Της Εύας Λαδιά
Οι πλάκες μεταξύ μικρών και μεγάλων ήταν πάντα ένα πρόχειρο μέσον, για να περνά τον καιρό του ο Ρεθεμνιώτης.
Εκείνες μάλιστα τις χαλεπές εποχές, ήταν κι ένα εφαλτήριο για μικρή απόδραση από τη σκληρή πραγματικότητα και την εφιαλτική βιοπάλη. Εξαίρεση δεν αποτελούσαν φυσικά και οι ιερείς. Άνθρωποι κι αυτοί με μικρές ή μεγάλες αδυναμίες. Ξεχωριστοί πάντως και αξιαγάπητοι. Κάποιοι μάλιστα μας άφησαν πολλές σπαρταριστές ιστορίες, που ακόμα και σήμερα προκαλούν, αν όχι σπαρταριστό γέλιο, τουλάχιστον χαμόγελα.
Για παράδειγμα ο περίφημος παπα-Μάρκος Πλυμάκης, ένας από τους αγαθούς λευίτες του παλιού Ρεθύμνου, που όλοι περιγράφουν με σεβασμό και πολλά εγκωμιαστικά σχόλια.
Ο Κώστας Μαμαλάκης στις δημοσιογραφικές αναφορές του, μας τον περιγράφει άντρα θεόρατο με γενειάδα γκρίζα, γεροδεμένο, ίδιο σχεδόν στο παράστημα του αντιβασιλέα – Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού.
Δεινός κολυμβητής
Ήταν φυσιολάτρης και κατοικούσε στην πλατεία του Αγνώστου. Πριν διαφωτίσει, αξημέρωτα, που στους δρόμους δεν υπήρχε ψυχή, τους εφτά μήνες το χρόνο, πεταγόταν στην ερημική τότε τοποθεσία του «Φλοίσβου» (κοντά στο σημερινό «Δελφίνι») βουτούσε στη θάλασσα και δεινός κολυμβητής, στα νιάτα του, έφτανε δυο φορές ίσαμε το φάρο.
Ένας σπουδαίος ιερέας
Για τον παπα-Μάρκο κάνουν εκτενή αναφορά ο κ. Μανόλης Κούνουπας εκλεκτός συγγραφέας και λόγιος του Ρεθύμνου, σ’ ένα σπουδαίο κείμενο, που έχει δημοσιευθεί στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα», ο π. Χαράλαμπος Καμηλάκης και ο θεολόγος και φιλόλογος κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκης. Τον έχει υμνήσει επίσης και ο Γιώργης Καλομενόπουλος. Κι αυτό δείχνει πως ο αγαθός αυτός λευίτης κατέκτησε την αθανασία με τον βίο και το πλούσιο και πολυσήμαντο έργο του.
Ο παπα-Μάρκος άφησε εποχή, αφού πρόσφερε τόσα πολλά στην ενορία του και μάλιστα αξιομνημόνευτα, αλλά μερικές φορές ξυπνούσε ένα παιδί μέσα του.
Σαν παιδί λοιπόν, όπως ένιωθε, αστειευόταν καμιά φορά. Και κανένας δεν του κρατούσε κακία, ιδιαίτερα ο συλλειτουργός του, αν τύχαινε να του δώσει αφορμή με τ’ αστεία του. Άλλωστε ο παπα-Μάρκος ήταν φύση ευγενική και ποτέ τ’ αστεία του δεν ξεπερνούσαν το μέτρο της ευπρέπειας και της ευγένειας.
Διά γραφίδος Κώστα Μαμαλάκη
Μια χαρακτηριστική περίπτωση θ’ αντιγράψουμε, σήμερα, από τη σειρά του Κώστα Μαμαλάκη, «Η πόλη που δεν σβήνει», με πρωταγωνιστή τον παπα-Μάρκο, χωρίς περισσότερα στοιχεία για τον δεύτερο ιερέα, που άλλωστε δεν έχει νόημα να παρατεθούν. Σημασία έχει ότι ο Κώστας Μαμαλάκης μας δίνει μια όμορφη τοπική ιστορία, που μέσα από την αστεία της πλοκή, μαθαίνουμε και πώς γινόταν η περιποίηση των καλεσμένων στους γάμους, μια άλλη εποχή στο μακρινό παρελθόν, όταν οι γάμοι γίνονταν και στα σπίτια…
Σήμερα γάμος γίνεται
«Γάμος θα γινόταν σ’ ένα σπίτι απόγευμα Κυριακής. Το μυστήριο θα τελούσαν ο παπα-Μάρκος και ο παπα-Γιώργης. Έψαλαν και τον «Ησαΐα» ευχήθηκαν συγκινημένοι -ειλικρινής και ολόψυχη ήταν πάντα η συμμετοχή τους στις χαρές και στις λύπες των πιστών- στους νεονύμφους: «Να ζήσουν, να γεράσουν και καλούς απογόνους!» κι ύστερα τους κάλεσαν να καθίσουν σε θέση τιμητική. Σε καναπέ που βούλιαζε το κορμί αναπαυτικά.
Ένας δίσκος πειρασμός
Σε λίγο άρχισε η παρέλαση των δίσκων με κουφέτα, σουμάδες και κωκ. Όταν ο δίσκος με τα κωκ έφθασε μπροστά στον παπα-Γιώργη αυτός είχε πάθει ήδη σιελόρροια. Πήρε ένα κωκ. Πετιέται από δίπλα του ο παπα-Μάρκος λέγοντάς του: «παπα-Γιώργη εσένα σου αρέσουν τα γλυκά, πάρε άλλο ένα!». Του ρίχνει μια ματιά προσποιητής δυσφορίας ο παπα-Γιώργης. Το πήρε όμως το δεύτερο κωκ. Όταν σε λίγο ξαναπερνά από μπροστά τους ο δίσκος με τα κωκ, ξαναγεμισμένος για κείνους που δεν είχαν πάρει -ο παπα-Γιώργης τα είχε χωνέψει κιόλας- ο παπα-Μάρκος σταματά τον δίσκο, ευγενικά, προς χάριν του παπα-Γιώργη και του λέει παροτρύνοντας τον: «Πάρε μπρε άλλο ένα, εγώ ξέρω πως τρελαίνεσαι για τα κωκ».
Παίρνει και το τρίτο κωκ ο παπα-Γιώργης κοκκινίζοντας. Πέρασε λίγη ώρα, είχαν τελειώσει και τα «τραταμέντα» και οι καλεσμένοι σιγά-σιγά άρχισαν ν’ αποχωρούν. Ο παπα-Γιώργης είχε καρφωμένο το βλέμμα τώρα στο βάθος της σάλας. Τον αντιλαμβάνεται ο παπα-Μάρκος, και προσποιούμενος τον αδιάφορο, τον παρακολουθεί. Τι συνέβαινε;
Ένας μεγάλος δίσκος ασημένιος μισογεμάτος από κωκ που είχαν περισσέψει, είχε μαγνητίσει το βλέμμα του παπα-Γιώργη!
Τα κωκ τον… ηπάτησαν
Σε λίγο σηκώνεται κάτι ψιθυρίζει στη μητέρα της νύφης -την άδεια ασφαλώς θα ζητά ευγενικά- και προχωρεί με τρόπο, προς το βάθος του σαλονιού, ρίχνοντας ματιές, για να εξασφαλισθεί ότι δεν θα γίνει αντιληπτός από τρίτους.
Από τον παπα-Μάρκο είναι εξασφαλισμένος ευτυχώς. Τώρα και λίγη ώρα τον βλέπει μελαγχολικό. Αυτή τη στιγμή κοιτάζει το ταβάνι συλλογισμένος. (Για να ενισχύσει την πειστικότητα της αδιαφορίας του). Τότε ο παπα-Γιώργης δεν χάνει καιρό. Αρχίζει και εναποθηκεύει μέσα από το «αντερί» του, στο ύψος του στήθους, κωκ αρκετά. Τελειώνει γρήγορα και επιστρέφει «πανευδαίμων» στη θέση του καναπέ, πλάι στο παπα-Μάρκο.
Κι αρχίζει το… δούλεμα
Ο παπα-Μάρκος αρχίζει το «δούλεμα». «Το ξέρεις πως «ξεγύρισες» παπα-Γιώργη; Μια χαρά μου είσαι τελευταία. Μου φαίνεται πως πήρες και λίγο πάχος». Και τον ψαχούλεψε στιγμιαία στο στήθος. Ανακάθισε θορυβημένος ο παπα-Γιώργης: «Μπρε πολύ πάχυνες», συνεχίζει το βιολί του, ο παπα-Μάρκος, και τα δάχτυλά του πιέζουν μαλακά το στήθος του παπα-Γιώργη.
Αγωνίζεται απεγνωσμένα ν’ αποφύγει τα επικίνδυνα πασπατέματα ο παπα-Γιώργης. Ιδρώνει, ξεϊδρώνει. Μάταια απευθύνει διαμαρτυρίες: «Έχε με παρατημένο παπα-Μάρκο!». Μάταιες εκκλήσεις. «Να χαρείς τα παιδιά σου άσε με!».
