναμνήσεις: «Το 1987 η εθνική ομάδα ανέβασε όλο τον ελληνικό λαό στον 7ο ουρανό. Οι παίκτες άλλαξαν τη ζωή πολλών παιδιών. Ένα απ’ αυτά τα παιδιά ήμουν και ‘γω. Μάλιστα όπου έβλεπα κάδο απορριμμάτων πετούσα ό,τι έβρισκα για να βρω τον στόχο…
Τον Βασίλη Σκουντή τον γνώρισα το 2006 και τον είδα με πολλή μεγάλη χαρά να έρχεται στον τελικό του 2007 με τον Παναθηναϊκό. Οι περιγραφές του είναι μνημειώδεις, ενώ έχει μανία με τις ιστορικές αναδρομές και ξέρει πράγματα για αθλητές τα οποία δεν τα γνωρίζουν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους».
Χ. Γιαννόπουλος: «Ένας από τους κορυφαίους δημοσιογράφους»
Ο αρχηγός του Ρέθυμνο Cretan Kings, έπλεξε το εγκώμιο του συγγραφέα αναφέροντας τα εξής: «Είμαι γεννημένος το 1989 και είχα την ατυχία να δω τους αγώνες μέσα από βίντεο και μετά σε υπολογιστή. Θα ήθελα πάρα πολύ να νιώσω τον παλμό και τη φασαρία που έκαναν οι Έλληνες εκείνη την εποχή. Από τα 13 μου άρχισα να παίζω αλλά και να καταλαβαίνω το άθλημα. Μία από τις φωνές που άκουγα και ξεχώριζα, τόσο για την περιγραφή όσο και για τις ατάκες της, ήταν αυτή του Βασίλη Σκουντή.
Επίσης, ο Βασίλης, είναι ένας άνθρωπος που σε κάνει να νιώσεις πολύ άνετα στις συνεντεύξεις που δίνεις από την πρώτη στιγμή.
Πραγματικά είναι πολύ μεγάλη τιμή που βρίσκομαι εδώ και μιλάω γι’ αυτόν. Όσοι έχετε παρακολουθήσει δική του μετάδοση, μπορείτε να καταλάβετε τι εννοώ. Είναι ακριβώς αυτό που κάνει τον Βασίλη, αν όχι τον σπουδαιότερο δημοσιογράφο, σίγουρα έναν από τους κορυφαίους».
Μ. Λεάνης: «Ο άνθρωπος που τα έζησε από μέσα»
Ο συνάδελφός του Μ. Λεάνης ανέφερε με τη σειρά του πράγματα που είχαν να κάνουν με την σπουδαιότητα της ιστορικής αναδρομής του βιβλίου… «Το βιβλίο του Βασίλη έχει αυτό που δεν έχουν πολλοί νέοι δημοσιογράφοι στο «αίμα» τους. Αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα. Είναι ο άνθρωπος που έζησε από μέσα τις συγκυρίες, το κλίμα, τη νοοτροπία το περιβάλλον του 1987. Αυτό που έλειπε μετά την κατάκτηση, ήταν η κριτική ματιά, η ικανότητα ανάλυσης και ικανότητα περιγραφής. Και τα τρία αυτά στοιχεία, ο Βασίλης τα διαθέτει και έκανε πολύ καλά που προχώρησε σ’ αυτή την καταγραφή του βιβλίου.
Ξέρετε, η επιτυχία του 1987 είναι η μοναδική σπορά που έβγαλε καρπούς. Καμία άλλη επιτυχία σε κανένα άλλο άθλημα δεν έβγαλε καρπούς στην Ελλάδα».
Εν συνεχεία, το λόγο πήρε ο φίλος του Βασίλη Σκουντή, Γιώργος Σταράκης ο οποίος εξιστόρησε τη διαδρομή της μητέρας του συγγραφέα Ελένης Καπαρού, μέχρι τη συνάντησή και το γάμο της με τον πατέρα του Δημήτρη Σκουντή. Μια όμορφη περιγραφή έως ότου ο Βασίλης Σκουντής κάνει στροφή από τη νομική στην δημοσιογραφία.
Β. Σκουντής: «Μια από τις πιο ξεχωριστές βραδιές της ζωής μου»
Κάπου εκεί, ο λόγος εδόθη στον ίδιο τον Βασίλη Σκουντή, ο οποίος έδειχνε συγκινησιακά φορτισμένος. Τα λόγια του όμως δεν ήταν δυνατόν να μην βρουν συνειρμούς που μόνο εκείνος γνωρίζει να αφηγείται…
«Θέλω να σας ευχαριστήσω από τα βάθη της καρδιάς μου. Όσο ακούω τους συνομιλητές μου δίνω μια πολύ σκληρή μάχη για να συγκρατήσω τη συγκίνησή μου αν και λόγω επαγγέλματος δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Είμαι ευσυγκίνητος και πολύ ευαίσθητος κάτι που δεν θα έπρεπε συμβαίνει λόγω επαγγέλματος. Κοντεύω να γίνω πιο κόκκινος και από το τραπεζομάντηλο, το οποίο βρίσκεται αυτή τη στιγμή μπροστά μου.
Αναφέροντας σε δυο πράγματα για εκείνο το μπασκετικό έπος, θα ήταν αδικία να θεωρηθεί ως ληξιαρχική πράξη ημερομηνίας γέννησης του ελληνικού μπάσκετ, το 1987. Όπως ανέφερε και προηγουμένως ο Δ. Κοκολάκης, η ομάδα του 1979 ήταν εξαιρετική (χρυσό μετάλλιο σε Μεσογειακούς και Βαλκανικούς αγώνες).
