Είναι πολλά αυτά που έχει να αναφέρει ο λάτρης των νοσταλγικών αναδρομών για τον έρωτα στο Ρέθυμνο. Εκείνοι που απέκτησαν τη μεγάλη ευλογία της διάρκειας στη σχέση τους μπορούν να το βεβαιώσουν με αρκετές αναφορές.
Κάποια χρόνια ήταν αδιανόητο στην κοπέλα ότι θα συνάψει μια σχέση πριν από τον γάμο της. Αυστηροί οι κανόνες στο σπίτι, αμείλικτοι οι ηθικοί κώδικες της κοινωνίας. Κι όμως ο φτερωτός θεός εύρισκε πάντα τρόπο να κεντρίζει τις καρδιές διατηρώντας το κύρος και τη μοναδικότητά του στη ζωή μας.
Ούτε η εθνικότητα ούτε η θρησκεία αποτελούσαν εμπόδια για τους ερωτευμένους. Ακόμα κι όταν τους περίμενε μια σκληρή μοίρα δεν υποχωρούσαν.
Στη σκιά του θρύλου
Λέγεται για μια Τουρκοπούλα από τον Μαρουλά, που ερωτεύθηκε έναν νεαρό Κρητικό από την περιοχή, ότι δεν δίσταζε να του μεταφέρει πληροφορίες για να τον προστατεύσει μέχρι που έγινε αντιληπτή από τον πατέρα της, ο οποίος παραφύλαξε να βεβαιωθεί. Είδε το ζευγάρι στη βρύση και μετά βρήκε και τα σημάδια που ήταν η ειδοποίηση για τη συνάντησή τους.
Σε μια από αυτές πήγε ο ίδιος και χωρίς να διστάσει έσφαξε τη μικρή ερωτευμένη κόρη του. Η παράδοση δεν μας διέσωσε τι απέγινε ο νεαρός. Σημασία έχει ότι η μικρή πλήρωσε πολύ ακριβά την αγάπη της για το χριστιανόπουλο.
Μια άλλη Τουρκοπούλα στάθηκε πιο τυχερή. Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών κρύφτηκε καλά όταν οι δικοί της ετοιμάστηκαν να φύγουν. Απογοητευμένοι αυτοί από άκαρπες έρευνες έφυγαν για τη Μικρά Ασία. Όταν βεβαιώθηκε η νεαρή Τουρκάλα ότι δεν διατρέχει κίνδυνο να εντοπιστεί παρουσιάστηκε και παντρεύτηκε τον αγαπημένο της. Εκτός από Χριστιανή έγινε και μια υποδειγματική σύζυγος και μητέρα. Απόγονοί της ζουν και σήμερα ανάμεσά μας, άνθρωποι με κοινωνική καταξίωση.
Άδοξο τέλος είχε ο έρωτας ενός τούρκου του Εσάτ που αγάπησε μια Ρεθεμνιωτοπούλα.
Τη γνώρισε σε ένα ταξίδι του στο πλοίο και έκτοτε δεν ζούσε παρά γι’ αυτήν. Ο πατέρας του που επηρεασμένος από ένα όνειρο είχε κυριολεκτικά στη «γυάλα» τον γιο του για να μην ζήσει το ρεζίλεμα της αλλαξοπιστίας δεν κατάφερε να τον επαναφέρει στο δικό του μονοπάτι. Ο γιος του που για χάρη της καλής του είχε μάθει να γράφει και να διαβάζει σε χρόνο ρεκόρ για να επικοινωνεί μαζί της όταν τους χώριζαν οι συνθήκες δεν θα υπέκυπτε τόσο εύκολα στις απαιτήσεις του πατέρα του.
Βαπτίσθηκε χριστιανός και παντρεύτηκε την καλή του που ήταν ορφανή πατρός. Δυστυχώς όμως η τοπική κοινωνία δεν έδειξε σεβασμό στο αίσθημα των δυο νέων. Και οι δυο αντιμετωπίστηκαν με μεγάλη περιφρόνηση. Ιδιαίτερα ο νεοφώτιστος Γεώργιος που τον αποκαλούσαν περιπαιχτικά Τουρκογιώργη. Είδαν κι απόειδαν οι δυο νέοι ότι δεν έχουν μέλλον στο Ρέθυμνο και αποφάσισαν να φύγουν από την πόλη. Κανένας δεν έμαθε ποτέ που είχαν εγκαταστήσει τη φωλιά τους. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών ο Τουρκογιώργης φάνηκε ξανά στο Ρέθυμνο με δυο παιδιά. Η γυναίκα του είχε πεθάνει. Ο ίδιος συνέχισε να περνά δύσκολες μέρες μέχρι που χάθηκε χωρίς ποτέ να ενδιαφερθεί κανένας για την τύχη του.
Και ο έρωτας βέβαια που αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς ήταν αυτός που πυρπολούσε την καρδιά του Μουσταφά Πασά που σύνδεσε το όνομά του με το ολοκαύτωμα της Ιεράς Μονής Αρκαδίου. Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι ο αιμοχαρής αυτός Τούρκος είχε ερωτευθεί τρελά μια πανέμορφη κοπέλα από τα Σκουλούφια την Ελένη.
Η παράδοση αναφέρει ότι ήταν τόσο ερωτευμένος με τη γυναίκα του αυτή που όταν πέθανε εκείνος δεν θέλησε καμιά άλλη γυναίκα στη ζωή του.
Αγάπη μέχρι τον θάνατο
Από τους έρωτες που έμειναν στην ιστορία ήταν βέβαια αυτός του Ιωσήφ Κοβάλσκυ και της Μελπομένης Μουσούρου.
Τολμηρό από πλευράς του νεαρού Ρώσου αξιωματικού να ρίξει τα μάτια του σε μια τόσο όμορφη κοπέλα της ανώτερης κοινωνικής τάξης του Ρεθύμνου με μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Ο αδελφός της έγινε έξαλλος όταν το πληροφορήθηκε. Αλλά ο έρωτας απαγορεύσεις δεν έλαβε ποτέ του στα σοβαρά.
Ο Ιωσήφ πήρε την καλή του έφυγε για τη Ρωσία. Εκεί η Μελπομένη η τόσο καλομαθημένη βίωσε και το άγριο κυνηγητό από τους μπολσεβίκους κατά την επανάσταση αλλά και τα παθήματα της προσφυγιάς. Η επιστροφή στην πατρίδα της επανέφερε τη γαλήνη στη ζωή της. Μέχρι και τα βαθιά γεράματα έζησαν ευτυχισμένοι και πάντα ερωτευμένοι, όπως με διαβεβαίωσαν απόγονοι της Μελπομένης από την αδελφή της.
Είχα όμως τις μαρτυρίες του αξέχαστου γυμνασιάρχη Μανόλη Βογιατζάκη που γείτονας του ζεύγους Κοβάλσκυ ζούσε από κοντά την όμορφη καθημερινότητά τους. Και θυμόταν τη Μελπομένη μετά τον θάνατο του Ιωσήφ να κάθεται κάθε απόγευμα στην ίδια θέση που συνήθιζε όταν ζούσε ο αγαπημένος της και να γεμίζει πάντα και το δικό του φλιτζάνι με τσάι, πίνοντας το δικό της με μικρές γουλιές. Η ματιά της καρφωμένη στο ζεστό ρόφημα που παρέμενε ανέπαφο, αρκετές φορές νότιζε στη σκέψη πως ο αγαπημένος της δεν ήταν πια εκεί. Και την παρηγορούσε η σκέψη ότι δεν θ’ αργήσει να πάει κοντά του. Ίσως γι αυτό λένε όσοι το έζησαν, το πρόσωπό της στο φέρετρο έδειχνε τόσο γαλήνιο. Ακτινοβολούσε από την κρυφή ευτυχία εκείνων που αφήνονται στην απόλυτη νιρβάνα όντας κοντά στους αγαπημένους τους.
Ο Μανόλης Βογιατζάκης βίωνε κι αυτός τον έρωτα της ζωής του. Είχε περάσει πολλές μέρες αγωνίας μέχρι να αποκτήσει την εκλεκτή του Ελένη το γένος Πρεβελάκη.
Για μεγάλο διάστημα επικοινωνούσαν με τα μάτια οι δυο ερωτευμένοι. Στους χορούς ο νεαρός Μανόλης σκηνοθετούσε ολόκληρη διαδικασία προκειμένου να βρεθεί κοντά στην Ελένη και να ζητήσει από τον πατέρα της την άδεια να την καλέσει σε έναν χορό.
Κι όμως τα έφερε ευνοϊκά η ζωή να ενώσουν τις τύχες τους και να αποτελέσουν ένα από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια της εποχής τους.
Ο Γιάννης Πολιουδάκης και η Αρμενοπούλας Τακουί
Μια άλλη πονεμένη ιστορία αγάπης είχαμε αναφέρει προ καιρού που μας είχε κάνει γνωστή ο καλός φίλος Μανόλης Καρνιωτάκης. Ήταν η ιστορία του μπάρμπα Γιάννη Πολιουδάκη και της Αρμενοπούλας Τακουί.
Ο Γιάννης γεννήθηκε Οκτώβρη του 1926. Η μητέρα του τον απέκτησε σε δεύτερο γάμο. Μόλις είχε κλείσει τα 13 όταν τον έστειλαν μαστοράκι, να μάθει την τέχνη στο ξυλουργείο Τζεκάκη – Καπετανάκη.
Νωρίς σχετικά τον βρήκαν τα βέλη του έρωτα όταν συναντήθηκαν οι δρόμοι τους με την Αρμενοπούλα Τακουί Μενεξιάν. Ήταν μια πανέμορφη κοπέλα μελαχρινή με μαύρα μάτια.
Οι δυο ερωτευμένοι εύρισκαν ευκαιρία να ειδωθούν -όχι όπως εννοείται σήμερα η συνάντηση δυο νέων- απλά ν’ ανταλλάξουν δυο λόγια, όταν η μικρή πήγαινε για το μάθημα βιολιού. Δυστυχώς όμως την αντιλήφθηκε καθηγητής της στο Γυμνάσιο που έμενε απέναντι και την απείλησε με αποβολή αν την ξαναδεί εκεί.
Καμιά απαγόρευση όμως δεν μπορούσε να σβήσει τη φλόγα που έκαιγε τις καρδιές του Γιάννη και της Τακουί.
Ο νεαρός που έπαιζε θαυμάσιο ακορντεόν δεν παρέλειπε να κάνει καντάδα στην καλή του τις νύχτες, συνοδευόμενος από φίλους που κατανοούσαν τον καημό του και τον στήριζαν.
Μια μέρα τον σταμάτησε ο πατέρας της κοπέλας και τον ρώτησε αυστηρά αν αγαπούσε την κόρη του γιατί έβλεπε πως η Τακουί, είχε χάσει το μυαλό της. Τραγουδούσε τα τραγούδια που άκουγε στις καντάδες κι έδειχνε πως δεν έφευγε από το νου της, αυτός που γέμιζε ρομαντισμό τις νύχτες της με τη μελωδική φωνή του.
Ο Γιάννης παραδέχτηκε την αγάπη του, αλλά δυστυχώς δεν βρήκε κατανόηση. Ακόμα πιο σκληρή ήταν η αντιμετώπιση της μητέρας του. Μα ήταν με τα καλά του ο γιος της Θα παντρευόταν με Αρμένισσα; Χαθήκανε ο ντόπιες;
Κι ήρθε το 1947, που άνοιξαν οι δρόμοι για να γυρίσουν οι Αρμένιοι πίσω. Η Τακουί ζήτησε από τον Γιάννη να ξεκαθαρίσει τη θέση του για να ξέρει τι να κάνει. Εκείνος βρέθηκε σε δίλημμα. Από τη μια η μάνα του που της είχε μεγάλη αδυναμία, η οποία ούτε να ακούσει ότι θα κάνει νύφη την Τακουί.
Από την άλλη οι δικοί του ενδοιασμοί, καθώς περίμενε να τον καλέσουν στον στρατό κι ήταν περίοδος εμφυλίου πολέμου. Ποιος ξέρει αν θα ξαναγύριζε πίσω; Κι αν άφηνε τα κόκκαλα του σε κάποια πολεμική επιχείρηση τι θα γινόταν η αγαπημένη του; Πώς να την άφηνε στο σπίτι του χωρίς να έχουν παντρευτεί, χωρίς καν αρραβώνα; Προσπάθησε λοιπόν να κάνει τον αδιάφορο για να είναι λιγότερο πικρός ο αποχαιρετισμός. Μάταια.
Έφυγε η Τακουί κλαίγοντας. Άφησε ένα γράμμα πίσω της με ημερομηνία 29 Νοεμβρίου 1947, που έχει εμπνεύσει ένα συγκλονιστικό δημοσίευμα στον Μανόλη Καρνιωτάκη.
«Φεύγω…» του έγραφε.
Φεύγω και μες στα λυπημένα μάτια μου, νιώθω ποτάμι το μελλοντικό μου κλάμα.
Φεύγω και στο φτωχικό μου παράθυρο δεν θα με δεις ακουμπισμένη πια, ούτε στο δρόμο θα με βλέπεις πια να περνώ με μάτια βουρκωμένα. Φεύγω και νιώθω πως δεν σου είναι πικρό του χωρισμού η τραγική οδύνη…
Το ξέρω ότι πια δεν μ’ αγαπάς και πως το δράμα μου σ’ αφήνει ασυγκίνητο. Τώρα τι θέλω πια από σένα; Τίποτα. Στο διάβα όμως του χρόνου θέλω να με θυμάσαι κάπου-κάπου. Αυτό θα ‘ναι για μένα παρηγοριά. Βλέπεις δεν σου ζητώ τίποτα το ακατόρθωτο.
Όσο για μένα ξέρε. Η θύμησή σου θα βαρύνει περισσότερο το σταυρό του μαρτυρίου, που είναι καιρό στους ώμους μου να σε θυμάμαι ακόμα…».
Ο Γιάννης διάβασε το γράμμα του και το κράτησε σαν άγιο φυλαχτό. Μπορεί να ένοιωθε την καρδιά του κομμάτια, αλλά είχε κάνει σαν άντρας το χρέος του προτιμώντας να υποφέρει ο ίδιος παρά να προσφέρει μια αβέβαιη ζωή στην καλή του.
Πέρασαν τα χρόνια. Ο άτυχος ερωτευμένος δεν έκανε οικογένεια. Αφοσιώθηκε στους γονείς του που είχαν μεγάλα προβλήματα υγείας στη δύση της ζωής τους. Και μόνη του παρηγοριά να θυμάται την αγαπημένη του.
Σε κάποιο ταξίδι του με τον τότε «Νέαρχο» ο Γιάννης Πολιουδάκης συνάντησε μια παλιά γειτόνισσα, φίλη της Τακουί. Πάνω στην κουβέντα ήρθε και η αναφορά στα παλιά. Έτσι κατάφερε ο Γιάννης να μάθει νέα της αγαπημένης του που είχε κάνει πια δική της οικογένεια και να πάρει τη διεύθυνσή της. Της έγραψε αμέσως, πήρε και τηλέφωνο. Ράγιζε καρδιές η επικοινωνία των δυο ερωτευμένων τόσα χρόνια μετά. Δεν σταμάτησαν να ανταλλάσσουν μνήμες με μόνιμη επωδό και από τις δύο πλευρές το «δεν σε ξέχασα».
Λίγο καιρό αργότερα ο Γιάννης γνώρισε και μέλη της οικογένειας της καλής του κι ένα καλοκαίρι νόμισε πως ανοίγουν οι ουρανοί μαθαίνοντας ότι το επόμενο θα τη δει. Είχε αποφασίσει να πάει να τον συναντήσει. Δεν πρόλαβαν όμως να ξαναβρεθούν. Βιαστικός ο θάνατος τους στέρησε την τελευταία αυτή χαρά.
Πολλές ακόμη ιστορίες
Είναι πολλές ακόμα οι ιστορίες που έχουμε στο αρχείο και αναφέρονται σε ερωτευμένους. Για κάποιες από αυτές θα πρέπει να εξασφαλίσουμε και τη σχετική άδεια γιατί οι απόγονοί τους ζουν.
Πολλές φορές ο έρωτας αποδεικνυόταν και σωτήριος. Όπως στην περίπτωση της Νίνας Κουκλινού από τις Ελένες. Ερωτευμένη τρελά με ένα παλικάρι θρύλο της αντίστασης τον Γιώργη Γκόγκα προσπάθησε να τον ειδοποιήσει όταν νόμισε ότι κινδυνεύει να συλληφθεί από τους χιτλερικούς. Και μέσα από αυτόν ολόκληρα χωριά στο Αμάρι για τον κίνδυνο που ερχόταν. Δεν έγινε πιστευτή και η αμφισβήτηση σε μια μεγάλη αλλά αδικημένη πατριώτισσα στοίχισε το ολοκαύτωμα οκτώ χωριών.
Η Νίνα μετά τον πόλεμο παντρεύτηκε τον εκλεκτό της κι έζησαν στην Αθήνα μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.
Η φετινή γιορτή πάντως του Αγίου Βαλεντίνου είχε κι ένα μαύρο κρέπι σε Ρεθεμνιώτικο ρομάντζο που ξεκίνησε πριν από αρκετά χρόνια.
Ήταν το 1958 που ο τότε υπολοχαγός Κώστας Παδουβάς αποδέχτηκε την επικίνδυνη πρόκληση να καθαρίσει μια τεράστια περιοχή της Λήμνου από τις νάρκες. Μέσα στις περιοχές που είχαν ναρκοθετηθεί ήταν και μέρος της περιουσίας μιας πανέμορφης αρχοντοπούλας του νησιού της Όλγας, η οποία εντυπωσιάστηκε από τη γενναιότητα του νεαρού υπολοχαγού. Δεν άργησε να φουντώσει ένας δυνατός έρωτας που οδήγησε σε ένα ευτυχισμένο γάμο.
Τα τελευταία πέντε χρόνια η Όλγα πέρασε μεγάλη δοκιμασία με την υγεία της. Ο άντρας της, αντιστράτηγος ε.α. σήμερα ο κ. Κώστας Παδουβάς ζούσε και ανάπνεε μόνο γι’ αυτή. Η αφοσίωσή τους είχε συγκινήσει τους πάντες.
Ο θάνατος τους χώρισε και βύθισε στο πένθος τον στρατηγό που μέρα σαν κι αυτή σ’ ένα τάφο θα καταθέσει τα λουλούδια που σε κάθε ευκαιρία πρόσφερε στην Όλγα του αιώνια διαβεβαίωση αγάπης.