Αμέσως μετά την κατάληψη του νησιού οι ναζί έδειξαν τις πραγματικές διαθέσεις τους. Η τιτάνια αντίσταση του λαού τους είχε εξοργίσει. Και ο ίδιος ο Χίτλερ ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία για να δαμάσει τη θέληση των κατοίκων του νησιού για αντίσταση.
Οι πρώτες ώρες μετά την κατάληψη του νησιού σήμαναν και την πολιτική των κατακτητών που θα ακολουθούσε. Επιστρατεύθηκαν μικροί και μεγάλοι για την ταφή των νεκρών που σε προχωρημένη σήψη λόγω και του πρωτόγνωρου για την εποχή καύσωνα προκαλούσαν εκτός από φρικιαστικό θέαμα και μια αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Για τα σχέδιά τους κανένας δεν ήξερε τίποτα. Είχαν καταφέρει να υπάρχει ένας εφησυχασμός ακόμα κι όταν γίνονταν συλλήψεις.
Κανένας δεν πίστευε ότι θα πάθει κακό. Κι όμως η συμφορά πλησίαζε.
Ενώ και το Ρέθυμνο πλήρωσε ακριβά την αντίστασή του, άλλες περιοχές τόποι θυσίας προβάλλονται σε σχετικά αφιερώματα. Κι εμείς αδιαφορούμε.Για τη δικαίωση όμως εκείνων των νεκρών επανερχόμαστε με ένα αφιέρωμα σε κείνα τα γεγονότα. Γιατί τους αξίζει η αναφορά σαν αιώνιο μνημόσυνο.
Με την ανατολή του Ιούνη ξεκίνησαν και τα φρικτά αντίποινα. Εμπνευστές του σχεδίου της μαζικής εξόντωσης ήταν ο Γερμανός σμήναρχος Στουρμ που δεν μπορούσε να ξεπεράσει με τίποτα την καταισχύνη της αιχμαλωσίας του και τη διάλυση του συντάγματός του στο Ρέθυμνο. Εκτελεστές του φρικτού σχεδίου ο Ταγματάρχης Χανς Κρωχ και ο Υπολοχαγός του Άρνολντ Φον Ρουν. Το πρώτο χωριό που πλήρωσε μερτικό για τη συμμετοχή του στην άμυνα, ήταν το Αστέρι.
Ξημέρωμα σχεδόν της Κυριακής 1ης του Ιούνη, έφτασαν Γερμανοί, έζωσαν το χωριό και μάζεψαν όλους τους άνδρες στο καφενείο, υποχρεώνοντάς τους να είναι όλοι στραμμένοι στον τοίχο.
Κατά τις 11:00 το πρωί πήραν καμιά δεκαριά και τους έφεραν στο ανατολικό ύψωμα του χωριού. Εκεί τους έβαλαν να σκάψουν ένα μεγάλο λάκκο. Αυτοί υπάκουσαν βέβαια πιστεύοντας ότι οι Γερμανοί θα τοποθετούσαν εκεί ένα μεγάλο κανόνι. Που να ξέρουν τι θα επακολουθούσε. Μόνο ένας ο Κώστας Δευτεραίος φοβήθηκε το χειρότερο. Κατάφερε να διαφύγει κι έτσι σώθηκε. Μόλις ανοίχτηκε ο λάκκος η φρουρά κατέβασε τους Αστεριανούς που έσκαψαν κάτω και κατά τις 12 πήραν 15 και τους μετέφεραν νοτικά όπου και τους εκτέλεσαν.
Δυο μόνο σώθηκαν τότε ο Μανόλης Καλαρής και ο στρατιώτης Μανόλης Αντωνάκης από το Ρουμελί.
Η σειρά του Άδελε
Αμέσως την επομένη ήρθε η σειρά του Άδελε. Από εδώ οι ναζί μάζεψαν 18 και τους εκτέλεσαν στη Σαρακίνα.
Ανάμεσα στους 18 ήταν ο πατέρας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού, αλλά και ο παππούς και ο πατέρας του διακεκριμένου πανεπιστημιακού κ. Γιώργου Αλεξανδράκη.
