Έρευνα και εστιασμένη παρέμβαση σε σχολεία του Ρεθύμνου για τη μείωση του εκφοβισμού και την υποστήριξη ευάλωτων παιδιών με ή και χωρίς ειδικές ανάγκες, είναι μια ολοκληρωμένη πρόταση του τμήματος Ψυχολογίας και Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Κρήτης, έχει σχεδιαστεί εδώ και καιρό, ενώ πρόκειται να ξεκινήσει το αμέσως επόμενο διάστημα.
Το πρόγραμμα αυτό τυχαία συμπίπτει με την τραγική υπόθεση του 20χρονου σπουδαστή Βαγγέλη Γιακουμάκη και το σοβαρό ζήτημα του σχολικού εκφοβισμού ή αλλιώς bullying που «άνοιξε» πρόσφατα, αφού πολύ ενωρίτερα η ακαδημαϊκή κοινότητα σε συνεργασία με την εκπαιδευτική κοινότητα, έχοντας αντιληφθεί ότι το φαινόμενο σε σχολεία του Ρεθύμνου είναι υπαρκτό, αναζήτησαν τρόπους αντιμετώπισής του. Έχοντας και την στήριξη του Δήμου, κατέληξαν στην απόφαση υλοποίησης όχι απλά μιας έρευνας που θα καταγράψει στατιστικά στοιχεία, αλλά και στοχευμένης παρέμβασης στη συνέχεια.
Η έρευνα θα γίνει σε σχολεία όλου του Νομού, θα υπάρξει προσπάθεια να γίνει σε όλα, αρχής γενομένης από σχολεία όπου το φαινόμενο του εκφοβισμού, όπως έχει γίνει αντιληπτό από εκπαιδευτικούς, εμφανίζει αυξημένα ποσοστά.
Το συγκεκριμένο Ερευνητικό -Εφαρμοσμένο (παρεμβατικό) πρόγραμμα στοχεύει ερευνητικά:
α) Στη διερεύνηση των επιπτώσεων του ενδοσχολικού εκφοβισμού.
β) Σε μία πιλοτική έρευνα για να αναδείξει τα σχολεία στα οποία εμφανίζεται σοβαρό πρόβλημα εκφοβισμού, στην περιοχή του Ρεθύμνου.
γ) Στην εφαρμογή ενός εξατομικευμένου προγράμματος ενίσχυσης της ψυχικής ανθεκτικότητας θυμάτων και ευάλωτων ομάδων μαθητών, καθώς και των θυτών-θυμάτων.
Το ερευνητικό πρόγραμμα περιλαμβάνει τρία ερευνητικά σχέδια και αφορά: (α) ψυχική ανθεκτικότητα και ευάλωτες ομάδες μαθητών με ή χωρίς ΕΕΑ, (β) αναπαραστάσεις/αντιλήψεις εκπαιδευτικών για τον ενδοσχολικό εκφοβισμό για μαθητές με ή χωρίς ΕΕΑ και πρακτικές αντιμετώπισης (γ) εκφοβισμός και τραυματικές επιπτώσεις.
Το πρακτικό μέρος, μέσα από μία πιλοτική έρευνα, στοχεύει να αναδείξει τα σχολεία στα οποία εμφανίζεται σοβαρό πρόβλημα εκφοβισμού και βίας, στην περιοχή του Ρεθύμνου και εν συνεχεία την εφαρμογή ενός πιλοτικού εξατομικευμένου αποτελεσματικού προγράμματος παρέμβασης σε ενδεικτικά σχολεία, το οποίο θα προάγει την ψυχική ανθεκτικότητα θυμάτων και ευάλωτων ομάδων μαθητών, καθώς και θυτών-θυμάτων. Ένα προγράμμα, το οποίο θα έχει και συνέχεια με την εμπλοκή-ευθύνη του σχολείου ή άλλων υπηρεσιών (Δήμος, ΚΕΔΗΡ).
Επιστημονικός υπεύθυνος του ερευνητικού προγράμματος και της στοχευμένης παρέμβασης, είναι ο καθηγητής, διευθυντής Εργαστήριου Ψυχολογίας και Ειδικής Αγωγής του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ηλίας Κουρκούτας, ο οποίος τονίζει ότι για την επιτυχία αυτού του φιλόδοξου προγράμματος απαιτείται η βοήθεια όλων, εξηγεί στα «Ρ.Ν.» τον στόχο της ολοκληρωμένης αυτής πρότασης:
«Στόχος του προτεινόμενου προγράμματος παρέμβασης είναι να συνδυαστούν οι ερευνητικές- ακαδημαϊκές ικανότητες και γνώσεις των μελών της επιστημονικής επιτροπής, με την εμπειρία και τις γνώσεις των ανθρώπων που σχετίζονται με τα σχολεία (πεδίο δράσης) (εκπαιδευτικοί, μαθητές, γονείς), και με τη διαμεσολάβηση ειδικών επαγγελματιών (σχολικός ψυχολόγος, κοινωνικός λειτουργός, σχολικός σύμβουλος, διευθυντές, εκπρόσωποι για το bulling από κάθε σχολείο) να εφαρμοστούν καινοτόμες πρακτικές σε συνεργασία και με μία σειρά εθελοντικών δράσεων από την ΚΕΔΗΡ Ρεθύμνου για πληροφόρηση, ευαισθητοποίηση και υποστήριξη γενικότερα των σχολείων.
Η προτεινόμενη έρευνα-παρέμβαση, επομένως, συνδυάζει την ακαδημαϊκή με την κλινική και εξειδικευμένη πρακτική γνώση και εμπειρία, πάντοτε μέσα από μια διεπιστημονική-κοινωνική οπτική, ώστε να αναδείξει τους βέλτιστους τρόπους παρέμβασης, υποστήριξης εκπαιδευτικών γονέων και μαθητών που ταιριάζουν στα σχολεία και ανάλογα με την περίπτωση.
Παράλληλα, στόχος είναι η σταθερή συνεργασία και εκπαίδευση των εκπροσώπων για τον σχολικό εκφοβισμό (βασικό στοιχείο για τη βιωσιμότητα και επιτυχία της παρέμβασης), που έχει οριστεί σε κάθε σχολείο, με βάση το διάταγμα του υπουργείου».
Ο κ. Κουρκούτας, επισημαίνει στα «Ρ.Ν.» ότι ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στον εντοπισμό και στην υποστήριξη των παιδιών με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες, των παιδιών που φοιτούν στα Τμήματα Ένταξης με γλωσσικές και μαθησιακές δυσκολίες, καθώς και τα κοινωνικά απομονωμένα παιδιά, στο μέτρο που αυτοί οι μαθητές γίνονται εύκολοι στόχοι των συστηματικών εκφοβισμών.
Συνεπώς, συμπερασματικά, σύμφωνα με τον επιστημονικό υπεύθυνο, ο απώτερος στόχος του προγράμματος παρέμβασης είναι πολλαπλός:
α) Να επιτύχει τη μείωση των φαινομένων επιθετικότητας-σχολικής βίας.
β) Να υποστηρίξει ψυχοκοινωνικά τα παιδιά -θύματα ανάλογων πράξεων και να ενισχύσει την ψυχική ανθεκτικότητά τους.
γ) Να δημιουργήσει νησίδες εκπαιδευτικών-συνεργατών στα σχολεία, που θα συνεχίσουν την εφαρμογή καινοτόμων πρακτικών πρόληψης-εστιασμένης παρέμβασης και να διαχυθούν αυτές οι δράσεις στην ευρύτερη εκπαιδευτική κοινότητα και στους γονείς, μέσα από τα διαπιστωμένα οφέλη.
δ) Η δημιουργία εύχρηστου βοηθητικού εγχειριδίου.
Ψυχοκοινωνικά και οικογενειακά χαρακτηριστικά θυτών και θυμάτων
Η Επιστημονική Ομάδα του Πανεπιστημίου Κρήτης, δεν ασχολείται για πρώτη φορά και ευκαιριακά με το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού. Οι δράσεις της φτάνουν σε βάθος χρόνου μίας δεκαετίας, με πολλές αντίστοιχες δημοσιεύσεις (βιβλία και άρθρα) και μικρότερα ή μεγαλύτερα προγράμματα παρέμβασης. Το Πανεπιστήμιο Κρήτης εξ άλλου έχει χορηγήσει αντίστοιχα ερευνητικά προγράμματα, στο παρελθόν με τους ίδιους επιστημονικούς υπεύθυνους.
Ο κ. Ηλίας Κουρκούτας έχει άριστη γνώση του θέματος και επίσης έχει μια καλή εικόνα για το φαινόμενο στα σχολεία συμπεριλαμβανομένων και του Ρεθύμνου από προηγούμενες έρευνες, αλλά και από την προσωπική του επαφή με παιδιά-θύματα.
Ορίζει τον εκφοβισμό λέγοντας: «O εκφοβισμός συνιστά μία τραυματική εμπειρία, ενώ έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες, σε κοινωνικό-συναισθηματικό και μαθησιακό επίπεδο, κυρίως για τα θύματα, αλλά και για τα παριστάμενα παιδιά, τα οποία επηρεάζονται, άμεσα ή έμμεσα, από τα φαινόμενα βίας στο σχολικό τους περιβάλλον. Μέσα από πολλές μελέτες και σειρά παρεμβάσεων στα σχολεία, για πολλά χρόνια και σε πολλά μέρη (από τη Λάρισα ως το Ρέθυμνο), διαπιστώσαμε ότι οι αιτιώδεις ή καταλυτικοί παράγοντες σχετίζονται με τα (ψυχοκοινωνικά) χαρακτηριστικά του παιδιού και τις αναπτυξιακές ανάγκες του, τη δυναμική και το ρόλο της οικογένειας και του σχολείου (π.χ. σχολικό κλίμα), τη θέση του παιδιού στην τάξη, τις ακαδημαϊκές και ψυχοκοινωνικές του δεξιότητες, τη σχέση του με τους συνομηλίκους, αλλά και τη στάση των συμμαθητών και των δασκάλων του απέναντι στο φαινόμενο της θυματοποίησης».
Σε ό,τι αφορά τα χαρακτηριστικά των παιδιών που ασκούν εκφοβισμό και βία, ο κ. Κουρκούτας λέει:
«Οι έρευνες δείχνουν, ως προς τα χαρακτηριστικά, ότι τα παιδιά-θύτες που χρησιμοποιούν σωματική βία φαίνεται να είναι λιγότερο επιδέξια και ευέλικτα, όσον αφορά τις διαπροσωπικές, συναισθηματικές, μαθησιακές, διανοητικές, λεκτικές και συμπεριφορικές δεξιότητες και τους τρόπους με τους οποίους ικανοποιούν τις συναισθηματικές και κοινωνικές τους ανάγκες».
Και για τα χαρακτηριστικά των μαθητών -θυμάτων: «Έχει διαπιστωθεί ότι οι μαθητές αυτοί είναι συνήθως αγχωμένοι, ανασφαλείς, δύσπιστοι, πιο εσωστρεφείς, με λιγότερες ψυχοκοινωνικές δεξιότητες, με χαμηλή αυτοεκτίμηση, πιο παθητικοί, με αποτέλεσμα να αντιδρούν πολύ σπάνια ή να αμύνονται με τρόπο ακατάλληλο. Αδυνατούν, κατά συνέπεια, να διαχειριστούν την κατάσταση κρίσης νιώθοντας φόβο, ενοχές ή αισθήματα ντροπής και παθητικότητας, αλλά και συχνά αδικίας, αναμένοντας όμως από τους άλλους να τους βοηθήσουν».
Ο ρόλος της οικογένειας και τα πρότυπα διαπαιδαγώγησης
Στο ερώτημα αν η οικογένεια έχει ρόλο στη διαμόρφωση ενός παιδιού είτε θύτη είτε θύματος, ο κ. Κουρκούτης λέει στα «Ρ.Ν.»:
«Από πρόσφατα δεδομένα μας, διαπιστώσαμε ότι ο ενδοσχολικός εκφοβισμός συνιστά μία τραυματική εμπειρία, ακόμη και στις πιο ήπιες μορφές του, και ότι συνδέεται σε μεγάλα ποσοστά με την ποιότητα του δεσμού (σχέσεων) στην οικογένεια, πράγμα αναμενόμενο αφού σε μεγάλο βαθμό οι σχέσεις αυτές είναι που καθορίζουν στο μικρο-επίπεδο τη συγκρότηση των συναισθηματικών και διαπροσωπικών δεξιοτήτων, την ικανότητα του παιδιού δηλαδή να μπαίνει στη θέση του άλλου, να αναγνωρίζει τα συναισθήματα, και κατά συνέπεια και τον πόνο που προκαλεί. Η χαμηλή ποιότητα δεσμού συνδέεται με υψηλότερα ποσοστά και επίπεδα τραύματος, καθώς και εκφοβισμού του άλλου. Γνωρίζουμε και δημοσιεύεται και στο τελευταίο βιβλίο μας για τη Σχολική Βία, ότι οι καλοί-θετικοί οικογενειακοί δεσμοί-σχέσεις συνιστούν ένα προστατευτικό παράγοντα και για τον κίνδυνο θυματοποίησης (θύμα) και για τις συμπεριφορές εκφοβισμού (θύτης)».
Προσθέτει επίσης ο κ. Κουρκούτας ότι: «Η θυματοποίηση, συνδέεται επίσης με μεγαλύτερα ποσοστά κατάθλιψης και άγχους, αλλά και οικογενειακών δυσλειτουργιών, με βάση δεδομένα από εναλλακτικές μετρήσεις για την οικογένεια, όπως σε μικρής κλίμακας έρευνα που έγινε στην Κρήτη, αλλά και σημαντική συσχέτιση μεταξύ θυματοποίησης με άσχημη ψυχολογική κατάσταση (π.χ. αισθήματα λύπης, μοναξιάς, απαισιοδοξίας για το μέλλον), όπως δείχνει άλλη έρευνα».
Από την προηγούμενη έρευνα που είχε γίνει σε σχολεία της Κρήτης, σύμφωνα με τον κ. Κουρκούτα: «Τα αγόρια δήλωσαν περισσότερο από τα κορίτσια πως άσκησαν συμπεριφορές εκφοβισμού ή παρενόχλησης σε άλλα άτομα, ενώ διαπιστώθηκε πως όσο μικρότερη είναι η ενσυναίσθηση των αγοριών, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα εκδήλωσης συμπεριφορών εκφοβισμού και γενικά ριψοκίνδυνων συμπεριφορών. Επίσης, πως όσο μικρότερη είναι η ενσυναίσθηση των αγοριών τόσο, μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να πέσουν θύματα εκφοβισμού. Η ενσυναίσθηση είναι κατά κάποιο τρόπο μια βασική διάσταση αυτού που αποκαλούμε συναισθηματική νοημοσύνη, όταν αυτή απουσιάζει αυξάνει τις πιθανότητες εμπλοκής με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον εκφοβισμό».
Από την επιστημονική εμπειρία του κ. Κουρκούτα σε συνδυασμό με τα ευρήματα των ερευνών, προκύπτει ότι η σχέση των παιδιών που έχουν βίαιη συμπεριφορά, των θυτών δηλαδή με τον πατέρα τους και οι μορφές διαπαιδαγώγησης, παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμπλοκή στον εκφοβισμό. Όπως εξηγεί, τα ανοιχτά επιθετικά ή αυταρχικά πρότυπα διαπαιδαγώγησης, οι ταυτίσεις που συνδέονται με παραδοσιακά πατρικά μοντέλα ανδρισμού, καθώς και η προβολή της συναισθηματικότητας ως ένα αρνητικό χαρακτηριστικό του άνδρα, συνδέονται σε μεγαλύτερο βαθμό με συμπεριφορές επιθετικότητας και στοχευμένης θυματοποίησης του άλλου. Αυτό, προσθέτει, ενισχύεται και από δυσλειτουργικές συναισθηματικές σχέσεις και με τη μητέρα.
«Σε κάθε περίπτωση, ένα σημαντικό ποσοστό των μορφών εκφοβισμού συνδέεται με συμπεριφορές-ταυτίσεις με ανδρικά πρότυπα ψευτο-παλληκαρισμού, για να διαχειριστεί το παιδί τα άγχη της προ-εφηβείας και της εφηβείας, και να διασφαλίσει την ταυτότητά του σε σχέση με βαθύτερα ή λιγότερο σημαντικά αισθήματα μειονεξίας ή τις προκλήσεις της σεξουαλικής ωρίμανσης και ταυτότητας. Από την άλλη, πολλά, λιγότερο βίαια παιδιά, που είναι κοινωνικά πιο αδύναμα συναισθηματικά ή που προέρχονται και από υπερπροστατευτικά οικογενειακά περιβάλλοντα, προσκολλώνται, σε συμμαθητές με το ανδροπρεπές πρότυπο για να νιώσουν δυνατοί και αυτόνομοι», καταλήγει ο κ. Κουρκούτας.