Η 21η Απριλίου είναι μια σημαντική μέρα στην ελληνική Ιστορία. Όπως όλοι γνωρίζουμε, συνδέεται με την κατάλυση (το 1967) των δημοκρατικών θεσμών από τη δικτατορία των συνταγματαρχών και με την έλευση όλων όσα έφερε αυτή στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή των περισσότερων Ελλήνων.
Πολλά έχουν γραφεί και ειπωθεί για τη χούντα μετά την πτώση της όλα αυτά τα χρόνια (1974 – 2018) από διάφορες οπτικές. Η συντριπτική πλειοψηφία την κατηγορούν ότι συνετέλεσε στην πολιτική, την οικονομική και την κοινωνική απομόνωση και οπισθοδρόμηση της χώρας. Υπάρχουν, βέβαια, και οι νοσταλγοί της, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι αν δεν ήταν οι «συνταγματάρχες» σε πολλά θέματα θα ‘χε «βαλτώσει»…
Ο καθένας, στις δημοκρατίες, λοιπόν, μπορεί να κρίνει ελεύθερα τα περασμένα. Σχεδόν ελεύθερα. Δηλαδή, συνήθως κρίνει τα πάντα επηρεασμένος από ό,τι ο ίδιος θεωρεί συμφέρον του και πως είναι για το καλό του, «τα καλά και συμφέροντα», ανεξάρτητα από το αν μπορεί να καταλάβει ότι με τη συμπεριφορά του ίσως και βλάπτει κάποιους άλλους ή/και το κοινωνικό σύνολο ή όχι…
Αυτό, όμως, είναι το ηθικό πλεονέκτημα των πραγματικών δημοκρατιών. Έχει ο καθένας την ελευθερία να κάνει ή να λέει ό,τι θέλει και μόνον η ίδια του η συνείδηση μπορεί να τον «φρενάρει» πραγματικά, να τον εμποδίσει από την ασυδοσία και την αδικία. Και οι νόμοι, τους οποίους οι λίγοι, στα ανελεύθερα ή νομιμοφανή καθεστώτα, αρέσκονται χρησιμοποιούν για να φοβίζουν τους πολλούς, έρχονται, στα δημοκρατικά πολιτεύματα, κοντά στους πολίτες όχι ως αυστηροί δεσμοφύλακες, αλλά ως ξάγρυπνοι θεματοφύλακες των κατακτημένων με αίμα και πολύχρονους αγώνες κοινωνικών δικαιωμάτων.
Στις δημοκρατίες, εξάλλου, και οι γονείς και τα σχολεία, οι κύριοι φορείς της παιδείας και της εκπαίδευσης των παιδιών, χωρίς καμία έξωθεν (κατα)πίεση, αγωνίζονται και φτάνουν στον προορισμό τους. Βοηθούν δηλαδή τα παιδιά να ενταχτούν αρμονικά στο κοινωνικό σύνολο, με άλλα λόγια προσφέρουν στην κοινωνία ψυχοσωματικά και πνευματικά ολοκληρωμένα και ηθικά ακέραια και ευσυνείδητα άτομα με αρχές και αξίες, οι οποίες λειτουργούν ως στηρίγματα της κοινωνίας και δεν τη ναρκοθετούν.
Θα ήθελα, λοιπόν, κλείνοντας το σημερινό σημείωμα, να σας μεταφέρω όλα όσα έγραψε ο Λυσίας (Αθήνα, 4ος αι. π.Χ.) για όλους εκείνους που αγωνίστηκαν για την ανατροπή των Τριάντα Τυράννων και την επιστροφή της Δημοκρατίας στην κλασική Αθήνα, εφόσον ο αγώνας τους θυμίζει το χρέος όλων μας έναντι κάθε δικτατορικού ή απολυταρχικού καθεστώτος.
Ας έχουμε πάντοτε και παντού στη δημόσια και την προσωπική ζωή μας παράδειγμα για μίμηση και ας θυμόμαστε, όπως σημειώνει ο Λυσίας, «όλους εκείνους τους άνδρες, και ιδιωτικά και δημόσια, οι οποίοι, προσπαθώντας να αποφύγουν τη σκλαβιά, αγωνιζόμενοι για το δίκαιο και μαχόμενοι για τη δημοκρατία, έχοντας όλους τους άλλους αντιμέτωπους, κατέβηκαν (από τη Φυλή) στον Πειραιά χωρίς να είναι υποχρεωμένοι από το νόμο, αλλά ξεσηκωμένοι από τη φύση τους,[…] αποκαθιστώντας τη δημοκρατία ως πολίτευμα συμμετοχικό και γι’ αυτούς και για τους άλλους, προτιμώντας το θάνατο με ελευθερία ή τη ζωή με σκλαβιά, ταπεινωμένοι περισσότερο για τις συμφορές της πόλης παρά οργιζόμενοι με τους εχθρούς, προτιμώντας περισσότερο να πεθάνουν στην πατρίδα τους παρά να ζήσουν κατοικώντας σε ξένη χώρα, έχοντας για συμμάχους τους όρκους και τις συνθήκες και για εχθρούς τους τα νέα αφεντικά τους (τους Σπαρτιάτες ή τους τριάντα τυράννους) […]» (Λυσίας, «Επιτάφιος», μετάφραση Γ. Α. Ράπτης, εκδόσεις Ζήτρος).
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ., φιλόλογος