Ο Θανάσης Κατιγκάς είναι ένας σεμνός βιοπαλαιστής, έμπειρος και ευσυνείδητος, ταλαίπωρος επαγγελματίας, ταπεινός ταξιτζής, ο οποίος «αλωνίζει» μέρα νύχτα τη Θεσσαλονίκη για ένα πενιχρό, γλίσχρο μεροκάματο.
Τα παιδικά χρόνια του Θανάση υπήρξαν δυστυχισμένα και πολύπαθα. Είχε πάρει… διαζύγιο με τα γράμματα. Στο σχολείο οι συμμαθητές του δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί. «Κούτσουρο» τον ανέβαζαν «κούτσουρο» τον κατέβαζαν. Δεν ήθελε να προκόψει και δεν προσπαθούσε να μάθει ούτε να συλλαβίζει.
Η αδελφή του τον φιλοδωρούσε, κατά περίπτωση, με ανάλογα κοσμητικά επίθετα, με υβριστικούς και μειωτικούς χαρακτηρισμούς, όπως «βόδι», «τούβλο» κ.λπ. Για να τον συνετίσουν η αδελφή του και η μητέρα του, επέλεξαν… ως ενδεδειγμένη και αποτελεσματική μέθοδο το ξυλοφόρτωμα. Τον φτωχό τον Θανάση τον έδερναν αλύπητα, για να μάθει γράμματα. Τις τάξεις τις περνούσε με το στανιό, είτε χαριστικά με απαράδεκτη μεροληψία και ενδεχόμενη σκόπιμη ιδιοτέλεια του δασκάλου, είτε με δωροδοκία της δασκάλας με ανταποδοτικό δώρο λίγα αβγά.
Στην Πέμπτη τάξη ο δάσκαλος θέλησε, να τον αφήσει και πάλι για τρίτη χρονιά, ώσπου επιτέλους κάποια μέρα τελείωσε το δημοτικό στα οκτώ χρόνια, χωρίς να ξέρει ούτε ένα πολλαπλασιασμό. Μετά από αυτήν την διαρκή, όσο και καθολική απόρριψη, αστοργία και υποτίμηση, ο Θανάσης ένιωσε μέσα του ένα κενό. Η διψασμένη ψυχή του ζητούσε ένα πνευματικό καταφύγιο. Κάποια στιγμή λες και του ‘ρθε μια ξαφνική αφύπνιση, ότι εγέρθηκε από έναν λήθαργο, για να τον οδηγήσει, να συναντήσει ένα δρόμο υπερβατικό, όπως σ’ εκείνη την πνευματική οδό, που οδηγεί στον Εσταυρωμένο.
Ο Θανάσης θα αρχίσει να διαβάζει επισταμένως και να μελετά σε βάθος και παρά πάσαν προσδοκίαν με θαυμαστή θέληση, την Αγία Γραφή. Θα κλείσει τα αφτιά του στις σειρήνες της περιρρέουσας κοινωνικής αθεΐας. Θα διαβάσει και θα ξαναδιαβάσει με αποφασιστικότητα, επιμονή και επιμέλεια το σύνολο των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, αλλά όχι διάβασμα συμβατικό και συνηθισμένο. Ο Θανάσης ενστερνίζεται, εγκολπώνεται και υιοθετεί το Λόγο του Θεού, όπως ένας καταξιωμένος Θεολόγος. Και τότε, παρακινούμενος από ένα σεβάσμιο Γέροντα, αρχίζει να γράφει. Ούτω πως συνέβη το ανεξήγητο και το αδιανόητο. Ένας αμόρφωτος, απαίδευτος, αμαθής και αστοιχείωτος ταξιτζής, να μεταλλαχτεί με του Θεού τη Χάρη, σε μιαν αυτόφωτη, ακτινοβόλα προσωπικότητα, και να εμφανίσει αναπάντεχα ένα σπάνιο, πληθωρικό ταλέντο όπως εκείνο ενός περινούστατου, κλασικού συγγραφέα.
Με γλαφυρή πέννα που συναρπάζει και βαθιά πίστη στον Εσταυρωμένο, που συγκινεί και συγκλονίζει, εκδίδει και το δεύτερο βιβλίο με τον ίδιο τίτλο: «Τα δάκρυα της μετάνοιας», στο οποίο περιγράφει παραστατικά και ολοζώντανα τα απίστευτα, προσωπικά βιώματά του και τις συσσωρευμένες εμπειρίες του.
Ο Θανάσης μετά από την προσεκτική και συστηματική μελέτη της Αγίας Γραφής αφιερώνεται με ζήλο στη διακονία του Ευαγγελίου. Αποκτά ούτω πως ένα ακαταμάχητο όπλο, που θα καταπολεμήσει εύστοχα τις αντίρροπες, σκοτεινές και εφιαλτικές δυνάμεις της Χριστιανικής διδασκαλίας. Από το ταξί του θα περάσει κάθε καρυδιάς καρύδι και ο απλός ταξιτζής, με πίστη και ευσέβεια, αναλαμβάνει την υποχρέωση δεσμεύεται ενώπιον του Εσταυρωμένου να κάνει ότι είναι δυνατόν, για να επιτύχει και επιτυγχάνει, μετά από θεϊκή παρέμβαση, αυτό που είναι αδιανόητο ανθρωπίνοις λογισμοίς. Τη μεταστροφή των απόψεων και εδραιωμένων αντιλήψεων πολλών αδιαφώτιστων αμφισβητιών εκ των πελατών, είτε ακόμα και ανελέητων αρνητών της Χριστιανικής Αλήθειας. Η μια φέρνει την άλλη θεόπεμπτη επιτυχία ριζικής μετάλλαξης ψυχών και ειλικρινούς ολόψυχης μεταμέλειας αλλά και της έμπρακτης συγγνώμης των πάσης φύσεως αμαρτωλών και όλων εκείνων των παραβατών ηθικών κανόνων και αυτοκαταστροφικών αποφάσεων, που ολισθαίνουν και κατρακυλούν προς τη διαφθορά. Ακόμα και πόρνες έμπαιναν στο ταξί και ακούγοντας από το ραδιόφωνο το λόγο της Εκκλησίας, ρωτούσαν από περιέργεια και ήθελαν να μάθουν για τον Χριστό.
Ο Θανάσης εύρισκε την ευκαιρία και τους μιλούσε αλλά όχι επιτιμητικά για σφάλματα και παραλείψεις. Το λόγο του θα τον έλεγα πειστικό, καλοπροαίρετο, περιεκτικό και ανακουφιστικό και τόσο συγκινητικό, ώστε να φέρει δάκρυα σ’ αυτές τις άμοιρες βασανισμένες υπάρξεις και σπαρακτικό κλάμα. «Τούτο γαρ εστί θέλημα Θεού, ο αγιασμός υμών, απέχεσθαι υμάς από τας πορνείας» Α’ Θεσσ. 4,2.
Ο Θανάσης πέραν των θεολογικών – εκκλησιαστικών της ορθοδόξου πίστεως κειμένων από τα οποία εμπνέεται και τα οποία σε μεταφέρουν σε μιαν άλλη διάσταση μακράν από τα ευτελή, τα ρηχά και τα ασήμαντα, έχει και ένα άλλο χάρισμα. Είναι το απαράμιλλο ταλέντο των γλαφυρών θύραθεν αφηγήσεων, οι οποίες σε καθηλώνουν. Όμως όλα εξυψώνουν και μεταρσιώνουν λες και βρίσκεσαι σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα γαλήνια και διαυγή και σ’ έναν κόσμο πρωτόγνωρο, απροσπέλαστο και υπέρλαμπρο. Ο αναγνώστης σαν να παίρνει μέρος ενεργά, σε μια προσωπική μέθεξη της Θείας Ευχαριστίας.
