Όσο κι αν δεν γνωρίζουμε πού πηγαίνουν αυτοί που χάνονται, όλοι αφήνουν κάτι πίσω τους. Και σε μερικές αράδες δεν μπορεί κανείς να απαριθμήσει το γιατί ο Άλκης Αλκαίος δεν έφυγε ακόμα. Δεν έφυγε γιατί στίχοι όπως μας κλέψαν το αύριο, μας κλέψαν και το βλέμμα, κι εσύ φρικάρεις που σου λέω σ’ αγαπώ, χτυπούν βαθιά στην καρδιά αυτών που μπορούν να κατανοήσουν την αρχαιότερη επιβιώσασα γλώσσα του κόσμου.
Όποιος ξεχάσει χάνεται, ραγίζει όποιος θυμάται… Έτσι ξεκινά το τραγούδι της Σιωπής. Αποφθέγματα ενός στιχουργού που, σε αντίθεση με το πλεόνασμα γραφιάδων ενός μουσικού είδους που αυθαίρετα αποκαλείται έντεχνο και λαϊκό (δίχως να ενστερνίζεται κάποιο χαρακτηριστικό των δυο επίθετων), είχε πράγματα να δηλώσει μέσω της τέχνης του. Το ίδιο θέμα της σιωπής τον απασχολεί και στην Ρόζα. Και πάντα διαχρονική είναι η ερώτηση που παίζει στο ρεφρέν σαν ένα αιώνιο ερωτηματικό, σχεδόν παράπονο: Πώς η ανάγκη γίνεται Ιστορία; Πώς η Ιστορία γίνεται σιωπή;
Πάντα γελαστοί και γελασμένοι βεβαίως βεβαίως είναι οι στιχουργοί όπως ο Άλκης Αλκαίος. Γελούν κατάματα στον χάρο, δεν τον φοβούνται διότι ξέρουν πως με τα έργα τους θα μείνουν πίσω αιώνια όσο κάποιος ερωτευμένος σιγομουρμουρίζει την πιρόγα, ή κάποιος χορεύει βαρύ ζεμπέκικο στους ήχους της Ρόζας. Γελασμένοι δε, επειδή το έργο τους οι περισσότεροι θα το γνωρίσουν επιφανειακά, διότι άλλες οι επιταγές των καιρών και οι προωθήσεις των δίσκων.
Στην Ελλάδα των μνημονίων, οι τρόικες εν είδη ξένων φαντάρων ασκούνται βρίζοντας και εκβιάζοντας σε πεδία βολής τυφλά -και κουφά ενίοτε όπως η βουλή των Ελλήνων, αγνοώντας εκτός από τους θεσμούς και την μουσική ιστορία του τόπου. Μέχρις ότου ο λαός να αναρωτηθεί επιτέλους πώς η ανάγκη γίνεται Iστορία, ακόμα και αν δεν καταλαβαίνει τι λένε τα κομπιούτερ του χρηματιστηρίου και οι αριθμοί των προϋπολογισμών.
και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης