Μάνα μου Μικρά Ασία φύγαμε από την αγκαλιά σου και πήγαμε σε άγνωστους τόπους χωρίς να ξέρουμε όταν ξημερώσει τι θα δούμε μπροστά μας και από πού θα ανατέλλει ο ήλιος. Περιμένουμε σύντομα ή και αργά σίγουρα θα είμαστε κοντά σου.
Μετά από μια περιπέτεια δυο εβδομάδων η μια οικογένεια μετά την άλλη μπήκανε σε ένα από τα ακατοίκητα σπίτια στο χωριό Καπεδιανά. Πού να κοιμηθούνε; Τι να φάνε; Τι ρούχα να φορέσουν; Οι πατεράδες φύγανε προς άγνωστους τόπους της περιοχής μήπως βρούνε τροφές να κρατηθούν στη ζωή. Τρέμανε από την πείνα, το κρύο και τον φόβο ότι η ζωή τους έχει φθάσει στο τέλος.
Οι μανάδες καθισμένες στις πόρτες των σπιτιών περιμένανε να γυρίσουν για να φέρουν αυτό που είχανε άμεση ανάγκη, την τροφή.
Η κάθε μάνα ξεσπούσε σε μοιρολόγια και κατάρες για τους αίτιους της κατάστασης του πολέμου στην πατρίδα τους που χάσανε τα πλούσια αγαθά που είχανε.
Παρακαλούσανε το θεό να σταματήσει ο πόλεμος να γυρίσουν στα σπίτια τους και να τους τιμωρήσει για όσα χάσανε. Η Κυριακούλα φώναζε: «Θεέμμ, ρίξε τους ένα αστροπελέκκ να τους κάψεις τους αντίχριστους».
Η ανάγκη τους έκανε να εργάζονται εντατικά στα χωράφια που τους δώσανε για να δημιουργηθούν όσο μπορούν καλύτερα. Με την εργατικότητά τους καταφέρανε να γνωρίσουν καλύτερες ημέρες, δεν το βάλανε ποτέ κάτω γιατί είχανε και τη βοήθεια από τον Θεό. Πιστεύανε, γι’ αυτό και είχανε καλές επιτυχίες σε όλα. Συχνά πηγαίνανε στο εκκλησάκι του Σωτήρος Χριστού και παρακαλούσανε να τους βοηθήσει. Τα σπίτια τους γεμίσανε από όλα τα αγαθά που είχανε ανάγκη. Γίνανε πρωτοπόροι σε όλα τα γύρω χωριά που ήτανε ντόπιοι. Ήτανε το παράδειγμα στη γεωργία και την κτηνοτροφία, οι δε γυναίκες άριστες στο μαγειριό τους.
Όμως η σκέψη τους ήτανε στην πατρίδα τους, μέρα και νύχτα και ξεσπούσανε συχνά σε κατάρες. Είχανε όμως και παράπονα από την κακή συμπεριφορά των ντόπιων κατοίκων. Τους θεωρούσανε ότι τους κάνανε κακό οι πρόσφυγες, γιατί νομίζανε ότι αυτά που τους δώσανε θα τα παίρνανε δικά τους.
Αυτά και πολλά αλλά θυμήθηκε ο Γιώργης του Παναγιώτη που είναι σήμερα 85 ετών και πάλι πρόσθεσε: όταν πήγα στο Δημοτικό σχολείο στο διπλανό χωριό μαζί με τα αδέλφια μου και τα χωριανάκια μας είχαμε όλα τα προσφυγόπουλα κακή συμπεριφορά από τα παιδιά του χωριού και τον ίδιο τον δάσκαλό μας. Μας θεωρούσανε ότι είμαστε άλλης χώρας και δεν είμαστε χριστιανάκια. Όταν κάναμε μια αταξία μας τιμωρούσε με ξυλιές στα χέρια. Όταν ένας μαθητής ήτανε καλός και είχε πρόθεση να πάει στο γυμνάσιο του έβαζε χαμηλή βαθμολογία. Και ο αδελφός του ο Γιάννης πρόσθεσε: όταν εγώ πήγαινα στην Πέμπτη Δημοτικού μια ημέρα είχαμε γεωγραφία. Ο δάσκαλος έβγαλε στο μάθημα ντόπιο μαθητή και τον ρώτησε: να μου πεις Βασίλη, ο Νομός Σερρών με ποιους άλλους νομούς συνορεύει; Δεν τους ήξερε και δεν απάντησε. Τότε έβγαλε εμένα και απάντησα σωστά σε όλους. Ο δάσκαλος δεν έχασε χρόνο και τον ξυλοφόρτωσε λέγοντάς του: το προσφυγάκι διαβάζει και θα γίνει άνθρωπος, εσύ θα βόσκεις πρόβατα στον Βρύσινα.
Όταν μεγαλώνανε τα αγόρια και τα κορίτσια δεν παντρευότανε προσφυγόπουλα με ντόπια παιδιά. Όταν ένα προσφυγάκι πήρε με αγάπη ντόπιο ο πατέρας του τον αδίκησε από τα περιουσιακά του υπάρχοντα.
Μετά από χρόνια όλα πήρανε τέλος και η μεταξύ τους συνεργασία σε όλα έφερε καλά αποτελέσματα και χωρίς διακρίσεις. Στα χωράφια στα πρόβατα, στα ζευτικά στο αλώνι, στις ελιές κ.λπ. παντού είχανε πρόοδο. Στα χωριά του Βρύσινα όλες τις εποχές υπήρχε πολύ ευφορία από όλα οπότε είχανε πολλά οικονομικά οφέλη για να δημιουργηθούν.
Δεν υπήρχε πλέον ντόπιος και πρόσφυγας. Φύγανε από την ζωή οι ηλικιωμένοι, πληγωμένοι για όσα βιώσανε την κατοχή αλλά στο τέλος καλά όλα καλά. Μείνανε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους διατηρώντας τις ρίζες καταγωγής, τα ήθη και έθιμα του τόπου τους ακόμα και την ομιλούμενη Μικρασιατική διάλεκτο.
Δυστυχώς όμως μετά από πολλά χρόνια και πριν από λίγα στη χώρα μας έφθασε πάλι ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων. Αυτή την φορά από άλλες χώρες καθότι βρεθήκανε σε εμπόλεμες καταστάσεις και φύγανε να προστατεύσουν τη ζωή τους από αυτές πηγαίνοντας σε χώρες της Ευρώπης.
Το ίδιο και αυτοί από ελάχιστα έως καθόλου πράγματα δεν πήρανε κοντά τους και συναντούν πολλές δυσκολίες γενικά στην όλη διαβίωσή τους. Ο μεγάλος αριθμός αυτών έφερε τη χώρα μας επίσης σε δυσκολίες να τις αντιμετωπίσει και είναι σε απόγνωση λόγω της οικονομικής κατάστασης που περνά σήμερα. Διαφέρει όμως από αυτήν των προσφύγων της Μ. Ασίας καθότι ήτανε μόνο Έλληνες. Οι γνώμες από την πολιτεία μας είναι πολλές. Οφείλει να σεβαστεί τις καλύτερες, να τις αξιολογήσει σε τελική φάση και να υιοθετήσει όλες μας εκείνες που θα έχουν όφελος οι πρόσφυγες και η χώρα μας να μπορεί πλήρως να ανταποκριθεί.
Ακόμα και η εκκλησία μας πιστεύει και προσφέρει αγάπη και βοήθεια προς όλους χωρίς διακρίσεις άλλων θρησκειών και κράτους αρκεί μόνο ότι είναι άνθρωποι.
Τέλος είχανε χαθεί οι ελπίδες της Γεωργίας 105 χρόνων από τα Καπεδιανά για να γυρίσει στον τόπο που είχε γεννηθεί.
Όταν βρέθηκε άρρωστη στο Νοσοκομείο Αθηνών της είχε πει η κόρη της Μυρσίνη: Μάνα, θα γίνεις καλά και θα πάμε μαζί στη Μ. Ασία αφού το θέλεις. Άνοιξε τα μάτια. Την κοίταξε και της είπε: κόρημμ, τώρα πια πέταξε το πουλάκι. Αμέσως τα έκλεισε και μετά από λίγο έφυγε από τη ζωή.
Είχε όμως πει με πάθος στα παιδιά της πριν από χρόνια. Την κατάραμμ να έχουν αυτοί που μπήκανε στο σπίτι και στα χωράφια μας, να μην τα χαρούν, εκεί να τους θάψουν.
* Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός