Είχε κάτι το ξεχωριστό η Απόκρια στο Ρέθυμνο το 1960. Ήταν πιο αναβαθμισμένη αισθητικά με άρματα που ακόμα αναφέρονται σε συζητήσεις παλιών Ρεθεμνιωτών. Όλοι οι φορείς είχαν βάλει το λιθαράκι τους ακολουθώντας το πρόσταγμα της Περιηγητικής.
Στα τέλη Φεβρουαρίου ήταν η μεγάλη αποκριάτικη παρέλαση του Καρναβαλιού στο Ρέθυμνο με την προσωπική φροντίδα και το μεράκι της Περιηγητικής Λέσχης. Για μέρες πολλές οι ρέκτες της εποχής συμπολίτες, είχαν αφοσιωθεί στην προσπάθεια να παρουσιάσει η πόλη τους μια εκδήλωση ξεχωριστή.
Πόσα ξενύχτια, πόση κούραση, αλλά και πόσο όμορφες στιγμές μεταξύ φίλων που δούλευαν και διασκέδαζαν αδελφωμένοι.
Καρναβάλι με μηνύματα
Θυμάται ένας από τους στενούς συνεργάτες της Περιηγητικής Λέσχης στην προετοιμασία των αρμάτων, ο κ. Μπάμπης Πραματευτάκης, ο ακούραστος συμπολίτης που πρωταγωνιστεί πάντα στα πολιτιστικά μας δρώμενα.
«Η φιλοσοφία μας ήταν ότι το καρναβάλι δεν είναι μόνο φαντασμαγορία, αλλά θα πρέπει να υπάρχει και έντονο σατιρικό περιεχόμενο στα εορταστικά δρώμενα. Τα θέματα ήταν στην πλειοψηφία τους παρμένα από την επικαιρότητα και ήταν βασικό το θέαμα να μην είναι μόνο θέαμα. Σατιρίζαμε όσα ήταν ο καθημερινός μας βραχνάς Η καθημερινότητα του απλού επαγγελματία που προσπαθεί τα βγάλει πέρα, οι δημόσιες υπηρεσίες αλλά και άλλα πολλά, αποδίδονταν με άφθονο χιούμορ και έβρισκαν έτσι τη θέση τους στο πλαίσιο των εκδηλώσεων. Επίσης η Περιηγητική Λέσχη, που ήταν κατά το παρελθόν ο πιο βασικός φορέας στην οργάνωση του καρναβαλιού, φρόντιζε πάντα να το πλουτίζει με αρκετά παραδοσιακά στοιχεία. Βασικότερα από τα στοιχεία αυτά ο Βασιλιάς Καρνάβαλος και η Βασίλισσά του, που δίχως αυτούς δε γινόντουσαν απόκριες. Ο Καρνάβαλος με το άρμα του κατευθυνόταν στην πλατεία των Τεσσάρων Μαρτύρων και ‘κει -από το μπαλκόνι του Γιώργη Δεληγιωργη- γινόταν η προσφώνηση του δημάρχου προς το Βασιλιά… Έπρεπε να ακούγατε τον αξέχαστο Λευτέρη Κορωνάκη. Ήταν υπέροχος».
Σπουδαία άρματα
Εκείνη τη χρονιά το 1960 παρέλασαν άρματα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Τα ρεπορτάζ της εποχής μας δίνουν την εικόνα ενός Βασιλιά του γέλιου που χαιρετούσε τον λαό του καθισμένος σε ένα θρόνο αφάνταστης μεγαλοπρέπειας και πλούτου, περιστοιχισμένος από τους αυλικούς του και την πολυπληθή ακολουθία του. Το άρμα του Καρνάβαλου κατέπληξε τους πάντες με την αίγλη και την ομορφιά του.
Ποτέ ο Καρνάβαλος δεν εκάθισε σε τέτοιο θρόνο.
Η Βασίλισσα του Καρναβαλιού από την άλλη έδειχνε αληθινή θεά- αποκορύφωμα της χάρης σε ομορφιά και γοητεία. Με τη σαγήνη Αφροδίτης αναδυόταν από το κοχύλι της, εξαιρετικής κατασκευής, που συμπλήρωνε το ονειρεμένο ντεκόρ στο δικό της άρμα. Και τα δύο αυτά άρματα που ενθουσίασαν τον κόσμο έδωσαν μια πρωτοπορία στην αξιολόγηση εκείνου του καρναβαλιού του 1960 που θεωρείται από τα ομορφότερα.
Άρματα με μηνύματα
Αξέχαστα παραμένουν σε όσους τα απόλαυσαν και τα άρματα της παρέλασης.
Το άρμα «χελώνα» ήταν μια σάτιρα για τον πολιτισμό που κι εκείνη την εποχή θεωρούσαν οι εμπνευστές και κατασκευαστές πως προχωρούσε με ρυθμούς χελώνας. Το άρμα οδηγούσε ο μικρός τότε Γιάννης Παπαδογιάννης. Πόσο πέρασε τώρα το μήνυμα που έστελνε το άρμα αυτό, δεν θα το μάθουμε ποτέ.
