Σε χωριό του Βρύσινα, κατοικούσε μια οικογένεια που είχε φθάσει από την Μ. Ασία.
Πριν αποκτήσουν τα έξι παιδιά τους, οι γονείς δουλεύανε σε αγροτικές εργασίες: στα σιτηρά, δημητριακά, ελιές, λαχανικά κ.λπ. και κτηνοτροφικές εργασίες: πρόβατα, αγελάδες, κατσίκες κ.λπ. και πάντοτε με ένα γάιδαρο για την εξυπηρέτησή τους να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση, που στην αρχή ήτανε πολύ δύσκολη.
Πράγματι, με εντατική εργασία τα καταφέρανε να καλυτερέψει η ζωή τους και από το 1932 άρχισαν να αποκτούν παιδιά, το ένα κοντά στο άλλο και το 1942 είχανε 4 αγόρια και 2 κορίτσια. Μεγάλη οικογένεια και τα αγαθά τους τα αποκτούσανε με δυσκολίες, αλλά χωρίς σοβαρά προβλήματα διατροφής και υγείας.
Όμως ο πόλεμος της Γερμανίας, έφερε μπροστά τους πολλά προβλήματα και οι γονείς ανάστατοι πως θα τ’ αντιμετωπίσουν από πλευράς διατροφής και ασφάλειας για τη ζωή τους. Πολλή δουλειά στα χωράφια και στα ζώα, από την Ανατολή έως τη Δύση του ήλιου, προκειμένου ν’ αποκτούν, έστω και με περιορισμό την διατροφή τους.
Μετά τη λήξη του πολέμου που κράτησε 4 χρόνια, άρχισε νέα εποχή για να δημιουργηθούν καλύτερα, αφού δεν είχανε εμπόδια κοντά τους.
Τα παιδιά της μεγαλώνανε και αρχίσανε να πηγαίνουν στο σχολείο, στο διπλανό χωριό. Η μάνα τους, τους έραπτε την τσάντα από ύφασμα που αγόραζε ή από τον αργαλειό της. Τα τετράδια, τα μολύβια, την πλάκα με το σφουγγάρι έπρεπε να αγοραστούν, το δε βιβλίο της τάξης το παίρνανε δωρεάν από το σχολείο.
Είχανε πολλές ελλείψεις στα σχολικά είδη και στην ενδυμασία των παιδιών γιατί χρήματα δεν είχανε για όλα. Τα παντελόνια και τα πουκάμισά τους, δεχότανε μπαλώματα από τη μάνα τους, εκεί που είχανε τη φθορά τους. Ορισμένες φορές στο ίδιο μπάλωμα, έβαζε επάνω του και δεύτερο. Η μάνα τους είχε έρθει σε απόγνωση, που τα ρούχα τους δεν αντέχανε άλλα μπαλώματα.
Το βράδυ που τρώγανε όλοι μαζί, είπε η μάνα τους στον πατέρα, Παναγιώτη να πουλήσεις τον μαρτάρη κριό να πάρουμε ρούχα στα παιδιά γιατί όλα είναι παλιά. Πράγματι, συνεννοήθηκε με ένα κρεοπώλη τσαμπάζη από τα περιβόλια να τον πουλήσει.
Την επόμενη ημέρα, έστρωσε τον γάιδαρο, πήρε τον κριό από τη μάνδρα, τον έδεσε με σχοινί από τα κέρατα και το άλλο άκρο στο σκαρβέλι του σαμαριού. Πήρε κοντά και τον γιο του Γιάννη, 11 ετών, και φύγανε για τα περιβόλια. Ο πατέρας καβάλα στον γάιδαρο, από πίσω ακολουθούσε ο κριός και στο τέλος ο Γιάννης. Όταν κουραζότανε καθότανε πότε – πότε στην καπούλα του γαϊδάρου.
Μετά από μια ώρα φθάσανε στα περιβόλια, στον κρεοπώλη. Ο πατέρας του είπε, Μανούσο έφερα τον κριό και του απάντησε: Πόσες οκάδες λες να είναι, Παναγιώτη; Μανούσο, εσύ ξέρεις καλύτερα πόσες είναι και του λέει ο κριός σου δεν είναι πάνω από είκοσι οκάδες. Όχι, δα, είναι παραπάνω. Τότε πήγε κοντά στον πατέρα του ο Γιάννης και του είπε σιγά σιγά: Πατέρα ο κριός μας είναι κοντά τριάντα οκάδες και να μην τον πουλήσεις. Ο κρεοπώλης τον άκουσε και του είπε: Εσύ ακόμα δε βγήκες από το αυγό και ξέρεις καλύτερα από εμένα; Τότε θα τον σφάξω και όσες οκάδες είναι, θα σου πληρώσω: Συμφωνείς; Εντάξει, Μανούσο, να τον σφάξεις. Πράγματι τον έσφαξε, τον ζύγισε και βρήκε 28 κάδες. Δεν είπε τίποτα, τον πλήρωσε και φύγανε για το χωριό.
Στο δρόμο είπε ο πατέρας του γιου του χαρούμενα: Μπράβο Γιάννη, αν δεν ήσουνα κοντά μου, θα μας έτρωγε τις 8 οκάδες ο τσαμπάζης. Φθάσανε στο σπίτι και είπε όλο το ιστορικό στη γυναίκα του Γεωργία. Και αυτή απάντησε: το Γιαννιό μας θα γίνει πολύ έξυπνο. Μετά της είπε: Γυναίκα, πάρε όλα τα λεφτά και να πας στη χώρα ν’ αγοράσεις ρούχα και τετράδια στα παιδιά. Αν μείνουνε πάρε και εμένα μια γκιλότα γιατί αυτή που φορώ είναι γεμάτη μπαλώματα και στην απατή σου πάρε μια φορεσιά να τα βάλουμε στις γιορτές του Πάσχα. Αν πάλι δε φθάσουν, εγώ θα κοντέψω το τσιγάρο για μερικές ημέρες και θα σου δώσω τα υπόλοιπα.
Τη μεγάλη εβδομάδα σφάξανε ένα μικρότερο κριαράκι να φάνε μετά την Ανάσταση, η μάνα τους έφτιαξε από ένα λαζαράκι να τους δώσει το Πάσχα.
Όλοι ντυθήκανε με τα καινούρια ρούχα για να πάνε στην εκκλησία στην Ανάσταση.
Μετά από μέρες, είπε ένας χωριανός στο καφενείο στην παρέα του. Είδατε του Παναή την οικογένεια; Όλοι τους φορούσανε καινούρια ρούχα και πρόσθεσε ο επόμενος επούλησε το μαυρομούρη κριό και τους έντυσε όλους.
Στη συνέχεια μεγάλωνε άλλα αρνιά να πουληθούν για τη διατροφή τους, ένα για ν’ αγοράσουν παπούτσια και τ’ άλλα για να παράγουν γάλα για τυρί και γιαούρτι, ξινόχονδρο και τραχανά. Η κυρία Γεωργία ήξερε να φτιάχνει ένα ή δυο τουλουμάκια τυρί για το σπίτι.
Με αυτές τις προσπάθειες, δώσανε ένα μεγάλο αγώνα οι γονείς για τα παιδιά τους και τα καταφέρανε να τα μεγαλώσουν, να μάθουν τα μισά γράμματα και τα άλλα μισά τέχνες. Ικανοποιημένοι που δημιουργήσανε οικογένειες με παιδιά και χαρούμενοι φύγανε από τη ζωή.
*Ο Γιάννης Τσακπίνης, είναι απόστρατος Αξιωματικός