Τα εργασιακά και το δημοσιονομικό πακέτο (περικοπών και ελαφρύνσεων) που πρέπει να ψηφιστεί άμεσα, αλλά θα εφαρμοσθεί από το 2019 και μετά, αποτελούν τα μεγαλύτερα ανοικτά μέτωπα της διαπραγμάτευσης, τα οποία δεν προβλέπεται να κλείσουν έως το Eurogroup της 20ής Μαρτίου. Έως τότε, η κυβέρνηση θα επιδιώξει να κλείσει όλα τα υπόλοιπα ανοικτά θέματα (μεταξύ άλλων, ενεργειακά, δημοσιονομικό κενό του 2018, ιδιωτικοποιήσεις), προκειμένου να μπορεί να διεκδικήσει, σε πολιτικό επίπεδο, μια καλύτερη συμφωνία στα δύο μείζονα. «Πρέπει να φθάσουμε στο Eurogroup μόνο με ένα – δυο θέματα ανοικτά, αν θέλουμε να φθάσουμε σε έναν αξιοπρεπή συμβιβασμό και να αποφύγουμε καθυστερήσεις που λειτουργούν εις βάρος μας. Γι’ αυτό πρέπει να φανούμε γενναίοι στα άλλα», λέει κυβερνητικό στέλεχος που συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, προς τον σκοπό αυτόν, στη διάρκεια της εβδομάδας θα γίνουν πολλές διαβουλεύσεις με την τρόικα, τόσο σε τεχνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο επικεφαλής των θεσμών. Εάν αυτές οι συζητήσεις αποδώσουν, η Αθήνα θα διερευνήσει τη δυνατότητα να πραγματοποιηθεί πριν από το Eurogroup μια συνάντηση σε υψηλότερο επίπεδο (Τσακαλώτου, Ντάισελμπλουμ, Βίζερ, Τόμσεν, Κερέ, Ρέγκλινγκ, Μπούτι), με στόχο να «μαλακώσει» το ΔΝΤ στα εργασιακά και τα δημοσιονομικά. Στα δύο αυτά μεγάλα «αγκάθια» η κατάσταση έχει ως εξής:
1. Ακόμη δεν έχει συμφωνηθεί το ακριβές ύψος των μέτρων και των αντίμετρων που θα ψηφιστούν τώρα για να ισχύσουν μετά το 2019. Οι συζητήσεις γίνονται στη βάση ότι απαιτούνται μέτρα περικοπών 2% του ΑΕΠ ή 3,6 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση, όμως, προσπαθεί να μειώσει τον λογαριασμό, επικαλούμενη την υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016, αλλά το ΔΝΤ εμφανίζεται προς το παρόν αμετάπειστο.
2. Με βάση την υπόθεση ότι απαιτούνται μέτρα 2% του ΑΕΠ κι άλλα τόσα αντίμετρα, στο σκέλος των περικοπών έχει συμφωνηθεί η μείωση του αφορολογήτου στις 5.900 ευρώ που θα αποδώσει 1% του ΑΕΠ και θα ισχύσει από το 2019. Επίσης, έχει συμφωνηθεί επί της αρχής η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, που θα οδηγήσει σε μείωσή τους κατά 7% έως 30% και μεσοσταθμικά κατά 14%. Ωστόσο, το ΔΝΤ θέλει να γίνει η μείωση εφάπαξ το 2020, ενώ η κυβέρνηση θέλει να γίνει σταδιακά σε βάθος τριών ή τεσσάρων ετών.
3. Μεγάλες διαφορές υπάρχουν στο πακέτο των ελαφρύνσεων, οι οποίες σε αντίθεση με τις περικοπές που θα ισχύσουν όποιο κι αν είναι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα, θα εφαρμοστούν μόνο σε περίπτωση υπέρβασης των στόχων. Το πακέτο των αντιμέτρων που προτείνει η κυβέρνηση περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:
• Μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 15% περίπου. Το μέτρο θα έχει κόστος 0,25% του ΑΕΠ (450 εκατ.). Η κυβέρνηση όμως θέλει μείωση των χαμηλών συντελεστών του συμπληρωματικού φόρου, ενώ οι θεσμοί των υψηλών. Αρχικά η κυβέρνηση είχε προτείνει μείωση του φόρου στην ακίνητη περιουσία κατά 30% οριζόντια.
• Μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες και υιοθέτηση της πρότασης του ΣΕΒ για υπεραποσβέσεις παραγωγικών επενδύσεων με κόστος 0,3% του ΑΕΠ. Οι θεσμοί θέλουν μεγαλύτερη ελάφρυνση για τις επιχειρήσεις
• Άλλο τόσο, δηλαδή 0,3% του ΑΕΠ ή περίπου 540 εκατ. ευρώ, θα είναι το κόστος από τη μείωση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα. Ωστόσο, η κυβέρνηση προτείνει τη μείωση του χαμηλού συντελεστή (3%) για τα εισοδήματα 12.000 έως 20.000 ευρώ, ενώ οι θεσμοί θέλουν τη μείωση του υψηλού συντελεστή 10%.
• Μείωση των εισφορών υγείας για τους ελεύθερους επαγγελματίες, με κόστος για τον προϋπολογισμό κατά 0,25% του ΑΕΠ και σε μια προσπάθεια να αμβλύνει τις αντιδράσεις που προκάλεσε η μεγάλη αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών. Ωστόσο, το ΔΝΤ διαφωνεί με το μέτρο.
4. Στα εργασιακά, η απόσταση είναι χαώδης, καθώς η κυβέρνηση επιμένει στην επαναφορά της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων, δηλαδή την ισχύ τους και σε επιχειρήσεις που δεν ανήκουν στην εργοδοτική οργάνωση. Το ΔΝΤ ωστόσο δεν θέλει καμία αλλαγή σε όσα έχουν θεσμοθετηθεί με τα μνημόνια, ενώ ζητάει να αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο για τις απεργίες. Ωστόσο, δεν έχει θέσει θέμα αύξησης του ορίου των ομαδικών απολύσεων. Θέλει όμως να λαμβάνονται ευκολότερα οι σχετικές αποφάσεις, χωρίς παρεμβάσεις του υπ. Εργασίας.
Η αξιολόγηση στο επίκεντρο των συζητήσεων Τσακαλώτου με τους πρέσβεις Μ. Βρετανίας – Ολλανδίας
Η πορεία των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς συζητήθηκε κατά τη διάρκεια των διαδοχικών συναντήσεων με την πρέσβη της Μ. Βρετανίας, Κέιτ Σμιθ και τον πρέσβη της Ολλανδίας, Κάσπαρ Βέλντκαμπ, που είχε στο υπουργείο Οικονομικών, ο υπουργός Ευκλείδης Τσακαλώτος. Επισημάνθηκε δε από όλες τις πλευρές η αναγκαιότητα της ταχείας ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης.
Επιπλέον, όπως έγινε γνωστό από το υπουργείο Οικονομικών:
Με την πρέσβη της Μ. Βρετανίας συζητήθηκαν και οι προοπτικές υποστήριξης και ενδυνάμωσης των στενών οικονομικών δεσμών των δυο χωρών, με έμφαση στην προσέλκυση βρετανικών επενδύσεων στην Ελλάδα, αλλά και θέματα που αφορούν στις σχέσεις της Μ. Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στη συνάντηση με τον Ολλανδό πρέσβη επιβεβαιώθηκαν οι καλές διμερείς σχέσεις και συζητήθηκαν οι εξελίξεις στην Ολλανδία εν όψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών.