Πολλές φορές εμείς οι νεορεθεμνιώτες αναρωτιόμαστε γιατί το Ρέθυμνο αναγορεύτηκε ως πόλη των Γραμμάτων. Κι όμως, υπήρξαν αρκετές γενιές Ρεθεμνιωτών που προσέδωσαν στον τόπο μας αυτόν τον τιμητικό επιθετικό προσδιορισμό. Ο Παντελής Πρεβελάκης, στο «Χρονικό μιας Πολιτείας» αναφέρει ότι οι πολίτες του Ρεθύμνου «είναι άνθρωποι διαβασμένοι και καλότροποι, είδος ποθητό μέσα στο πολυτάραχο νησί».
Την τελευταία αυτή γενιά των Ρεθεμνιωτών, ανθρώπων των Γραμμάτων, που έφυγαν πρόσφατα από κοντά μας, αναφέρει εύστοχα ο Χάρης Στρατιδάκης: Λεωνίδας Χατζηδάκης, Μαρία Τσιριμονάκη, Μανός Αστρινός, Ιωάννα Βαλαρή, Γιώργης Αγγελιδάκης και Μανώλης Κούνουπας. Εγώ θα πρόσθετα και τον Μιχάλη Γρηγοράκη, που πρόσφατα κι αυτός, πλήρης ημερών, έφυγε για το μακρινό ταξίδι.
Το Σάββατο 23 Μαΐου, ο κύκλος έκλεισε με την εκδημία του ευπατρίδη Λεωνίδα Καούνη. Ένας κύκλος με μεγάλη διάμετρο, που κράτησε ακριβώς έναν ολόκληρο αιώνα! Εκατό συναπτά έτη μέτρησε ο χρονογράφος της ζωής του κ. Λεωνίδα. Κι έφυγε όρθιος, με αυτό το χαρακτηριστικό, θλιμμένο μειδίαμα στα χείλη, που τον είχαμε γνωρίσει, έχοντας στο πλάι του την αγαπημένη του σύζυγο Λιλίκα, τις κόρες του, Ελένη και Μαρία, τους γαμπρούς του, Γιάννη και Νίκο αλλά και τα τέσσερα εγγόνια του, που τόσο καμάρωνε, έχοντας τις φωτογραφίες τους δίπλα του, στη σερβάντα του καθιστικού του σπιτιού του.
Εκεί, στο ανώγειο σπίτι του, στην πλατεία 25ης Μαρτίου, πίσω από το Δημαρχείο, άναβε για έναν αιώνα μια ακόμη λάμπα του πνευματικού Ρεθύμνου. Μια πλατεία που δεν υπήρχε από πάντα. Που δημιουργήθηκε, αναγκαστικά, μετά τους γερμανικούς βομβαρδισμούς του Μάη του 1941, όταν τα γερμανικά βομβαρδιστικά έριχναν αδιάκριτα τις βόμβες του σε όλη την παλιά πόλη του Ρεθύμνου. Ελάχιστα οικήματα σώθηκαν από εκείνες τις μαύρες ημέρες, ένα από τα οποία, αν και λαβωμένο, του Λεωνίδα Καούνη.
Ο κ. Λεωνίδας όλα αυτά τα χρόνια σήκωνε ένα βαρύ οικογενειακό φορτίο στις πλάτες του. Ο παππούς του, Λεωνίδας κι αυτός, είχε παντρευτεί την αδερφή του μεγάλου Κρητικού Λαογράφου Παύλου Βλαστού. Από αυτόν τον γάμο ήρθε ο πατέρα του εκλιπόντος, Εμμανουήλ Καούνης, άνθρωπος φιλοπρόοδος και εραστής της ιστορίας και της Αρχαιολογίας.
Συχνά πυκνά τα τελευταία χρόνια επισκεπτόμουν τον κ. Λεωνίδα, τον Ρεθυμνιώτη λόγιο, στο σπίτι του, στην πλατεία 25ης Μαρτίου. Και ήταν πραγματικά απολαυστικό να συζητάς με αυτόν τον άνθρωπο, που κουβαλούσε, τότε, στις πλάτες του έναν σχεδόν αιώνα ελληνικής και κρητικής Ιστορίας.
Καθισμένοι στο σαλόνι του σπιτιού του, με το τραπέζι γεμάτο ιστορικά τεκμήρια του παρελθόντος, ταξιδεύαμε μαζί στο χθες του Ρεθύμνου, στα γεγονότα και στους ανθρώπους που το σημάδεψαν. Και ενώ ξεκινούσαμε τη συζήτησή μας από κάποιο, διαφορετικό σημείο κάθε φορά, αυτή πάντα καταλήγει στον «μπαμπά μου», όπως αποκαλούσε τον πατέρα του, τον Εμμανουήλ Καούνη. Και τότε το πρόσωπό του ηρεμούσε, γαλήνευε και διάχυτη συγκίνηση τον πλημμυρίζει.
