«Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές, είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα», έλεγε ο Σεφέρης. Το ίδιο επαναλαμβάνω κι εγώ σ’ αυτή τη δύσκολη (έως αδιέξοδη) στιγμή που βρισκόμαστε σήμερα. Φθάσαμε -σαν κυβέρνηση- να υπογράφομε και να ψηφίζομε ένα σύμφωνο που οι ίδιοι χαρακτηρίζομε ως «κακό». Φθάσαμε -σαν αριστεροί άνθρωποι- να δυσκολευόμαστε να γράψομε ένα άρθρο που να λέει μόνο αλήθειες. Φθάσαμε να ψάχνομε τι μπορούμε επιτέλους να γράψομε, έτσι ώστε, χωρίς να λέμε ψέματα στον κόσμο, να μπορέσομε να κρατήσουμε την ελπίδα του ζωντανή.
Χωρίς επομένως διάθεση για «παραμύθιασμα» και μια και έχομε φθάσει μπροστά σε καταστάσεις πρωτόγνωρες (περίπου στο μη περαιτέρω), θα σας διηγηθώ ένα λαϊκό παραμύθι, που στο τέλος αφήνει ένα νόημα και ένα δίδαγμα. Έτσι θα μιλήσω με το στόμα και με τη σοφία του λαού, σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή που η υπομονή και η εμπιστοσύνη του λαού δοκιμάζονται.
Αυτό είναι λοιπόν το «παραμύθι» μου:
«Ήτανε, λέει, μια φορά κι έναν καιρό ένας γεωργός που είχε ένα χωράφι κι ένα γάιδαρο. Μέσα στο χωράφι υπήρχε κι ένα πηγάδι χωρίς νερό.
Κάποια μέρα έτυχε, λέει, ο γάιδαρος κι έπεσε μέσα στο πηγάδι. Ο γάιδαρος εφώναζε από μέσα κι ο γεωργός σκεφτόταν τι να κάνει για να βγάλει έξω τον γάιδαρο.
Λογαριάζοντας όμως ξανά και ξανά, είδε πως τα έξοδα για να βγάλει το γάιδαρο ήταν περισσότερα από την αξία του ίδιου του γαιδάρου. Με λύπη, είναι αλήθεια, φώναξε τους συγχωριανούς του και τους ζήτησε να βοηθήσουν πετώντας ο καθένας εκ περιτροπής μια φτυαριά χώμα μέσα στο πηγάδι, θάβοντας έτσι ζωντανό τον δυστυχισμένο γάιδαρο.
Μόνο που τα πράματα δεν έγιναν έτσι. Ο γαϊδαράκος, κάθε που μαζευόταν κάμποσο χώμα γύρω του, εκείνος ανέβαινε επάνω. Ανέβαινε κι ανέβαινε και κάποια στιγμή είδαν όλοι έκπληκτοι τον γάιδαρο να παρουσιάζεται στην επιφάνεια του πηγαδιού ολοζώντανος, αν και λερωμένος και ταλαιπωρημένος».
Ποιο είναι άραγε το νόημα αυτού του μύθου; «Εύκολο», σας ακούω να μου απαντάτε. Το πηγάδι συμβολίζει το χρέος της Ελλάδας μας και ο γαϊδαράκος είναι ο Έλληνας πολίτης που προσπαθούν (ποιοι άραγε;) να τον θάψουν ζωντανό ρίχνοντας πάνω του χώματα, σκουπίδια, δυσκολίες, αλλά τελικά δεν το καταφέρνουν. Ακόμα και μέσα στου πηγαδιού το βαθύ σκοτάδι που μας έχουν χώσει, πάντα μια λύση υπάρχει αρκεί να έχομε μυαλό. Να θυμόμαστε ότι η χώρα μας είναι μαγαζί γωνιακό και το γουστάρουν. Το «ναι», πρέπει να είναι μια παρένθεση – προϊόν εκβιασμού και πειθαναγκασμού.
– Και τώρα που …το «όχι» αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του «ναι»;
– Με κάποιο τρόπο, αργά ή γρήγορα, το «ναι» θα ξαναγίνει «όχι». Το «όχι» ήταν πάντα για τους Έλληνες η σωστή, η ξεκάθαρη, ιστορική απάντηση.
* Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός