ΙΙ
Συνεχίζοντας την αναφορά μας στις «νύφες» του Ρεθύμνου, δεν μπορούμε να μην σταθούμε σε μια γλυκιά κυρία που μιλούν γι’ αυτή με μεγάλη αγάπη οι μαθητές της, όπου κι αν βρίσκονται και η περιβαλλοντική εκπαίδευση της οφείλει πολλά.
Είναι βέβαια η κ. Αλκμήνη Μαλαγάρη εκπαιδευτικός από τη Σάμο. Με τον σύζυγό της εκλεκτό συμπολίτη κ. Χάρη Στρατιδάκη γνωρίστηκαν τον καιρό των σπουδών τους κι εκείνη τον ακολούθησε στο Ρέθυμνο, όπου και δημιούργησαν την όμορφη οικογένειά τους.
Το ζεύγος Μαλαγάρη Στρατιδάκη αποτελεί κι ένα λαμπρό παράδειγμα σχέσης που αντέχει στο χρόνο γιατί βασίστηκε σε συμπόρευση απόψεων και ιδεών στον τρόπο ζωής κάθε σύγχρονου ανθρώπου.
Η κ. Αλκμήνη χαμηλών τόνων πάντα, παρουσιάζει μια σημαντική δυναμική πνεύματος και ευαισθησίας μέσα από τα έργα της, κάποια από τα οποία συνυπογράφει με τον σύζυγό της.
Ο τουριστικός οδηγός του Ρεθύμνου θεωρείται από τα κλασικά πια στο είδος τους έντυπα και αντιπροσωπεύει επάξια την πόλη των Γραμμάτων και Τεχνών.
Εκείνο που επίσης κάνει μοναδική την κ. Μαλαγάρη είναι ότι μαζί με το σύζυγό της κ. Χάρη Στρατιδάκη έφεραν την επανάσταση στα εκπαιδευτικά δεδομένα με την καλλιέργεια της περιβαλλοντικής συνείδησης στα παιδιά, πριν ακόμα η οικολογία γίνει μόδα και εφαλτήριο για προσωπικά και πολιτικά οφέλη.
Ανέκαθεν αυτά τα θέματα την απασχόλησαν και την απασχολούν, ενώ δεν σταματά μέσα από το λογαριασμό της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να μάχεται για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αφυπνίζοντας συνειδήσεις για την διάσωση θυμάτων της ωμής βίας σε χώρες με ανυπαρξία πολιτιστικών αξιών.
Λήδα Κατακουζηνού – Βαρδινογιάννη
Για τους συμπολίτες από 65 και άνω, μια νύφη του Ρεθύμνου, είναι σημείο αναφοράς όταν η κουβέντα το φέρνει στην αφοσίωση των συζύγων και στο πάθος για την τέχνη. Ο λόγος για την κ. Λήδα Βαρδινογιάννη. Πόσα Ρεθεμνιωτόπουλα δεν θυμούνται μια γλυκύτατη κυρία που η καλοσύνη και η ευγένεια της χάριζαν μια ξεχωριστή λάμψη. Μια κυρία με ανοικτή πάντα αγκαλιά για μικρούς και μεγάλους που αναζητούσαν τον Παύλο στο σπίτι του παρακαλώντας για τη βοήθειά του στο πρόβλημά τους.
Η Λήδα ήταν το πρώτο παιδί του Ιωάννη και της Ειρήνης Κατακουζηνού το γένος Κουτλίδη. Γεννήθηκε σε μια έπαυλη στο Ελληνικό. Η οικογένειά της βυζαντινής καταγωγής με ρίζες από τη Μυτιλήνη, αφού διέπρεψε στη Σμύρνη όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο ξυλείας επέστρεψε στην Ελλάδα το 1922. Kι ενώ η ζωή έδειχνε πως θα ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρη για τη μικρή Λήδα, ένας επιθετικός καρκίνος της στέρησε τη μητέρα της, ενώ ήταν ακόμα βρέφος. Ο τραγικός πατέρας δεν επέτρεψε στο κοριτσάκι του να νοιώσει εγκατάλειψη. Το πρωί έδινε όλο του τον εαυτό του στην εισαγωγική εταιρεία ξυλείας και το βράδυ το αφιέρωνε όλο στη μοναχοκόρη του πατέρας και μάνα μαζί. Ούτε σκέψη δεν έκανε για δεύτερο γάμο. Κοντά του ήταν πάντα η αδελφή του να προσφέρει με τη σειρά της κάθε τρυφερότητα στο κοριτσάκι όταν αποδεσμευόταν από την επιτήρηση της Γερμανίδας γκουβερνάντας που το μεγάλωσε.
Ήταν ένα χαριτωμένο παιδί η Λήδα αλλά φιλάσθενο. Αρχή του πολέμου ο πατέρας της αποφάσισε να μετακομίσουν στο Κολωνάκι. Μετά τον πόλεμο η νεαρή Κατακουζηνού, δεσποινίδα πια, συνέχισε σπουδές στην Ελβετία όπου έμεινε για μια πενταετία.