Και πώς να μην είναι έτσι, όταν συζητούσαμε για μια από τις μεγαλύτερες ρεθεμνιώτικες προσωπικότητες, που πρόσφερε τα μέγιστα στη διάσωση του αρχαιολογικού πλούτου του τόπου μας. Το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα ήταν μια εποχή που καθετί ιστορικό ή αρχαίο έτεινε, στην καλύτερη περίπτωση, να κατεδαφιστεί ή να εξαφανιστεί και στη χειρότερη να γίνει προϊόν αρχαιοκαπηλίας. Όμως, ο Εμμανουήλ Καούνης ήταν εκεί, φυλάσσοντας Θερμοπύλες.
Εύπορος έμπορος, με το πρώτο ατμοκίνητο εργοστάσιο λαδιού στην περιοχή της Πηγής, είχε έντονες πνευματικές ανησυχίες. Το μεγάλο του πάθος, την αρχαιολογία, το είχε καλλιεργήσει με ατελείωτες ώρες μελέτης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ο Εμμανουήλ Καούνης συνήθιζε να κάνει μεγάλους περιπάτους στην εξοχή, στους οποίους ανακάλυπτε πιθανές αρχαιολογικές περιοχές, και κάθε Σάββατο, με δικά του έξοδα, έπαιρνε 2-3 έμπιστους εργάτες και έσκαβαν εκεί. Με αυτόν τον τρόπο, ο ερασιτέχνης αρχαιολόγος είχε φέρει στο φως σπάνιους αρχαιολογικούς θησαυρούς, με σπουδαιότερο την ταφική στήλη κυνηγού που συνοδεύεται από τον σκύλο του, τους οποίους παρέδιδε αμέσως στον εκάστοτε επιμελητή αρχαιοτήτων του Ρεθύμνου.
Όλοι οι μεγάλοι αρχαιολόγοι της εποχής, ο Πλάτων, ο Μαρινάτος, ο Ξανθουδίδης, έπλεκαν με επιστολές τους το εγκώμιο του Εμμανουήλ Καούνη, αφού στο πρόσωπό του έβλεπαν έναν πολύτιμο συνεργάτη, σε μια εποχή που η αρχαιολογική υπηρεσία ήταν ακόμη στα σπάργανα και υποστελεχωμένη. Με δικές του ενέργειες σώθηκε η Λότζια και, αν ζούσε, ίσως ο βενετσιάνικος πύργος του Ρολογιού να ήταν ακόμη στη θέση του, όπως είχε γράψει ο Θεμιστοκλής Βαλαρής στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις».
Αλλά και το Υπουργείο Πολιτισμού δεν τον ξέχασε, τουλάχιστον εκείνα τα πρώτα χρόνια. Η φωτογραφία του, ως μεγάλου ευεργέτη, δέσποζε στο αρχαιολογικό μουσείο του Ρεθύμνου, όταν αυτό στεγαζόταν στη Λότζια και μετά στο κτήριο έξω από τη Φορτέτζα. Και με αυτό το μεγάλο παράπονο έφυγε ο κ. Λεωνίδας. Ότι η φωτογραφία του πατέρα του δεν έχει τοποθετηθεί στον νέο χώρο του αρχαιολογικού μουσείου, στον ναό του Αγ. Φραγκίσκου.
Όλα αυτά και άλλα πολλά μου έλεγε ο κ. Λεωνίδας κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν στο σπίτι του. Και μια φορά, μου φάνηκε, πως είδα κι ένα δάκρυ να κυλάει στο γερασμένο πρόσωπό του, καθώς μιλούσε για τον «μπαμπά του» τον μεγάλο Εμμανουήλ Καούνη.
Μεγάλη ήταν η βοήθεια που μου είχε προσφέρει όταν έγραφα το βιβλίο μου για τις Τετρακατοικίες των Βομβόπληκτων. Σαν υπάλληλος του τότε Υπουργείου ανοικοδόμησης, ήταν αυτός υπεύθυνος για την ανέγερση και τη διάθεση των κατοικιών στους δικαιούχους. Σαν υπάλληλος του υπουργείου επισκέφθηκε εκείνα τα πέτρινα χρόνια και τη Μονή Αρκαδίου. Κι εκεί βρήκε και διέσωσε τα προσωπικά αντικείμενα του Ηγουμένου Γαβριήλ και τα παρέδωσε κατά τους εορτασμούς των 150 χρόνων της αρκαδικής εθελοθυσίας στον Μητροπολίτη μας κ.κ. Ευγένιο και σήμερα εκτίθενται στο Αρχονταρίκι του Μοναστηριού.
Ο Λεωνίδας Καούνης δεν έμεινε όμως στη σκιά του θείου του Παύλου Βλαστού και του πατέρα του Εμμανουήλ Καούνη. Πνεύμα ανήσυχο, ερευνητική και καλλιτεχνική φύση, άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στα πνευματικά, εικαστικά, λαογραφικά και κοινωνικά δρώμενα του τόπου μας για πολλές δεκαετίες. Έγραφε και δημοσίευε ποιήματα και πεζά, αρθρογραφούσε συχνά στον τοπικό Τύπο μοιράζοντας απλόχερα τις αναμνήσεις του και τις γνώσεις του, ενώ καθοριστική ήταν η συμβολή του στην ίδρυση του Λαογραφικού Μουσείου Ρεθύμνου και της ΙΛΕΡ, αφού με την ιδιότητά του ως δημοσίου υπαλλήλου, διέτρεχε για δεκαετίες την ύπαιθρο του νομού συλλέγοντας και διασώζοντας σπάνιο λαογραφικό υλικό. Σπουδαίο επίτευγμά του, που δείχνει και το μεγαλείο ψυχής του ανδρός, είναι η διάσωση του αρχείου του Παύλου Βλαστού, με κίνδυνο της ίδιας του της ζωής, κατά τη γερμανική επίθεση και τη μετέπειτα Κατοχή, το οποίο αργότερα παραδόθηκε από την οικογένεια, με συμβολαιογραφική πράξη, στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης.
Τελευταία φορά τον επισκέφθηκα τον Ιούλιο του 2017. «Σας έχω χάσει κ. Δερεδάκη», μου είχε πει την παραμονή την επίσκεψής μου στο τηλέφωνο, με την έμφυτη ευγένεια που πάντα τον χαρακτήριζε. Μπαίνοντας στο γνώριμο καθιστικό του σπιτιού του, με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Δίπλα του καθόταν ο παιδικός του φίλος Μανώλης Κούνουπας και συζητούσαν. Δεν είχα το δικαίωμα ούτε και την τόλμη να τους διακόψω. Τους άκουγα απλά. Και τότε ήταν που κατάλαβα τι σημαίνει άνθρωποι του πνεύματος. Τι σημαίνει ευγενής ψυχή. Σαν δύο μικρά παιδιά, με απόλυτη ηρεμία και πλήρη διαύγεια πνεύματος και οι δυο, είχαν επιβιβαστεί στη μηχανή του χρόνου και ταξίδευαν στο Ρέθυμνο του χτες. Στο Ρέθυμνο της νιότης του. Στο Ρέθυμνο αλλοτινών εποχών. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν απλά να τους απολαύσω.
Φεύγοντας ο Μανώλης Κούνουπας και μένοντας πια μόνοι μας, άρχισε πάλι ο κ. Λεωνίδας να σκαλίζει τις αναμνήσεις του. Και όλες κατέληγαν στον «μπαμπά» του. Φεύγοντας μου έκανε ένα μοναδικό δώρο. Ένα ζωγραφικό έργο του ίδιου, κορνιζαρισμένο και με αναμνηστική μεταλλική πλακέτα. Δώρο ανεκτίμητο, που από τότε κοσμεί τον τοίχο του σπιτιού μου.
Ήταν η τελευταία μας συνάντηση. Έκτοτε δεν ξαναχτύπησε το τηλέφωνό μου. Κι εγώ, μέσα στον καθημερινό φόρτο της καθημερινότητας το αμέλησα. Κι εχθές συνοδέψαμε τον κύριο Λεωνίδα στο τελευταίο του ταξίδι.
Το Ρέθυμνο πάντα θα τον θυμάται. Κι όπως είπε και ο Μητροπολίτης μας, σαν ελάχιστο φόρο τιμής, σε αυτόν τον σπουδαίο Ρεθεμνιώτη, το επόμενο τεύχος του επιστημονικού περιοδικού Νέα Χριστιανική Κρήτη, θα είναι αφιερωμένο στη μνήμη του εκλιπόντος.
Καλό σου ταξίδι κ. Λεωνίδα. Πήγες ήδη και συνάντησες τον αγαπημένο σου μπαμπά…