Στην αίθουσα αναμονής ενός ιατρείου, οι υποψήφιοι ασθενείς περιμένουν. Κάποιοι απ’ αυτούς είναι πραγματικά ασθενείς, κάποιοι άλλοι προσποιούνται τους ασθενείς.
Έτσι, από νωρίς το σαλονάκι του γιατρού κατακλύζεται από κόσμο. Οι ασθενείς κάθονται αμίλητοι. Είναι πολύ πρωί ακόμα για να ξεκινήσουν τις κουβέντες. Η τηλεόραση σε μια άκρη καλύπτει επάξια το κενό. Μέχρι που κάνει την εμφάνισή της μια γιαγιά γύρω στα 75. Με αργά, ασταθή βήματα, στριμώχνεται σ’ έναν καναπέ ανάμεσα σε μια κοπέλα 25 χρόνων και έναν μεσήλικα κύριο. Αρχίζει να βήχει. Όλο και πιο έντονα, όλο και πιο δυνατά. Οι υποψήφιοι ασθενείς δυσφορούν κάπως, μετακινούνται ελαφρά από τη θέση τους, γυρίζουν το βλέμμα τους απ’ την άλλη μεριά. Η γιαγιά ζητάει συγγνώμη για την αναστάτωση που έχει προκαλέσει. «Όλες τις γιορτές με βασανίζει αυτός ο βήχας. Δεν έχω βρει ησυχία» απολογείται και βγάζει απ’ την τσέπη της ένα χαρτομάντιλο. Οι υποψήφιοι ασθενείς μαζεύονται ακόμα περισσότερο. Μια κυρία γύρω στα 45 επιλέγει να βγει έξω να περιμένει. Κανένας δε μιλάει και η γιαγιά εξακολουθεί να βήχει. «Ο γιος μου με έφερε απ’ το χωριό σήμερα. Είναι κάτω, στο αυτοκίνητο, τώρα. Ελπίζω να μην αργήσουμε πολύ» προσθέτει απευθυνόμενη στην κοπέλα των 25 χρόνων. Η κοπέλα χαμογελάει σφιγμένα. «Έχω και το εγγονάκι στο σπίτι. Πριν τρεις μήνες γέννησε η νύφη μου κι έκανε ένα αγγελούδι. Εσύ, κοπέλα μου, είσαι παντρεμένη;». Οι υποψήφιοι ασθενείς ξαφνικά γυρίζουν και κοιτάζουν την κοπέλα -σαν να μην είχαν αντιληφθεί ως τότε την παρουσία της- και περιμένουν την απάντησή της. Εκείνη λέει δειλά ένα όχι και σωπαίνει. Η γιαγιά όμως -που την είχε αφήσει για λίγο ο βήχας- δεν έχει σκοπό να σωπάσει. «Να παντρευτείς. Να κάνεις οικογένεια. Και κάνα παιδάκι. Ξέρεις τι ευτυχία είναι τα παιδιά; Θα τα ξεχάσεις όλα. Στην ηλικία σου εμείς…». Οι υποψήφιοι ασθενείς επιτέλους χαλαρώνουν. Η παράσταση έχει αρχίσει. Η κυρία γύρω στα 45 -που έχει ακούσει τις κουβέντες απ’ έξω- μπαίνει μέσα και συμφωνεί με τη γιαγιά. Συμπληρώνει μάλιστα τη θεωρία της με τη δική της εμπειρία απευθυνόμενη κι εκείνη στην κοπέλα των 25 χρόνων. Ένας παππούς γύρω στα 80 βγαίνει από το ιατρείο. Έχει τελειώσει την εξέτασή του και κατευθύνεται προς την έξοδο. Αλλάζει γνώμη τελευταία στιγμή και κάθεται απέναντι από τη γιαγιά. «Έχει δίκιο η κυρία, κοπέλα μου. Να κάνεις ένα παιδάκι. Εγώ έχω τέσσερα -ζωή να ‘χουν!