Ο παπα-Μάρκος «κάνει την πάπια» και με αθώο ύφος επιμένει: «Μα πάρα πολύ πάχυνες σου λέω», και δώσ’ του νέο ζούληγμα ισχυρότερο. Ο παπα-Γιώργης έχει απηυδήσει. Δεν αντέχει άλλο και «σπάει» στο τέλος. Προκειμένου να υποστούν ολοκληρωτική καταστροφή τα γλυκά, που ‘χε κρυμμένα στον κόρφο του, παραδίδεται άνευ όρων. Και ομολογεί με φωνή σιγανή για να μην ακουστεί παραπέρα, αλλά τσιριχτή από την αγωνία και το κακό του: «παπα-Μάρκο, παπα-Μάρκο… Σιγά μπρε, μη μου ξετσιλακώσεις τσοι κώκους».
Μικρά αποκριάτικα παραλειπόμενα
Με το στερνό αποχαιρετισμό της απόκριας, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε κάτι για ένα δεξιοτέχνη συμπολίτη, που άφησε εποχή με τις δημιουργίες του.
Μας τον ανέφερε με την ευκαιρία του αφιερώματος ο Μπάμπης Πραματευτάκης, που έτυχε να συνεργαστεί μαζί του στη διάρκεια της προετοιμασίας των αποκριάτικων αρμάτων. Και μας μίλησε με ξεχωριστό ενθουσιασμό για το συμπολίτη μας αυτό.
Ο Γιώργος Πετουσάκης λοιπόν ήταν ο άνθρωπος που ό,τι έβλεπαν τα μάτια του μπορούσαν να κάνουν τα χέρια του, όπως λέει ο λαός μας. Οι συνθέσεις του από τα πιο απλά υλικά άφηναν τις καλύτερες εντυπώσεις και ο διάκοσμος που αναλάμβανε να επιμεληθεί ήταν πραγματικά ένα έργο Τέχνης.
Αυτός δημιούργησε και τα πρώτα καλούπια για τις μεγάλες κεφαλές πάνω στις οποίες δούλευαν μετά οι εθελοντές για την προετοιμασία του Ρεθεμνιώτικου Καρναβαλιού.
Η τεχνογνωσία του σε συνδυασμό με την έμφυτη καλαισθησία και την παραγωγική φαντασία του δημιουργούσαν συνθέσεις άξιες να μείνουν σε κάποια μουσειακή συλλογή.
Εκείνος που θα ασχοληθεί με το Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι, στο πέρασμα του χρόνου, δεν θα πρέπει να ξεχνά και τον δεξιοτέχνη Γιώργο Πετουσάκη.
Το άρμα της γόνδολας
Μια λεπτομέρεια ακόμα που αξίζει να αναφερθεί. Επισημαίνεται από τον κ. Μπάμπη Πραματευτάκη επίσης, που όπως γράφαμε, μεταξύ των άλλων αρμάτων που επιμελήθηκε, όταν ήταν από τους πρωτεργάτες αναβίωσης του Καρναβαλιού, με την ομάδα της Περιηγητικής, πριν φύγει για σπουδές στο Μόναχο, ήταν ο δημιουργός και μιας γόνδολας.
Ο κ. Πραματευτάκης αφού πρώτα μας τόνισε ότι κάθε άρμα είχε θεματική αλλά και μήνυμα, όπως το άρμα της χελώνας, που αναφερόταν στην πορεία του Πολιτισμού, πρόσθεσε ότι το άρμα της γόνδολας εξυπηρετούσε, κυρίως, τη μικρή ορχήστρα του, που έπαιζε στη διάρκεια της παρέλασης, καθώς δεν υπήρχε η σημερινή υποδομή για τη μετάδοση μουσικής. Κι ήταν μια ιδανική περίπτωση να διαδίδεται η μουσική, με τρόπο, που ταίριαζε απόλυτα με την εκδήλωση, καθώς η γόνδολα σε παρέπεμπε στην πατρίδα του Καρναβαλιού με τα περίφημα τραγούδια των γονδολιέρηδων, φαντασίωση κάθε ρομαντικής ψυχής. Η έλλειψη των σημερινών μέσων τεχνικής υποστήριξης, όμως, δημιουργούσε αρκετά προβλήματα. Κι έτσι σε κείνη την καρναβαλική εκδήλωση, μεγάφωνα της εποχής σκόρπιζαν τα μουσικά ακούσματα από τα κομμάτια, που έπαιζε η ορχήστρα, με την τεχνική υποστήριξη μπαταρίας… αυτοκινήτου, για να κρατήσει η ενίσχυση μέχρι το τέλος της παρέλασης.
Πολλές, όμως, ακόμα πινελιές λείπουν για τον ολοκληρωμένο πίνακα των παλιών Καρναβαλιών. Θα τις συμπληρώσουμε σιγά-σιγά και πάντα δοθείσης ευκαιρίας.