Εκεί τελειοποίησε τα γερμανικά και τα αγγλικά της, σπούδασε τη γαλλική γλώσσα και ήρθε σε επαφή με την υψηλή κοινωνία. Μετά το τέλος των σπουδών, επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά λίγα χρόνια αργότερα η εύθραυστη υγεία της κλονίστηκε και την υποχρέωσε και πάλι να μεταναστεύσει. Έπασχε από φυματίωση και αναζήτησε θεραπεία σε σανατόρια της Ελβετίας και της Αυστρίας όπου παρέμεινε για τρία χρόνια.
Η ασθένειά της ήταν η αφορμή που άργησε να παντρευτεί με τα δεδομένα της εποχής. Ήταν εποχή του 60 που μετά τα τριάντα εύκολα μια κοπέλα ανύπαντρη θα μπορούσε να θεωρηθεί «γεροντοκόρη».
Η γνωριμία της με τον Παύλο Βαρδινογιάννη, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερό της, την οδήγησε σύντομα στα σκαλιά της εκκλησίας. Ήταν 35 χρόνων.
Ο Παύλος ήταν τότε βουλευτής Ρεθύμνου, υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και αναπληρωτής υπουργός Προεδρίας. Αργότερα έγινε υπουργός Πολιτισμού της κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου.
Εκείνη την εποχή η οικογένεια Βαρδινογιάννη δεν είχε τη σημερινή της οικονομική επιφάνεια, αλλά δεν μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει φτωχό τον Παύλο. Είχε τον τρόπο του μα κυρίως εκείνο το σπάνιο χαρακτήρα με το σπινθηροβόλο πνεύμα και την βαθειά παιδεία που γοήτευε τους πάντες.
Ο γάμος έγινε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1964, καθώς είχε κανονιστεί να μη συμπέσει με τον γάμο του πρίγκιπα Κωνσταντίνου με την Άννα Μαρία, που είχε τελεστεί μεγαλοπρεπώς μία εβδομάδα νωρίτερα. Κουμπάρος του ζεύγους Βαρδινογιάννη ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Έναν χρόνο μετά, οι δύο κουμπάροι κατηγορήθηκαν για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ (προσπάθεια δημιουργίας μέσα στον στρατό οργάνωσης αντιδεξιών αξιωματικών).
Κανένας απ’ όσους ήταν κοντά στον Παύλο Βαρδινογιάννη δεν θυμάται τη Λήδα να παίρνει θέση σε μια πολιτική συζήτηση. Αντίθετα παρέμενε σιωπηλή και περιοριζόταν στα καθήκοντα μιας άριστης οικοδέσποινας.
Όταν για παράδειγμα ήρθε με τον άνδρα της στο Ρέθυμνο, το 1964, προκειμένου να παραστούν στις επίσημες εκδηλώσεις των Αρκαδίων, κι έκαναν μια στάση στην Επισκοπή, η Λήδα αν και μεγαλωμένη με υπηρέτριες δεν άφησε την πεθερά της ν’ αγγίξει πουθενά. Μόνη της επιμελήθηκε το σερβίρισμα με μια άνεση έμπειρης νοικοκυράς. Και πολλές νοικοκυρές τη θαύμασαν για την δεξιότητά της όταν τεμάχιζε τα γλυκά για να τα τοποθετήσει στα πιάτα.
Το είχε αυτό η Λήδα. Κι όταν σε προεκλογικές περιόδους οργάνωνε τσάγια για τις κυρίες του Ρεθύμνου, με ένα μοναδικό τρόπο δημιουργούσε μια φινετσάτη ατμόσφαιρα. Κι ενώ προερχόταν από μια αριστοκρατική οικογένεια, ήταν συγκινητικά καταδεκτική και φιλική με όλους. Ακόμα κι ένας απλός κάτοικος χωριού, χωρίς καμιά παιδεία δεν ένοιωσε ποτέ μειονεκτικά κοντά στη Λήδα Βαρδινογιάννη με την ευγένεια που εκείνη αντιμετώπιζε τους πάντες.
Όταν όμως έμενε μόνη με τον Παύλο με το γλυκό της τρόπο του επισήμαινε τις αδυναμίες και τα λάθη του στην επικοινωνία του με το λαό.
Για παράδειγμα την ενοχλούσε όταν ο Παύλος που διατηρούσε μια καλή σχέση με το παλάτι, μιλούσε Γερμανικά με τη Φρειδερίκη. Εκείνη ενώ μιλούσε άπταιστα τη γερμανική γλώσσα απέφευγε να πάρει μέρος. Γιατί ήταν νωπό ακόμα το πέρασμα των ναζί. Κι ήταν πρόκληση ένας πολιτικός να μιλά μια γλώσσα που μόνο οδυνηρές αναμνήσεις προκαλούσε. Και τον μάλωνε γι’ αυτό.
Την περίοδο της χούντας η Λήδα ακολούθησε τον άνδρα της στο Παρίσι. Εκεί ανέπτυξαν ιδιαίτερη σχέση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που τότε ήταν παντρεμένος με την Αμαλία Μεγαπάνου. Οι άνδρες εξαντλούσαν την κουβέντα με τα πολιτικά αν και ο Παύλος δεν υπήρξε ποτέ Καραμανλικός και οι γυναίκες με τα δικά τους ενδιαφέροντα. Η Αμαλία είχε μεγάλη επιθυμία να τελειοποιήσει τα Γαλλικά της και η Λήδα αποδείχτηκε μια χαρισματική δασκάλα. Ήταν από τότε μανιώδης συλλέκτρια έργων τέχνης.
Η μετέπειτα αφοσίωσή της στην τέχνη δεν ήταν καθόλου τυχαία. Υπήρχε μια οικογενειακή παράδοση η οποία δεν την άφησε ανεπηρέαστη. Ο θείος της, Ευριπίδης Κουτλίδης, ο σημαντικότερος συλλέκτης έργων Ελλήνων ζωγράφων του 19ου αιώνα (κληροδότησε τη συλλογή του από 1.419 έργα στην Εθνική Πινακοθήκη), δεν είχε παιδιά και η Λήδα ήταν η αγαπημένη του ανιψιά, που μπαινόβγαινε στο πλημμυρισμένο από τέχνη σπίτι του -στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Νεοφύτου Βάμβα-, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Ήταν και ο θείος της, από την πλευρά του πατέρα της, ο ψυχίατρος Αγγελος Κατακουζηνός, το σπίτι του οποίου ήταν ένα από τα σημαντικότερα φιλολογικά σαλόνια των Αθηνών, που της γνώρισε τη «γενιά του ’30». Την τραπεζαρία του δικού του σπιτιού την είχε ζωγραφίσει ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ενώ η Λήδα για το σπίτι της στο Κολωνάκι επέλεξε έναν μαθητή του Γκίκα, τον νεαρό, άγνωστο τότε, ζωγράφο Παναγιώτη Τέτση που φιλοτέχνησε μια γκουάς, η οποία έως σήμερα παραμένει σε άριστη κατάσταση και φέρει την υπογραφή του.
Η Λήδα Βαρδινογιάννη ευτύχησε να γνωρίσει όλες τις μεγάλες μορφές της σύγχρονης τέχνης.
Τον Τσαρούχη τον γνώρισε στο σπίτι του θείου του, αλλά τους «Μοβ Κρίνους» τους αγόρασε όταν πήγε στο ατελιέ του με τη Μαρίνα Καρέλλα, η οποία μάθαινε δίπλα του σκηνογραφία». Ο Σπύρος Βασιλείου την καλούσε κάθε χρόνο στο σπίτι του για κούλουμα.
Όταν πέθανε ο πατέρας της, το 1979, ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση. Στην αρχή βοηθούσε και ο άνδρας της, αλλά δεν μου άρεσε αυτό. Μετά συνέχισε μόνη.
Σήμερα ζει ανάμεσα στην τέχνη που επέλεξε, στηρίζοντας οικονομικά το Μουσείο Μπενάκη και κάποιους φιλανθρωπικούς οργανισμούς. Δεν έχει οικογένεια, οπότε έχει επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Βοηθά με όλη της ψυχή αλλά δεν παύει να νοιώθει μεγάλη μοναξιά. Ευτυχώς οι ξένες γλώσσες που γνωρίζει της επιτρέπουν να ξεχνιέται στην τηλεόραση παρακολουθώντας κυρίως ξένα κανάλια.
Φυσικά δεν χάνει κανένα μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός και θεωρείται ευεργέτρια πολλών σημαντικών δομών υψηλής τέχνης χωρίς η ίδια να αναλώνεται σε συνεντεύξεις.
Στο Ρέθυμνο δεν έχει έρθει μετά το θάνατο του Παύλου. Οι Ρεθεμνιώτες όμως κάποιας ηλικίας τη θυμούνται με αγάπη. Αυτό το συναίσθημα είναι διάχυτο και σε ρεπορτάζ της εποχής στον τοπικό τύπο.
Σαν φιλότεχνη μάλιστα για ένα μεγάλο διάστημα είχε γίνει πρέσβειρα του λαϊκού μας πολιτισμού προβάλλοντας στα μεγάλα σαλόνια της Αθήνας την παραδοσιακή χειροτεχνία της Κρήτης και ιδιαίτερα τη Ρεθεμνιώτικη βελονιά.
Θα συνεχίσουμε όμως και με άλλες νύφες μας που άφησαν έντονα ίχνη στο πέρασμά τους από τον τόπο μας.
Πηγές: Διαδίκτυο -ΒΗΜΑ ΜΑΓΚΑΖΙΝΟ