Από τις οικογένειες που έπληξε περισσότερο η εκτέλεση στη Σαρακίνα ήταν των Κονταξάκηδων. Ήταν από τους νοικοκύρηδες του χωριού και τους πλέον αξιοσέβαστους. Από την ηρωική αυτή οικογένεια τρεις αντίκρισαν το εκτελεστικό απόσπασμα εκεί στη Σαρακίνα.
Και πριν από την εκτέλεση αυτή έβαλαν οι ναζί τους μελλοθάνατους να σκάψουν το λάκκο τους.
Η εκτέλεση αυτή άργησε να γίνει γνωστή. Οι οικογένειες των εκτελεσθέντων έμεναν με την εντύπωση ότι είχαν οδηγήσει τους ανθρώπους τους σε αγγαρεία.
Για μέρες κάποιες γυναίκες εκτελεσθέντων και συγγενείς περιφέρονταν από τόπο σε τόπο αναζητώντας νέα των ανθρώπων τους αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Τελικά έγινε γνωστή και η τραγωδία αυτή. Οι σκηνές που ακολούθησαν θύμιζαν αρχαία τραγωδία με τους συγγενείς των θυμάτων να προσπαθούν από σημάδια να καταλάβουν ποιος ήταν ο δικός τους νεκρός.
Έμεινε κι η Σαρακίνα τόπος θυσίας να θυμίζει το μεγαλείο του Κρητικού που ξέρει να ταπεινώνει και τον ίδιο το θάνατο όταν με τη θυσία του προσφέρει λύτρα για τη λευτεριά.
Την επομένη ξαναγύρισαν στο Αστέρι που το κατέκαυσαν ολοσχερώς όπως και 12 σπίτια κατά μήκος του δρόμου προς το Χαμαλεύρι.
Εδώ στο Αστέρι σημειώθηκε και η πρώτη πράξη αντίστασης από την Ευαγγελία Πολιουδάκη.
Είχε σηκωθεί πρωί ή άτυχη μάνα να ετοιμάσει το κόλλυβο του παιδιού της όταν φάνηκαν Γερμανοί στην αυλή της. Ένας από αυτούς πλησίασε και κλώτσησε με δύναμη αναποδογυρίζοντας το πιάτο με το κόλλυβο. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την οργή της μάνας που αρπάζοντας ένα ξύλο επιτέθηκε στο Γερμανό. Ένας άλλος στρατιώτης όμως πρόλαβε και τη γάζωσε με το όπλο του. Ίδια τύχη είχε και ο άνδρας της που έσπευσε να τη βοηθήσει. Ακόμα και το σκύλο σκότωσαν οι αδίστακτοι εισβολείς για να μην υπάρχει άλλος μάρτυρας της θηριωδίας τους.
Κανένας δεν είχε αντιληφθεί τη γειτόνισσα απέναντι που είχε παρακολουθήσει τα γεγονότα και τα αφηγήθηκε στη συνέχεια.
Το ματωμένο χρονικό στη Λούτρα
Την Τρίτη 3 Ιουνίου 1941 ήρθε η σειρά της Λούτρας. Οι Γερμανοί ακολούθησαν την ίδια διαδικασία. Έζωσαν σε ασφυκτικό κλοιό το χωριό και με βίαιο τρόπο, σπρώχνοντας και κλωτσώντας συγκέντρωσαν τους άνδρες από 16 χρόνων και πάνω στο «Λάκκο» στο δρόμο κάτω από το Δημοτικό Σχολείο.
Ανάμεσά τους ο ηρωικός ιερέας Μανόλης Καλλέργης που πήρε άθελά του τη θέση του Διονυσίου Ψαρουδάκη. Έναν ρασοφόρο είχαν εντοπίσει οι παρατηρητές που φωτογράφιζαν και κινηματογραφούσαν τα γεγονότα με εντολή του Χίτλερ, να πολεμά σαν λιοντάρι στον Πηγιανό Κάμπο. Και νόμιζαν πως τον βρήκαν στη θέα του Λουτριανού εφημέριου.
Όταν αντίκρισαν για πρώτη φορά τον παπα-Μανόλη δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία. Όταν όμως έκανε ένα βήμα μπροστά ασυναίσθητα και πρόβαλε η γκιλότα με τα στιβάνια οι δήμιοι τον άρπαξαν με ειρωνείες του στυλ «Απέξω μαντάμ και από μέσα καπιτάν» και τον έβαλαν στη σειρά για εκτέλεση.
Ο Μανόλης Αντωνογιωργάκης ήταν 41 χρόνων όταν τον συνέλαβαν. Το πρωί εκείνης της μέρας είχε διαδοθεί στο χωριό ότι θα περάσουν οι Γερμανοί να πάρουν άτομα για αγγαρεία. Προκειμένου να την αποφύγει είχε σκεφτεί να κρυφτεί στην καμινάδα του σπιτιού του. Η γυναίκα του όμως από φόβο μην σκοτώσουν και τα παιδιά της οι Γερμανοί αν τον ανακαλύψουν στον κρυψώνα που σκέφτηκε, τον απέτρεψε. Κι ήταν μια κίνηση που απέβη μοιραία γι’ αυτόν.
Ο Δημήτρης Μιχελιουδάκης ήταν 28 χρόνων. Μόλις είχε έρθει από το μέτωπο. Είχε ακόμα επιδέσμους στο κεφάλι από ανοικτό τραύμα που του είχε προκαλέσει τραύμα στην Αλβανία όπου πολεμούσε. Βρισκόταν με άδεια, λόγω του τραύματος, στο χωριό του όπου όμως ήταν γραφτό να αντικρίσει το εκτελεστικό απόσπασμα.
Ο Μανόλης Ορφανουδάκης, 39 ετών, είχε ξυπνήσει νωρίς εκείνο το πρωί. Βιαζόταν να πάει να θερίσει το χωράφι του, που ήταν στο διπλανό χωριό, στην Αγία Τριάδα. Ετοίμαζε το κολατσιό του. Και λίγο πριν να το βάλει στο βουργιάλι και να φύγει βιαστικά για να προλάβει τη μέρα μπήκαν οι Γερμανοί και τον άρπαξαν.
Ο Κωστής Παλιεράκης, 29 χρόνων, ήταν επίσης αδειούχος αλλά δεν πρόλαβε καλά-καλά να δει τους δικούς του. Όταν τον συνέλαβαν δεν κατάλαβε στην αρχή τον λόγο. Υπέθεσε ότι θα τον έπαιρναν για αγγαρεία και τους ακολούθησε. Απέφυγε βέβαια να τους αποκαλύψει ότι ήταν στρατιώτης. Τελικά ούτε κι αυτή η πρόνοια να κρατήσει μυστική την ιδιότητά του τον έσωσε.
Ο Κωστής Περακάκης, ετών 39, σαν να κατάλαβε αμέσως τι τον περίμενε, κούνησε το χέρι του αποχαιρετώντας τη γυναίκα του. Εκείνη όμως χωρίς να σκεφτεί τον κίνδυνο ακολουθούσε ξωπίσω κλαίγοντας και επαναλαμβάνοντας λαχανιασμένη το όνομα του άνδρα της. Κάποια στιγμή εκείνος της κούνησε το χέρι για στερνή φορά «Αντίο Μαρία μου της είπε. Αντίο για πάντα».
Ανάμεσα στους μελλοθάνατους και ο Θανάσης Σφακιανάκης, 41 ετών. Ήταν ο ταχυδρόμος του χωριού. Δεν ήξερε ποια ήταν η νέα του αποστολή έτσι που τον έσερναν. Ένιωθε πίσω του τον δεκάχρονο γιο του το Δημήτρη ν’ ακολουθεί . «Μπαμπά, μπαμπά» του φώναζε με λυγμούς αλλά εκείνος δεν μπορούσε ούτε να του απαντήσει για να τον παρηγορήσει.
Ο Μιχάλης Τερζιδάκης, ετών 25, ο νεότερος απ’ όλους ήταν επίσης στρατιώτης. Ακόμα δεν είχαν συνέλθει τα πόδια του από τα κρυοπαγήματα που έπαθε πολεμώντας στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Κούτσαινε ακόμα όπως ακολουθούσε τους δημίους του στη μαρτυρική πορεία προς τον θάνατο.
Ο Γιάννης Τουτουντζιδάκης, 56 χρόνων, είχε αργήσει εκείνο το πρωί να πάει στο Περβόλι του στη θέση «Κόκκινου». Εκεί στη στροφή του Αρσανιώτικου δρόμου έπεσε πάνω στο απόσπασμα. Ο επικεφαλής αξιωματικός τον κοίταξε για λίγα λεπτά σαν να τον ζύγιαζε. Πράγματι έδειχνε άνδρας με ψυχή και η γενειάδα του, πένθος για τον αδελφό του Διονύσιο ηγούμενο Αρσανίου, του πρόσθετε μεγαλοπρέπεια. Κι ήταν αρκετό στοιχείο για να ληφθεί ως πολεμιστής στη μάχη της Κρήτης και να συλληφθεί.
Ο Μιχάλης Τουτουντζιδάκης, 37 χρόνων, είχε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ στο σπίτι του αδελφού του Γιώργη απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Φωτεινής. Είχε βολευτεί στο κατώι γιατί εκεί ένιωθε περισσότερο ασφαλής. Το πρωί ξεκίνησε για το σπίτι του αλλά λίγο πριν φθάσει στην πόρτα τον πρόλαβαν οι Γερμανοί και σέρνοντας τον πήγαν με τους άλλους.
Όλοι τους οι ήρωες αυτοί φέρθηκαν σαν γνήσιοι Κρητικοί. Ακόμα και την τελευταία τους στιγμή ταπείνωσαν τον εχθρό τηρώντας μια αγέρωχη στάση. Όρθωσαν το κορμί τους και κοίταξαν με περιφρόνηση τις κάνες που τους σημάδευαν. Έπεσαν σαν τα κυπαρίσσια που υπάρχουν σήμερα εκεί στον τόπο της θυσίας τους.
Ένας μόνο κατάφερε να ξεγελάσει τον θάνατο. Ήταν ο Μανόλης Περακάκης 61 χρόνων. Από εξαιρετική εύνοια της τύχης η σφαίρα τον πέτυχε στο σαρίκι του. Ακόμα κι ο ίδιος απόρησε με το θαύμα της σωτηρίας του. Ήταν όμως γραφτό να μείνει ως ένας αξιόπιστος μάρτυρας της τραγωδίας και να ξέρουμε τις τελευταίες στιγμές εκείνων των ηρώων.
Έτσι γράφτηκε το ματωμένο χρονικό στη Λούτρα. Αμέσως μόλις οι Γερμανοί απομακρύνθηκαν έχοντας τελειώσει την αποστολή θανάτου ο τόπος της θυσίας γέμισε από γυναικόπαιδα που έκλαιγαν σπαρακτικά τους ανθρώπους τους. Θρήνος και κατάρες γέμιζαν την ατμόσφαιρα. Τραγικές φιγούρες και τα παιδιά που ζούσαν μια τέτοια στιγμή αποκάλυψης. Αυτή που θα στοίχειωνε σε όλη τους τη ζωή.
Πως σώθηκε η Πηγή
Πολλά έχουν συζητηθεί για την εξαίρεση της Πηγής από τα αντίποινα των ναζί.
Σύμφωνα με μια από τις παραδόσεις αυτές ζούσε στην Πηγή ένας εκλεκτός άνθρωπος, ο Μανόλης Χατζάκης, ο οποίος έτυχε να βρεθεί στο στρατόπεδο του Γκέρλιτς. Εκεί γνώρισε μια Γερμανίδα με την οποία απέκτησε ένα παιδί. Πέρασε ο καιρός επέστρεψε στον τόπο του, μόνος, γιατί η γυναίκα του αρνήθηκε να τον ακολουθήσει.
Όταν μπήκαν τον Ιούνη του 41 οι Γερμανοί στην Πηγή ανάμεσα στους άνδρες που συνέλαβαν για να εκτελέσουν ήταν και ο Χατζάκης. Όταν τους έβαλαν να σκάψουν τον λάκκο τους έπεσε από το σακάκι του το πορτοφόλι του. Αμέσως πλησίασε ο επικεφαλής αξιωματικός και το έπιασε. Έτσι μισάνοικτο όπως το βρήκε μια φωτογραφία τράβηξε την προσοχή του. Ρώτησε τον Χατζάκη τι σχέση είχε με τη γυναίκα και το παιδί που ήταν στη φωτογραφία και όταν έμαθε ότι επρόκειτο για τη γυναίκα και τον γιο του ο Γερμανός τον αγκάλιασε συγκινημένος. Ήταν ο γιος του.
Η ιστορία αυτή, κατά τον αξέχαστο Μάρκο, ήταν αρκούντως ρομαντική και κατάλληλη μόνο για ταινία. Απείχε όμως από την ιστορική αλήθεια.
Τη δική του εκδοχή διαβάσαμε στο βιβλίο του, τον πρώτο τόμο της Μάχης της Κρήτης στο Ρέθυμνο. (1993). Και είναι η εξής:
Οι Πηγιανοί στάθηκαν οι πιο τυχεροί απ’ όλους στην περιφέρεια της μάχης. Μετά την απελευθέρωση των αιχμαλώτων αλεξιπτωτιστών και την παράδοσή των Αυστραλών και Ελλήνων στρατιωτών, η έδρα του Φρουραρχείου Πηγής μετατράπηκε σε έδρα του 2ου Συντάγματος αλεξιπτωτιστών με διοικητή τον Συνταγματάρχη Αλφρεντ Στούρμ.
Αυτός και το επιτελείο του ανάλαβε υπηρεσία και εγκαταστάθηκε στο καλύτερο σπίτι της Πηγής.
Οι αλεξιπτωτιστές συγκέντρωσαν περί τους 50 άνδρες Πηγιανούς και μερικούς περιπλανώμενους στρατιώτες. Τους έκλεισαν στο πρώην στρατόπεδο των αιχμαλώτων αλεξιπτωτιστών και διέρρευσε η πληροφορία ότι θα τους εκτελέσουν.
Δυο Πηγιανοί γνώστες της γερμανικής έσωσαν τους υπόλοιπους. Ο Μανόλης Χατζάκης που είχε ζήσει στη Γερμανία και φημολογούνταν τότε πως είχε συναντηθεί με τον γιο του που ήταν αλεξιπτωτιστής. Ο Χριστόφορος Χαμαράκης, ένας ευχάριστος τύπος που σκλάβωνε με το χαμόγελό του. Αυτός μου είχε διηγηθεί μετά τη μάχη το παρακάτω περιστατικό:
Τη δεύτερη μέρα της πτώσης των αλεξιπτωτιστών είδε στην Πηγή δυο γνωστούς του Αυστραλούς να συνοδεύουν έναν Γερμανό αιχμάλωτο, γυμνό από τη μέση και πάνω. Τους κάλεσε στο σπίτι του και τους πρόσφερε γάλα. Ο Γερμανός φαινόταν πολύ στενοχωρημένος και δεν μιλούσε. Ευχαρίστησαν κι έφυγαν για το στρατόπεδο που βρισκόταν στην άκρη του χωριού.
Όταν ο Χριστόφορος έμαθε ότι θα εκτελέσουν τους χωριανούς του ζήτησε να μιλήσει στον διοικητή των αλεξιπτωτιστών, βασιζόμενος στα άπταιστα γερμανικά που μιλούσε. Οι σκοποί τον παρουσίασαν στον συνταγματάρχη τους και τότε ο Χριστόφορος αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον αιχμάλωτο που είχε φιλοξενήσει με τους Αυστραλούς στο σπίτι του.
Έτσι κατάφερε ο Χαμαράκης να σώσει τους χωριανούς του και μόνο δυο στρατιώτες κρατήθηκαν και τα ίχνη τους δεν ξαναβρέθηκαν. Ο ένας ήταν ο λοχίας Στρατής Βαλέργας από την Καρέ.
Πηγές:
Εύας Λαδιά: Μετά τη μάχη της Κρήτης – Αντίποινα
Αρχείο Κωστή Γ. Καλλέργη (ΚΙΓΚ)
Αρτεμισίας Τουτουντζιδάκη-Στρατάκη: «Η μαύρη Τρίτη: 3 Ιουνίου 1941 Η «περίπτωση της Λούτρας»
Μάρκου Πολιουδάκη: Η Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο Α’ τόμος (1993)
Μαρτυρία Γιώργου Χατζάκη επιχειρηματία.