Το κάδρο της 10ετίας του ’80 όμως ήταν πολύ περίεργο όσο και κρίσιμο στο ελληνικό αλλά και στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Ήταν η εποχή όπου στην Ελλάδα υπήρχαν -όπως και στην Κρήτη βεβαίως-βεβαίως- τα «πράσινα» και τα «μπλε» καφενεία, υπήρχε ο φανατισμός, βγήκε το ΠΑΣΟΚ στα πράγματα, ο Ανδρέας έψαχνε στήριγμα στον Καντάφι. Επίσης υποτιμάται η δραχμή, βγαίνει το τουρκικό «ΣΙΣΜΙΚ» στο Αιγαίο, «βυθίσατε το «Χώρα» και έρχεται μετά η άνοιξη του αθλητισμού με το Ευρωμπάσκετ του ’87 να την κάνει πιο συγκλονιστική ως δεκαετία. Πιο συγκλονιστική πιθανότατα και στην ελληνική κοινωνία που είδε το κούτελό της να βγαίνει περήφανα προς τα έξω.
Ο Γουίνστον Τσώρτσιλ είχε πει ότι «η μάχη του Ελ Αλαμέιν δεν έκρινε τον πόλεμο αλλά κατέδειξε ότι οι Γερμανοί μπορούν να χάσουν μια μεγάλη μάχη τη στιγμή που όλοι πίστευαν τα αντίθετο». Λίγο αργότερα έχασαν ολοκληρωτικά τον πόλεμο.
Ένα τραγούδι που τραγουδήθηκε λίγους μήνες αργότερα από το ’87 από τον Νίκου Πορτοκάλογλου ήταν αυτό απ’ όπου δανείστηκα τους στίχους στην επικεφαλίδα του βίβλου «Είμαστε πια πρωταθλητές». Σε κάποιους στίχους αναφέρει τα εξής: «Ήμαστε πάντοτε παικτάρες μα δεν αλλάζαμε μπαλιές, ήμασταν πάντοτε ψυχάρες μα δεν πιστεύαμε ποτέ».
Έτσι κι αυτή η Εθνική. Ανέδειξε στον κόσμο της πως εάν κάποιοι συνεργαστούν και αλλάξουν μπαλιές τα πράγματα μπορούν να γίνουν πολύ καλύτερα.
Είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα για την θλιβερή συγκυρία που βιώνουμε ως λαός σήμερα.
Προφανώς αυτή η επιτυχία δεν έκρινε την παλιγγενεσία του ελληνικού αθλητισμού αλλά έδειξε ότι, μπορούμε να είμαστε πολύ ανταγωνιστικοί. Τα όσα ήρθαν μετά, ήταν γνωστά. Ξανακερδίσαμε τη Ρωσία παρόντος του Σαμπόνις και πήραμε το ασημένιο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του ’89 στη Σερβία, βιώσαμε τις επιτυχίες της Πατουλίδου, του Πύρρου Δήμου, τις τρεις κούπες του Ολυμπιακού, τις έξι του Παναθηναϊκού, πήραμε το χρυσό το 2005, κερδίσαμε τους Αμερικανούς το 2006 στο παγκόσμιο οι οποίοι δεν έχασαν ποτέ από τότε.
Το 1987 όμως είναι κάτι πολύ παραπάνω από μία επετειακή υποχρέωση που τη βάζουμε στην ατζέντα μας. Εμείς οι μπασκετικοί κάθε 14η Ιουνίου λέμε «χρόνια πολλά».
Το μέταλλο εκείνης της ομάδας, η δυναμική, η συνεργασία, η αξία παρά τα προβλήματα που είχε εκείνη η ομάδα (για π.χ. ο Γκάλης με τον Γιαννάκη δεν μιλιούνταν και αγκαλιάστηκαν πάνω στο βάθρο) είχε τεράστια απήχηση.
Την κατάλληλη στιγμή στην κατάλληλη θέση συνέβησαν όλα και κάπως έτσι τροποντινά, όλοι της γενιάς μας αλλά κι αυτοί που έπονται, είδαν να αλλάζει άρδην το καθεστώς, να ανοίγονται νέες θέσεις εργασίας για αθλητές, για μάνατζερ. Όλοι αυτοί είδαν να αλλάζει εντυπωσιακά προς το καλύτερο το σκηνικό στο μπάσκετ.
Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε πει χαρακτηριστικά: «Στον πατέρα μου τον Φίλιππο και στην μητέρα μου την Ολυμπιάδα οφείλω το «ζην» και στον δάσκαλό μου τον Αριστοτέλη, το «ευ».
Χωρίς κανέναν δισταγμό μπορώ να πω ότι, μετά απ’ αυτή την μαγική νύχτα οφείλουμε το «ευ ζην» μας και δεν μπορεί να διαφεύγει από το μυαλό κανενός.
Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες επί ωρών και ημέρες επί ημερών γι’ αυτή την μεγάλη υπόθεση.
Το κάδρο του αθλητισμού δεν είναι πάντοτε ευχάριστο. Υπάρχουν και οι δυσάρεστες στιγμές. Εδώ όμως, το λέω και το εννοώ ότι, είναι μια από τις πιο ξεχωριστές βραδιές της ζωής μου, δεν θα τη βγάλω ποτέ από το μυαλό μου. Δεν είναι ένα απλό «ευχαριστώ» προς εσάς. Θα παραμείνω ευγνώμων για την αθρόα παρουσία σας και για το γεγονός ότι βλέπω τόσα φιλικά πρόσωπα γύρω μου που με περιβάλλουν με τόση αγάπη. Σας ευχαριστώ».