Πριν από την αλλαγή του χρόνου, είχα ανταμώσει κάποιους από τους παλιούς μου φίλους και βρήκαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε, χωρίς την πίεση του χρόνου ή άλλων εξωτερικών παραγόντων, για πολλά και διάφορα, ιδίως τρέχοντα και κοινωνικού ενδιαφέροντος και προβληματισμού, θέματα.
Έτσι, όπως ήταν λογικό και αναμενόμενο, η συνομιλία μας έφτασε και στο μερίδιο ευθύνης που αναλογεί στους Έλληνες πολιτικούς για όσα συμβαίνουν εις βάρος του λαού μας τα τελευταία χρόνια. Όλοι συμφωνήσαμε πως όταν οι πολιτικοί κυβερνούν με σύνεση και φρόνηση και χρηστά ήθη και συντελούν κατ’ αυτόν τον τρόπο τα μέγιστα στην ομόνοια ανάμεσα στους πολίτες, το καράβι της πολιτείας δεν κλυδωνίζεται και συνεχίζει άφοβο, θαρραλέο και ορθόπλωρο, ακόμα και στις τρικυμίες και στις βαθιές θάλασσες, τον δύσκολο και μη δυνάμενο να προβλεφθεί τι κρύβει παρακάτω πλου του.
Και φεύγοντας από την φιλική συντροφιά εκείνο το μεσημέρι, η συζήτησή μας εξακολουθούσε να με απασχολεί και με τον ερχομό της καινούργιας χρονιάς, ώσπου, ψάχνοντας κάτι άλλο, «έπεσα» στον Ισοκράτη, το γνωστό ρητοροδιδάσκαλο της Αθήνας του 4ου αι. π.Χ.
Στον «Αρεοπαγιτικό» του λόγο, μεταξύ άλλων, λοιπόν, βρήκα αρχικά πώς εγκωμιάζει το πολίτευμα που είχαν οι παλαιότερες των συγχρόνων του γενιές συμπατριωτών του, επειδή, κατά τη γνώμη μου, το θεωρεί «εκ των ων ουκ άνευ» θεμέλιο μιας υγιούς, ανθηρής υλικά και πνευματικά πόλης όπως ήταν η Αθήνα των περασμένων αυτών χρόνων. Αφού παρουσιάζει πώς οι αλλοτινοί πολιτικοί κυβερνούσαν ορθά και με σύνεση την πόλη, τηρώντας τους νόμους και σεβόμενοι το πολίτευμά της, ακολούθως μας δείχνει τις συνέπειες της χρηστής διοίκησης στην καθημερινότητα των πολιτών, στη δημόσια και την ιδιωτική τους ζωή. Και γράφει, λοιπόν, ο Ισοκράτης για τους πάλαι ποτέ κατοίκους της Αθήνας πως «εύκολον δε είναι να εννοήση κανείς εκ τούτων (: από τα όσα ανέφερε νωρίτερα και τα οποία σχετίζονται με την ορθή διοίκηση στην αρχαία Αθήνα) ότι και εις τον καθημερινόν των βίον αδιαλείπτως ορθώς και νομίμως έπραττον».
Πρώτα – πρώτα, ο ρήτοράς μας στέκεται στο σεβασμό των παλαιών Αθηναίων στα θρησκευτικά ήθη και έθιμα, γιατί, όπως πιστεύω, η θρησκεία είναι από τους στυλοβάτες που βαστούν μια κοινωνία στις δύσκολές της εποχές. Ειδικότερα, σημειώνει ότι «εκείνα μόνον επρόσεχον, πώς δηλαδή δεν θα καταργήσουν ουδέν από τα πατροπαράδοτα και πώς δεν θα προσθέσουν τίποτα εκτός από αυτά».
Παρακάτω και τελειώνοντας το παρόν σημείωμα, για να σας αφήσω και σεις να προβληματιστείτε πώς και η σύγχρονή μας ελληνική κοινωνία θα μπορούσε να βγει, επιτέλους, έμπρακτα και όχι μόνο στα λόγια, από την πολιτικοοικονομική κρίση και την ηθικοπνευματική παρακμή των τελευταίων χρόνων, θα διαβάσουμε ποιες, κατά τον Ισοκράτη, ήσαν οι σχέσεις των Αθηναίων πολιτών τον 5ο αι. π.Χ. μεταξύ τους, ακόμα και αν δεν είχαν την ίδια οικονομική δύναμη. Σε άλλες πόλεις, η ενθαρρυνόμενη από τους κρατούντες οικονομική ανισότητα θα δίχαζε το λαό, θα γέμιζε τους πολίτες φθόνο και αντιζηλίες, θα ναρκοθετούσε την ενότητα της πόλης με άλλα λόγια. Στην Αθήνα, όμως, των κλασικών χρόνων, που εγκωμιάζει ο Ισοκράτης, τα πράγματα ήσαν διαφορετικά λόγω της χρηστότητας των ηθών των κυβερνώντων και των πολιτών εν γένει. Συγκεκριμένα, οι πολίτες, βλέποντας τους πολιτικούς να τηρούν τους νόμους, να μην φθονούνται μεταξύ τους, να αγωνίζονται για την ενότητα της πόλης χωρίς (οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές μεταξύ των πολιτών) διακρίσεις και να προτάσσουν το κοινό καλό, «όχι μόνον είχον ομόνοιαν διά την διοίκησιν της πόλεως, αλλά και εις τον ιδιωτικόν των βίον τόσον εφρόντιζεν ο ένας διά τον άλλον, όσον πρέπει να φροντίζουν οι φρόνιμοι και οι έχοντες την ιδίαν πατρίδα. Και οι πτωχότεροι δηλαδή εκ των πολιτών τόσον πολύ απείχον του να φθονούν τους πλουσίους, ώστε ομοίως εφρόντιζον διά τας πλουσίας οικογενείας, όπως εφρόντιζον και διά τας ιδικάς των, διότι εθεώρουν ότι η ευτυχία των πλουσίων οικογενειών είναι ιδική των ευπορία· και οι έχοντες δε μεγάλας περιουσίας όχι μόνον δεν περιφρονούσαν τους πτωχούς, αλλά θεωρούντες εντροπήν των την πτωχείαν των συμπολιτών των εβοήθουν τους πτωχούς, εις άλλους μεν παραδίδοντες αγρούς προς καλλιέργειαν με μικρόν μίσθωμα, άλλους δε στέλλοντες (με ιδικά των κεφάλαια) να εμπορευθούν, εις άλλους δίδοντες χρήματα δι’ άλλας εργασίας».
Η μετάφραση των παραπάνω αποσπασμάτων του Ισοκράτη είναι από τον Σ. Τζουμελέα («Ισοκράτους Αρεοπαγιτικός, Περί Ειρήνης. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις», Αθήνα, 1949, εκδόσεις Πάπυρος).
* O Γεώργιος Η. Ορφανός είναι φιλόλογος