Αν αυτό συνέβαινε στις μέρες μας θα έκανε το γύρο του κόσμου. Εκείνη την εποχή όμως, Φεβρουάριος 1914, πέρασε στα «Συμβάντα και Αγγέλματα» της Κρητικής Επιθεώρησης, που δέσποζαν στην τελευταία σελίδα, ανάμεσα σε μικροειδήσεις και αγγελίες και κάτι πρωτοφανές «Δολοφονική απόπειρα κατά του Επισκόπου Λάμπης και Σφακίων κ. Αγαθάγγελου».
Επειδή μας ενδιαφέρουν τα γεγονότα θα μας επιτρέψετε μια διασκευή της είδησης στα απλώς ουσιώδη, επειδή και το χωριό των δραστών και οι πιθανοί απόγονοι δεν έχουν σήμερα κανένα λόγο αναφοράς.
Το γεγονός συνέβη ένα βράδυ τέλη του Γενάρη 1914, στην Ιερά Μονή Ασωμάτων που είχε μεταφέρει την έδρα του ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος. Μόλις είχε τελειώσει τα θρησκευτικά του καθήκοντα κι ετοιμαζόταν να ξαπλώσει τον αναστάτωσαν πυροβολισμοί.
Κάποιοι είχαν αρχίσει να μπαλωτάρουν προς το υπνοδωμάτιό του αλλά για καλή του τύχη δεν τον βρήκαν οι σφαίρες που καρφώθηκαν στο παραπέτο του παραθύρου.
Αμέσως μετά οι δράστες, με τη βοήθεια του σκοταδιού, έσπευσαν να εξαφανιστούν και να γλιτώσουν από τους μοναχούς και τους εργάτες του μοναστηριού που τους καταδίωξαν.
Είχαν προλάβει πάντως πριν αρχίσουν τους πυροβολισμούς, να βάλουν φωτιά και να κάψουν τρία ελαιόδεντρα που ανήκαν στον προκαθήμενο της δεύτερης Μητρόπολης του νομού. Κι ήταν λένε η μόνη του περιουσία.
Μια ενορία ήταν η αφορμή
Όπως προέκυψε στη συνέχεια αφορμή της απόπειρας ήταν ο διορισμός ενός εφημερίου από το Μητροπολίτη σε μια ενορία που επιθυμούσαν διακαώς δυο υποψήφιοι. Οι συγγενείς του απορριφθέντος έφεραν βαρέως το διορισμό του αντιπάλου και συνυποψηφίου και θέλησαν να «καθαρίσουν» με αίμα την προσβολή.
Είχε «Άγιο» όμως, καθώς, φαίνεται ο Αγαθάγγελος και σώθηκε.
Ένας γενναίος από τα Σελλιά
Ποιος ήταν όμως αυτός ο Επίσκοπος, που όπως θα δούμε παρακάτω δεν πέρασε και εύκολο βίο προκαλώντας περιπέτειες με τη στάση του.
Ο κατά κόσμο Ανδρέας, γεννήθηκε στα Σελλιά Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης το 1896.
Ο προστάτης του και ηγούμενος της Μονής Ασωμάτων, ιερομόναχος Συμεών φαίνεται πως τον επηρέασε και σύντομα ο μικρός Ανδρέας του ζήτησε να τον πάρει κοντά του. Εκάρη μοναχός το 1876 και το 1877 ο Λάμπης και Σφακίων Παΐσιος τον χειροτόνησε διάκονο.
To 1891 αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Αθηνών και στις 2 Ιουνίου του ίδιου έτους χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη Μονή Ασωμάτων Αμαρίου από το γέροντα του Λάμπης και Σφακίων Ευμένιο Ξηρουδάκη, τον μετέπειτα μητροπολίτη Κρήτης.
Που να το φανταζόταν ο Αγαθάγγελος ότι με το γέροντά του θα μοιράζονταν μέρες εξορίες αργότερα.
Διορίστηκε επίσης καθηγητής Θρησκευτικών στο Γυμνάσιο Ηρακλείου μέχρι τη χειροτονία του σε Επίσκοπο στις 17 Μαρτίου 1896.
Η Κρητική Επανάσταση του 1897-96 βρίσκει τον Αγαθάγγελο Επίσκοπο Χερρονήσου και τις Αρχάνες σε εμπόλεμη κατάσταση. Οι Αρχανιώτες αμύνονται του «πατρίου εδάφους» ως άλλοι Έκτορες και καταστούν την Κωμόπολη απόρθητο φρούριο από τις αλλεπάλληλες και λυσσαλέες επιθέσεις τόσο των Τούρκων στρατιωτών του Ηρακλείου, όσο και των ατάκτων Βαζιβουζίκων, μετατρέποντές την προπύργιο όλης της ενδοχώρας του Νομού και γενικότερα της Ανατολικής Κρήτης.
Η Εκκλησία τάσσεται σύμπασα στο πλευρό των Αρχανιωτών από την πρώτη στιγμή.
Ο Μητροπολίτης Κρήτης Τιμόθεος Καστρινογιάννης αποφασίζει το Μάρτιο του 1897 να μεταβεί στην Αθήνα και να έχει μια ουσιαστική συζήτηση με τον Πρωθυπουργό για να διευκρινισθούν οι προθέσεις της Κυβέρνησης και αναλόγως να πράξουν οι Κρητικοί. Τον πρόλαβε όμως ο θάνατος, ενώ έφτανε στην Αθήνα. Κι ήταν νέος ακόμα.
Έπεσε τότε το βάρος στους ώμους του Αγαθάγγελου που ήταν όμορος της Μητρόπολης Επίσκοπος αλλά και γιατί ήταν στην περιοχή ευθύνης του το λιμάνι από όπου ξεφόρτωναν τα όπλα και πυρομαχικά που έστελνε η Κεντρική Επιτροπή των Κρητικών της Αθήνας.
Παράλληλα η Μονή Αγκαράθου, όπου και η έδρα τότε της Επισκοπής είχε στείλει πολλούς μοναχούς πολεμιστές στις Αρχάνες. Έτσι και πριν το θάνατο του Τιμοθέου υπήρχε συνεχής και αδιάλειπτη επικοινωνία των δυο περιοχών.
Ο Ιωάννης Νταφώτης ως φρούραρχος τότε της Κωμόπολης, για να ενισχύσει ηθικά τους πεινασμένους πολεμιστές της και να πάρουν κουράγιο και δύναμη προσκαλεί, με επιστολή του, τον Αγαθάγγελο να έλθει στις Αρχάνες να τελέσει εκεί το μνημόσυνο του μεταστάντα Μητροπολίτη Κρήτης Τιμοθέου (Καστρινογιάννη) ως εξής: «Σας ζητώ θρησκευτικά και ηθικά όπλα, ίνα αναπληρώσω τα πραγματικά. Εάν δεν σπεύσητε υμείς μετά του Αγίου Τίτου (εννοεί τον Επίσκοπο Πέτρας Τίτο Ζωγραφίδη) να τελέσητε εν Αρχάναις το μνημόσυνον του εις Θεόν μεταστάντος Παν. Μητροπολίτου Κρήτης καθιστώ υμάς υπευθύνους δια τα περαιτέρω. Η άφιξίς μου ενεθάρρυνε τους κατοίκους, η υμετέρα όμως άφιξις θα τους αναζωογονήση, θα τους καταστήση ατρομήτους, θα τους κάμη να λησμονήσωσιν την πείναν των.
Σας αναμένουσιν ως Μεσσίαν. Εγώ ως στρατιώτης εν τω καθηκόντι μου, νομίζω ότι δεν ανήκω μόνον εις την επαρχίαν εξ ής έχω την τιμήν να κατάγωμεν, αλλ’ εις ολόκληρον την Ελλάδα και τούτου ένεκεν έσπευσαν όπου ο κίνδυνος πολύ δε περισσότερον υμείς ως Αρχηγός της θρησκείας, νομίζω ότι πρέπει να σπεύσητε ενταύθα… Η πτώσις της Αγκαράθου παθούσαν πέρυσιν υπό Οθωμανών δεν εστέφθη υπό θυμάτων. Η πτώσις όμως των Αρχανών θα κοσμήση τον αιμοτοδέστερον στέφανον της μήτρας σας. Σκέφθητε και πράξητε ότι ο Πανάγαθος Θεός σας διαφώτιση…».
Σας μετά σεβασμού ασπάζομαι την δεξιάν σας
Ο διοικητής του Τάγματος των Επιλ. Κρητών
Ι. Νταφώτης
Μεγάλη η συμβολή της Μονής Αγκαράθου
Αξίζει να σημειωθεί ότι η οροφή του Ιερού Ναού της Μονής Αγκαράθου είχε διασκευασθεί κατάλληλα, ώστε να αποτελεί αποθήκη – κρυψώνα όπλων. Αυτό έγινε με υπόδειξη του Επισκόπου Ρεθύμνης Διονυσίου Καστρινογιάννη από την εποχή που ήταν Επίσκοπος Χερρονήσου.
Την 1η Μαρτίου 1897 φθάνει στις Αρχάνες ο Επίσκοπος Χερρονήσου Αγαθάγγελος. Η πανεπιστημιακή μόρφωσή του, η γλυκύτητά του, και το παράστημά του τον είχαν καταξιώσει στις συνειδήσεις όλων των παραγόντων της εποχής του που μιλούσαν με θαυμασμό για τον ξεχωριστό Ιεράρχη.
Συνοδευόταν από αρκετούς μοναχούς αποφασισμένους να πολεμήσουν για τη λευτεριά. Ανάμεσά τους και ο ιεροδιάκονος Φώτιος Παπαδάκης ένας αληθινός ήρωας. Είχε διακριθεί στην επανάσταση του 1896 πολεμώντας στο πλευρό του Νταφώτη, τον οποίο μάλιστα έσωσε από βέβαιο θάνατο σε μια μάχη.
Την επομένη έγινε στις Αρχάνες το μνημόσυνο του Μητροπολίτη Κρήτης Τιμόθεου Καστρινογιάννη και μάλιστα πρωί πρωί από το φόβο επίθεσης των Τούρκων.
Στην ομιλία του ο Αγαθάγγελος προέτρεψε τους επαναστάτες να επιμείνουν στον αγώνα τους για την πίστη και την πατρίδα και να υπομείνουν κάθε στέρηση και κακουχία. Στη συνέχεια εξήρε τη θυσία των πεσόντων και μετά τη Θεία Λειτουργία ετέλεσε αγιασμό στο στρατώνα του Νταφώτη.
Επιστρέφοντας στην έδρα του έστειλε από την Επισκοπή του για τις ανάγκες των αγωνιστών και χρηματικό ποσόν για την ενίσχυση των αμάχων.
Στις 15 Μαρτίου έφτασε στις Αρχάνες ο Αρχηγός Πεδιάδας Αντώνιος Τρυφοπουλος ή Τρυφίτσος επικεφαλής 150 πολεμιστών από τους οποίους οι 40 ήταν μοναχοί από τις μονές Αγκαράθου και Επανωσήφη με τον ηγούμενο της μονής Αγκαράθου Μελέτιο Βασιλάκη.
Την ημέρα αυτή έγινε η φονικότερη μάχη όλης της περιόδου και σκοτώθηκε ο μοναχός Φώτιος Παπαδάκης, που κηδεύτηκε την επομένη με πάνδημη κηδεία από τον Επίσκοπο Χερρονήσου Αγαθάγγελο.
Ήταν συγκλονιστική η αυτοθυσία του μοναχού αυτού που ήταν συγγενής του Αγαθαγγέλου Σελλιανός λεβέντης κι αυτός.
Στεκόταν σε μικρό σωρό από πέτρες και σχεδόν στήθος με στήθος πολεμούσε με τον εχθρό απέχοντας είκοσι βήματα από αυτόν. Είχε σκοτώσει ήδη τρεις από τους πιο επικίνδυνους στη μάχη Οθωμανούς κινδυνεύοντας να πέσει στα χέρια τους ανά πάσα στιγμή.
Μάταια του φώναζαν οι μοναχοί να γυρίσει πίσω. Σαν να είχε μεθύσει από τη μυρωδιά τους μπαρουτιού τους αποκρινόταν «παίζετε μωρέ σεις και δεν μας πιάνει μπαλλωθιά εμάς τσοι Χριστιανούς».
Κάποια στιγμή που αντιλήφθηκε ότι είναι χαμένος κάνει μια απελπισμένη προσπάθεια να ξεφύγει αλλά τότε δέχεται μια σφαίρα στην αριστερή ωμοπλάτη που διαπέρασε τη γενναία καρδιά του.
Όταν τον είδαν οι Τούρκοι να πέφτει όρμησαν να τον αποκεφαλίσουν αλλά βρήκαν απέναντί τους ασυγκράτητους τους μοναχούς που κατάφεραν μετά από άνισο αγώνα να πάρουν τη σορό του Φωτίου.
Την επομένη έγινε η κηδεία προεξάρχοντος του Αγαθαγγέλου που δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυά του. Η θέα του αγαπημένου του συγγενή έκανε τα στήθη του να τραντάζονται από τους λυγμούς.
Η κηδεία έγινε με όλες τις στρατιωτικές τιμές. Στο πρόσωπο του τιμημένου νεκρού τιμούσαν οι στρατιωτικοί και όλους τους κληρικούς που είχαν πλάι τους σε κάθε μάχη.
Στη μάχη που έγινε την Κυριακή των Βαΐων (6 Απριλίου) συμμετείχαν Ρεθεμνιώτες με επικεφαλής τους Σκουλά, Σπιθουρογρηγόρη και τον ηγούμενο της Μονής Χαλέπας Μυλοποτάμου Ιάκωβο Πλουμή, που είχε στις διαταγές του δικό του επαναστατικό σώμα.
Οι μάχες στις Αρχάνες συνεχίστηκαν μέχρι το Σεπτέμβριο όπως και στο Μαλεβύζι (15 και 26/4), στο Κανλί Καστέλι (Προφήτης Ηλίας) Τεμένους (14/6) και στην Επισκοπή Πεδιάδος (25/6) όπου σκοτώθηκε ο Αρχηγός της Επαρχίας Αντώνιος Τρυφίτσος.
Ήδη από τα τέλη Απριλίου η Τουρκική πίεση είχε καμφθεί, αλλά οι Τούρκοι δεν έπαυαν να προκαλούν μικροσυμπλοκές, να γίνονται συμμαχίες και κυρίως ν’ αναφέρονται σφαγές γερόντων και ιερωμένων, ζωοκλοπές, εμπρησμοί, λεηλασίες περιουσιών κ.λπ.
Έντονη πατριωτική δράση
Η συμμετοχή του Αγαθαγγέλου και στην τελευταία κρητική επανάσταση τίμησε τη γενιά και τον τόπο του, αφού του δόθηκε η ευκαιρία να δείξει το υψηλό πατριωτικό του φρόνημα και τις άριστες διοικητικές του ικανότητες.
Και ήρθε η κατάρα του Εθνικού Διχασμού. Για τους νεότερους αναγνώστες μας αξίζει να κάνουμε μια μικρή αναφορά στη μελανή αυτή σελίδα της ιστορίας μας.
Ο Εθνικός Διχασμός (1915-1917) ήταν σειρά από εμφύλιες διαμάχες με ζητούμενο τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918), οι οποίες διαίρεσαν (και γεωγραφικά) τη χώρα σε δύο αντίπαλες παρατάξεις που αντικατόπτριζαν τους αντιμαχόμενους συνασπισμούς του Πολέμου, και την οδήγησαν στο πλευρό της Τριπλής Συνεννόησης (Αντάντ), το 1917, σε κατάσταση μειωμένης εθνικής κυριαρχίας (αρμοστεία), με την ενότητα του έθνους (και για πρώτη φορά του στρατού) διασπασμένη για τα επόμενα 20 χρόνια.
Σε πρώτο επίπεδο οι συμπλεύσεις των δύο μεγάλων πρωταγωνιστών αυτής της περιόδου με τους πολεμικούς συνασπισμούς ήταν που επικαθόρισαν τη διένεξη. Από τη μία ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος με το κόμμα των Φιλελευθέρων πίστευε πως η Ελλάδα θα έπρεπε να συμμαχήσει με τους Συμμάχους της Αντάντ, ώστε να διαφυλάξει την πρόσφατη επέκταση της χώρας στα πρώην οθωμανικά εδάφη, αλλά και για να της επιτρέψουν να διευρυνθεί μέσω θαλάσσης, καθώς μόνο αυτές οι χώρες διέθεταν σημαντικές ναυτικές δυνάμεις. Από την άλλη ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ και το φιλομοναρχικό Κόμμα Εθνικοφρόνων, του Δημητρίου Γούναρη, πρόκρινε την «ευμενή ουδετερότητα» προς την Αντάντ (αφού οι ακτές της Ελλάδας ήταν ευπρόσβλητες στο συμμαχικό ναυτικό), μια στάση που όμως ήταν βολική για τις Κεντρικές Δυνάμεις, αφού δυσχέραινε το ναυτικό των αντιπάλων τους στο Αιγαίο και δεν επέτρεπε να ανοίξει το Μακεδονικό Μέτωπο για βοήθεια της συμμάχου της Ελλάδας, Σερβίας.
Σε πιο βαθύ επίπεδο, ο διχασμός ήταν μια εμφύλια αναμέτρηση ανάμεσα στην «Παλιά Ελλάδα» (σε ανίερη συμμαχία με τις ξένες μειονότητες των «Νέων Χωρών»), και στην πλειοψηφία των μέχρι χθες αλύτρωτων Ελλήνων των Νέων Χωρών, όπως θα αποτυπωθεί, και γεωγραφικά, ανάμεσα στο «κράτος των Αθηνών» και στο «κράτος της Θεσσαλονίκης».
Η διένεξη προκάλεσε εξαιρετικά βαθύ χάσμα στην ελληνική κοινωνία, το οποίο άγγιξε για πρώτη φορά το στράτευμα («Επίστρατοι»), στρώνοντας τον δρόμο για τις δικτατορίες του μεσοπολέμου (πραξικόπημα του Πάγκαλου, δικτατορία του Μεταξά) και τη Χούντα των Συνταγματαρχών. Ορισμένα απότοκα της πρωτοφανούς, στα ελληνικά χρονικά, βαρβαρότητας των Νοεμβριανών στην πολιτική σκηνήhttps://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%94%CE%B9%CF%87%CE%B1%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82 στιγμάτισαν έμμεσα την ελληνική κοινωνία για πολλές δεκαετίες αργότερα (π.χ. τo ιδιώνυμο και οι εξορίες σε ξερονήσια ή τα βασανιστήρια και οι ακρότητες επί Κατοχής και Εμφυλίου), ενώ οδήγησαν και στην έκπτωση της μοναρχίας στην Ελλάδα, με το δημοψήφισμα του 1974.
Από τα θύματα του εθνικού Διχασμού και ο Αγαθάγγελος. Εξορίστηκε για τις πεποιθήσεις του το 1917 στη Χίο.
Από τους πολέμιους του Αγαθάγγελου Παπαδάκη ήταν ο δάσκαλος Ιωάννης Αλεξανδράκης. Δεν διστάζει να τον ελέγχει αυστηρά σε άρθρα του, ιδιαίτερα για τη μεταφορά της έδρας της Μητρόπολης από τη Μονή Αγίου Πνεύματος Κισσού στη Μονή Ασωμάτων στο Αμάρι, όπου έγινε και η δολοφονική απόπειρα εναντίον του.
Υπέρμετρος θαυμαστής του αντίθετα ήταν ο αξέχαστος ιστορικός ερευνητής των Ολοκαυτωμάτων Σπύρος Μαρνιέρος, που αναφερόμενος στον Αγαθάγγελο Παπαδάκη τον χαρακτήριζε μεγάλο αγωνιστή.
Αυτός ο χαρακτηρισμός αποτελεί σίγουρα και τη φήμη στους αιώνες που αξίζει στον Αγαθάγγελο Παπαδάκη από τα Σελλιά, Επίσκοπο Λάμπης και Σφακίων που διώχθηκε για τις απόψεις του.
Ο τόσο αδικημένος Επίσκοπος κοιμήθηκε στις 11 Ιουνίου του 1928.
Σχετικές αναφορές υπάρχουν στις εφημερίδες Κρητική Επιθεώρηση και «Βήμα» (Ιούνιος 1928).
Κι έπειτα τίποτα σχετικό με αυτόν κι ας έκανε το χρέος του στην πατρίδα όταν οι περιστάσεις το καλούσαν.
Πηγές:
Κρητική Επιθεώρηση (Ιανουάριος 1914)
Γιώργη Εκκεκάκη: «Ρεθεμνιώτες»
Στέργιου Μανουρά: «Μνήμη εκατόν πέντε Ρεθυμνίων κρητολόγων και λογίων»
Νίκου Γ. Χριστινίδη: Η Άμυνα των Αρχανών 1889-1898 και η συμβολή της εκκλησίας σε αυτήν.