– Το Άρμα των «Αγρίων», ήταν μια ζωντανή και πολύ παραστατική σκηνή που τη συναντάμε καθημερινώς στη ζωή, με μόνη διαφορά, ότι οι στολές και τα ντεκόρ ήταν διαφορετικά.
– Η «Χιονάτη με τους επτά νάνους», με έντονη την παρουσία της Ρούσας Λίτινα, ήταν κάτι το ονειρώδες σε ομορφιά και μεγαλοπρέπεια. Τα περισσότερα παιδιά του σταθμού που διεύθυνε η κυρία Λίτινα αποτελούσαν το πλήρωμα αλλά και παιδιά γνωστών μεγάλων οικογενειών, όπως η Φέφη και ο Μιχάλης Βαλαρής.
Το Ρέθυμνο γιόρταζε με την καρδιά του κι ας ήταν μια εποχή σαν τη σημερινή με το κύμα της μετανάστευσης να ερημώνει την πόλη. Αυτοί που έμεναν πίσω προσπαθούσαν να δώσουν κίνητρα και κουράγιο για να ενταχθεί ξανά το Ρέθυμνο στην τροχιά της ανάπτυξης.
Θα πρέπει να τα τονίζουμε αυτά στην εποχή μας, που τα τεράστια προβλήματα μας έχουν γονατίσει και φως δεν φαίνεται από πουθενά.
Καιρός τώρα να κάνουμε κάποιες συγκρίσεις.
Σήμερα το βάρος πέφτει στις ομάδες. Σε ‘κείνο το καρναβάλι τα πρόσωπα προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τον κόσμο, όπως ο αξέχαστος Μάρκος Γιουμπάκης. Κανένας από τους παλιούς δεν ξεχνούσε το παραλήρημα γέλιου που προκαλούσε κρατώντας δοχείο νυκτός και …λουκάνικα.
Ο Μάρκος έδινε πνοή όπου κι αν στεκόταν. Ήταν ο άνθρωπος που απολάμβανε τη ζωή κι ήθελε να παρασύρει κι άλλους στην πραγματική φιλοσοφία του ευ ζειν.
Πάντα βέβαια εντοπίζουμε διαφορές. Κι είναι φυσικό να υπάρχουν ανάλογα την εποχή.
Βέβαια οι διαφορές με το παρελθόν δε περιορίζονταν μόνο στα θέματα και τo περιεχόμενο της γιορτής.
Σήμερα είναι οι ομάδες που δίνουν χρώμα και παλμό στο Καρναβάλι. Εκείνη την εποχή όμως οι Απόκριες ήταν γιορτή που ξεσήκωνε όλη την πόλη. Είχε κυρίως οικογενειακό χαρακτήρα.
Στο γλέντι βέβαια σε κάθε εποχή δεν υστερεί κανένας. Ολονύκτια τα γλέντια τότε, μέχρι το ξημέρωμα και τα πάρτι των ομάδων στις μέρες μας. Άλλο παρέα όμως κι άλλο ομάδα.
Μας είχε πει κάποτε η «ψυχή» της διοργάνωσης Κώστας Καννάς.
«Εκείνη την εποχή που δρούσαμε δεν υπήρχαν οι ομάδες των 200ων ή 300ων ατόμων που έφτιαχναν το καρναβάλι, αλλά παρέες και αυτό είναι ενδεικτικό μιας νοοτροπίας άλλης εποχής που εκλείπει όλο και περισσότερο.
Ο χρόνος μετέβαλε και τη σχέση μας με τα υλικά και τις κατασκευές. Τότε το καρναβάλι ήταν «χειροποίητο», τα πάντα – μάσκες, κοστούμια, άρματα, παιχνίδια – κατασκευάζονταν στο Ρέθυμνο από Ρεθυμνιώτες. Σήμερα οι ομάδες επιμελούνται κυρίως το άρμα και σε μεμονωμένες περιπτώσεις ούτε καν αυτό. «Αν δε το φτιάξεις ο ίδιος, δε το ζεις», μας έλεγε πάντα ο Κώστας Καννάς. Κι είχε τόσο δίκιο.
Είναι φυσικό κάθε εποχή να έχει τη δική της φιλοσοφία. Ο χρόνος απέδειξε ότι αν δεν υπήρχαν οι ομάδες σίγουρα δεν θα είχαμε και Καρναβάλι. Ζήσαμε απόπειρες που ήταν άκρως απογοητευτικές. Κι όπως τις συγκρίνουμε με το σήμερα υποκλινόμαστε στο πάθος αυτών των νέων ανθρώπων να δώσουν στο καρναβάλι παλμό, έστω κι αν το κάνουν για την… τιμή της ομάδας.
Η τεχνολογία επίσης σήμερα βοηθά για ένα αρτιότερο αποτέλεσμα. Πέρασε ανεπιστρεπτί ο καιρός που γύριζαν πόρτα πόρτα τα μέλη της Περιηγητικής Λέσχης για να εξοικονομήσουν υλικά για την κατασκευή των αρμάτων. Είχε όμως κι εκείνη η εποχή τη χάρη της. Γι’ αυτό και τη θυμούνται με τόση νοσταλγία όσοι την έζησαν.