Της ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΒΑΜΒΟΥΚΑ
Στα χρόνια της απελπισιάς, της θάλασσας το Σούλι
-τιμώντας τον αρχαίο τον παιάνα- ζωσμένο στ’ άρματα
αναφωνεί:
«Ίτε παίδες Ελλήνων»!
Στα χρόνια της πικρής σκλαβιάς, των Τουρκομάχων το νησί
παλεύει για τη λευτεριά, για να γενεί ξανά κλαδί μ’ ανθούς
στον εθνικό κορμό!
Τη ζηλευτή την κόρη πλησιάζουνε μνηστήρες νέοι ύπουλα,
μα τ’ άγιο σώμα της πληγώνεται απ’ του Οθωμανού τ’ αχόρταγο
τουφέκι!
Και πριν προλάβουνε να κλείσουν οι πληγές απ’ το πλάνο
των Φράγκων το χέρι
και πάλι ξανανοίγουνε από του Τούρκου το σπαθί
τ’ αλύπητο!
Ακολουθούν μάχες σκληρές, μα των Μεγάλων τα κανόνια
ανυπόκριτα τώρα πια
ξερνούν θανατερά τα βόλια στο Ακρωτήρι π’ άναψε τη φλόγα!
Κι εκείνη την άνοιξη του 97, Αγγλογάλλοι, Ρώσοι κι Ιταλοί
καταπατούν τον άγιο τόπο, ενώ η Πύλη προσδοκεί,
ενώ οι Κρήτες υπομένουν!
Μα σαν αστέρι φωτεινό πάνω σε στέμμα πριγκιπικό
λάμπ’ η ελπίδα τώρα!
Ο σταυραϊτός της Κρήτης-πάντοτε μπροστά-
με τόσα παλληκάρια ορθώνεται στο Θέρισσο
π’ άνοιξε το δρόμο…
Το δρόμο που γενόμενος πότε πηγή δροσάτη
πότ’ έρημος ατέρμονη, πότε πεδίο
άνισων μαχών οδηγεί τους μαχητές τσ’ ακούραστους
στην αγκαλιά της μάνας γης!
Στων κουρσάρων τα ίχνη, στα νοτισμέν’ απ’ το αίμα
χώματα φυτρώνουν τ’ άνθη της ελπίδας για μια
Ελλάδα λεύτερη,
για μια πατρίδα ενωμένη!
Και στου Φιρκά το φρούριο υψώνεται για πάντα
το σύμβολο το ιερό
αγώνες δικαιώνοντας των πέτρινων αιώνων!
Τ’ άξια τέκνα της Ελλάδας δε ζουν στην υποτέλεια.
Από τη γη του Ψηλορείτη ως τις μακεδονίτικες κορφές
γνωρίζουν πώς φυλλάτουν Θερμοπύλες!
Μα σαν εγίν’ η Μεγαλόννησος ελεύθερη,
σαν δέθηκε με τσ’ άρρηκτους δεσμούς με την πατρίδα,
δικαίωση δε φάνηκε!
Μέσα στου Εθνικού του Διχασμού το σκότος,
της Αμύνης τα παιδιά παλεύουν
για τα νέα ιδεώδη!
Και σαν ορίζουν πια τη γη τους, αφού ορίζουν πια
τον τόπο τους, αγκαλιάζοντας της Ιωνίας
τ’ αδέρφια τα πολύπαθα,
εμπρός προχωρούν ενωμένοι!
Οι μαχητές της λευτεριάς το νέο ζυγό του 36 δε βαστούν.
Και πάλι αγωνίζονται, μα η Ιθάκη μακριά…
Και φτάνει τέλος και τ’ αγκυλωτού σταυρού η ώρα!
Η Κρήτη -κόλαση φλεγόμενη- άοπλη χτυπά
Την «αιχμή της ναζιστικής λόγχης»,
άοπλη πολεμά τους σιδερένιους εισβολείς…
Ο Φασισμός -με νίκη πύρρεια- μετρώντας τα αμέτρητα συντρίμμια,
χτυπά μ’ οργή το δίκαιο, που στάθηκε εμπόδιο στο σκότος.
Μα έφτασε και της Ιστορίας η ώρα, που ελευθερώνει τους ελεύθερους,
που δικαιώνει τους δίκαιους, που δικάζει τους άδικους!
Στα χρόνια της απελπισιάς του σήμερα, της θάλασσας το Σούλι
ζωσμένο στην απόγνωση, ξανά αναφωνεί:
«Ίτε παίδες Ελλήνων»!