- και επτά εγγόνια. Δε θα βαρεθείς ποτέ. Και θα έχεις και κάποιον να σε κοιτάξει στα γεράματα» λέει ο παππούς. Η κοπέλα των 25 χρόνων έχει γίνει ξαφνικά -και χωρίς να το θέλει- το επίκεντρο της αίθουσας. Κοκκινίζει, ξεροβήχει, κάνει ότι ψάχνει κάτι μέσα στην τσάντα της. Εξακολουθεί να σωπαίνει. Πώς θα μπορούσε να ξεφύγει από την ονειρική ζωή που της τάζουν εδώ και κάμποση ώρα; Από τα ονειρικά γεράματα που της υπόσχονται; Κοιτάζει το ρολόι της ανυπόμονα, καρφώνει το βλέμμα της στην πόρτα του γιατρού, παρακαλάει να ανοίξει σύντομα και να την καταπιεί, μπας και γλιτώσει. Πράγμα το οποίο συμβαίνει μετά από μερικά λεπτά. Οι κουβέντες σταματάνε απότομα. Με την είσοδο της κοπέλας στο ιατρείο, οι υποψήφιοι ασθενείς χάνουν το ενδιαφέρον τους. Ο παππούς σηκώνεται να φύγει, η γιαγιά παραπονιέται ότι έχει αργήσει. «Με περιμένει κι ο γιος μου στη μέση του δρόμου» κλαψουρίζει και παρακαλάει να την αφήσουν να περάσει αμέσως μετά. Αρχίζει να βήχει και πάλι, να δυσφορεί. Ο μεσήλικας κύριος δίπλα της -που δεν έχει πει ούτε λέξη μέχρι τώρα- ξεσπάει θυμωμένος: «Μα επιτέλους, κυρία μου, περάστε να τελειώνουμε!». Επικρατεί για λίγο ένταση. Της τα ‘χε μαζεμένα εδώ και ώρα της γιαγιάς. Θα μπορούσε κι εκείνος να διηγηθεί ιστορίες με χαρούμενες οικογένειες, χαρούμενα παιδάκια, χαρούμενα γεράματα, αλλά δεν τρέφει πια αυταπάτες. Αλλιώς τα είχε υπολογίσει, αλλιώς εξελίχθηκαν τα πράγματα. Επιλέγει να σωπάσει και πάλι. Η πόρτα του ιατρείου ανοίγει και η κοπέλα φεύγει από την αίθουσα αναμονής ανακουφισμένη. Έχει γλιτώσει από τα αδιάκριτα βλέμματα, από τις αδιάκριτες ερωτήσεις. Η γιαγιά, ασθμαίνουσα, μπαίνει στο ιατρείο με το αργό, ασταθές βήμα της. Μετά από 35 λεπτά, καθώς κατευθύνεται προς την έξοδο, γυρίζει προς τον μεσήλικα κύριο και του ρίχνει μία απαξιωτική ματιά.
Η ώρα περνάει. Καινούργιες ιστορίες λαμβάνουν χώρα στην αίθουσα αναμονής. Καινούργιοι υποψήφιοι ασθενείς παίρνουν θέση στο σαλονάκι του ιατρείου. Άλλοτε επιδεικνύουν μεγάλη υπομονή, άλλοτε όχι. Γιατί όταν μπαίνεις σε μια τέτοια αίθουσα, τίποτα πια δεν έχει σημασία. Βρίσκεσαι αντιμέτωπος μονάχα με το παρόν σου. Ο χρόνος μηδενίζεται. Δεν υπάρχει χρόνος μέσα σε μια αίθουσα αναμονής. Και μάλιστα ιατρείου. Οι φόβοι σου διογκώνονται, το μέλλον σου συστέλλεται. Το παρελθόν φαντάζει υπέροχο. Περιέργως. Η ζωή σου βρίσκεται σε αναμονή. Η υπομονή σου, στα όριά της. Κι όμως σιγά σιγά μαθαίνεις να περιμένεις. Δεν έχεις άλλη επιλογή. Η αναμονή άλλωστε είναι από μόνη της μια τέχνη που χρειάζεται εξάσκηση.
*Η Χρυσοξένη Προκοπάκη είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Αθηνών-συγγραφέας