Ο Θανάσης ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπος απέναντι σε αρνητές, πολέμιους και αμείλικτους εχθρούς της Εκκλησίας του Χριστού, στους οποίους φέρθηκε με ανεξάντλητη ιώβεια υπομονή, χριστιανική εγκαρτέρηση, με παραδειγματική ανεκτικότητα και αγάπη, στον πλησίον. Γι’ αυτήν την αρετή της αγάπης άκουγε εκπομπή της Εκκλησίας στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου του ο Θανάσης, εκείνη την ημέρα, όταν ένας ηλικιωμένος του σήκωσε το χέρι, τον σταματάει και μπαίνει στο ταξί, αλλά ακούγοντας το ραδιόφωνο, ξεσπάει με απαράδεκτη συμπεριφορά: «τι θα γίνει ρε ταξιτζή; Αυτά θα ακούμε τώρα; Άντε κλείστο για να μην στο σπάσω». Ο Θανάσης του απαντά με αυτοσυγκράτηση που επιβάλλεται από την χριστιανική ηθική: «Σας παρακαλώ ακούμε ένα κήρυγμα γύρω από την αγάπη. Τι ποιο όμορφο; Τι ποιο ωραίο; Για την αγάπη μιλάει. Εάν ακούγατε κάτι αισχρό, κάτι ανήθικο το καταλαβαίνω. Τώρα όμως ακούμε για την αρετή της αγάπης που στο κάτω κάτω την έχουμε όλοι μας ανάγκη». Εδώ ο τρόπος αντιμετώπισης του Θανάση απέναντι σ’ αυτήν την απαξιωτική συμπεριφορά μεταφέρει σ’ εκείνη την ανάλογη ανεκτική στάση του καλογέρου απέναντι στο ληστή στο «Αδελφοί Καραμαζώφ» του Ντοστογιέφσκι. Στα τελευταία λόγια του Θανάση «Στο κάτω κάτω όλοι έχουμε την ανάγκη της αγάπης» ο επιβάτης θα γίνει έξαλλος «Εγώ, ταξιτζή, δεν την έχω (την ανάγκη) κι εφόσον εδώ μέσα σε πληρώνω εγώ, θα κάνεις αυτό που σου λέω. Δεν θέλω ν’ ακούω αυτές τις αηδίες. Το κατάλαβες;». Ο τρόπος που απαντά ο Θανάσης μεταφέρει τον αναγνώστη και πάλι συνειρμικά στον «κύκλο με την κιμωλία» έργο του Μπρεχτ. Σ’ αυτό ο Μπρεχτ επισημαίνει όπως η άμαξα και το άλογο ανήκουν στον αμαξά, το ίδιο και το παιδί ανήκει σ’ αυτήν που το γαλούχησε, το ανέθρεψε, το μεγάλωσε και το παιδοκόμησε και όχι σ’ αυτήν που το γέννησε. Το έργο έχει τις επιπλέον μεταφορικές προεκτάσεις. Ούτω πως και ο Θανάσης σύμφωνα με το τσιτάτο του Μπρεχτ θα προσπαθήσει, να τον συνεφέρει και να τον συνετίσει και μεταξύ άλλων, πολύ ορθά, θα συμπληρώσει: «Άλλωστε, ο νόμος το λέει ξεκάθαρα. Το ραδιόφωνο ανήκει στον οδηγό. Όμως παρόλαυτα εγώ θα σας κάνω το χατίρι και θα το κλείσω, αρκεί να συμφωνήσουν και οι από πίσω (επιβάτες).» «Όχι, με τίποτα» απαντούν εκείνοι. Ήταν νεαρά άτομα. Η απάθεια του Θανάση κάνει έξαλλο, το θηριώδη πελάτη, τον εξοργίζει και αλλόφρων προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα, «Σταμάτα να κατέβω ρε βρωμιάρη. Σταμάτα να κατέβω». Ο Θανάσης πάτησε απότομα φρένο και σταμάτησε στην άκρη. Αφού άκουσε τα σχολιανά της χρονιάς του κι άλλα χυδαία, αισχρά, ακατονόμαστα λόγια και ύβρεις, ο επιβάτης πήρε δρόμο. Επειδή στον πολυκύμαντο βίο του ο γράφων βρέθηκε σε παρόμοιες νοσηρές περιπτώσεις, εύχομαι από δω κι εμπρός στο φίλο μου, Θανάση, να μην ξανασυναντήσει τέτοιους χαρακτήρες ευερέθιστους και αψίθυμους.
Παρόμοιο και το επόμενο περιστατικό, ως προς τον αρνητισμό και την εναντίωση απέναντι στο Χριστό, με τη διαφορά ότι εδώ πρόκειται για ψυχοπαθολογική περίπτωση, που σχετίζεται με ψυχικές διαταραχές στις οποίες αυτός που δοκιμάζεται ψυχικά τις αναγνωρίζει και έχει επίγνωση αυτών, οπότε και καταφεύγει σε ιατρική παρακολούθηση. Στην προηγούμενη περίπτωση ο επιβάτης του ταξί ήταν έρμαιο των παθών του, αλλά και θύμα μιας καταστροφικής ολέθριας αγωγής διαμορφωμένης μέσα σ’ ένα ακατάλληλο, εξωτερικό, νοσηρό περιβάλλον. Σ’ αυτήν εδώ την τελευταία περίπτωση ο Θανάσης θέλει να του μιλήσει για το Χριστό και για την Εκκλησία, ενώ αυτός ο νεαρός εξαγριώνεται και δε θέλει να τον ακούσει. Παρ’ όλα αυτά ένας απλός ταξιτζής αρχίζει να του μιλά με πίστη στο Χριστό και για το πόσο αναγκαίο είναι να βοηθάμε το σώμα μας, χωρίς βέβαια να παραμελούμε και την ψυχή μας και τη βοήθεια αυτή θα την πάρουμε μόνο μέσα απ’ την Εκκλησία. Και ω του θαύματος ο νέος πείθεται και εμπιστεύεται το Χριστό, μ’ αυτά και με τα πολλά άλλα λόγια του Θανάση, ο οποίος κατορθώνει, να του εμποτίσει και να του εμφυσήσει το χριστιανικό τρόπο αντίληψης και σκέψης και μια πίστη στο Χριστό βαθιά, απόλυτη και αδιασάλευτη, με προσήλωση στην Εκκλησία. Η μεταστροφή συνέβη μετά από παρακίνηση του Θανάση και επίσκεψη με το νεαρό σε ιερέα για το μυστήριο της εξομολόγησης.
Σε μια άλλη περίπτωση ο Θανάσης αιφνιδιάζεται από μια θλιμμένη φωνή μιας αινιγματικής ύπαρξης. Και ιδού πως αφηγείται ο ίδιος το ιστορικό: «Μέσα από χιλιάδες τηλεφωνήματα, κάποια μέρα ακούω στο κινητό μου μια γλυκιά φωνούλα, να με ρωτάει «συγγνώμη είστε ο κύριος Θανάσης;». Είναι μια κοπέλα η οποία του εκφράζει το θαυμασμό της για το βιβλίο του (το 1ο) που διάβασε και ξαναδιάβασε. Ο Θανάσης την πληροφορεί ότι το βιβλίο το ‘χει καταγράψει και σε δίσκους CD και αν το επιθυμεί, να τους στείλει και μάλιστα, θα μπορούσε δωρεάν. «Θα το ‘θελα πολύ», απαντά η κοπέλα «αλλά εδώ που βρίσκομαι αυτό δεν γίνεται». Είναι προφανές ότι η κοπέλα σα να ήθελε κάτι να αποκρύψει. Μετά από ένα γόνιμο, εκτενή διάλογο η κοπέλα αποκαλύπτει γιατί δεν γίνεται να αποσταλούν οι δίσκοι. Ο λόγος είναι διότι το τηλεφώνημά της προέρχεται μέσα από τη φυλακή Θηβών, όπου η κοπέλα εκτίει δωδεκαετή ποινή φυλάκισης. Όμως όπως του λέει: «το βιβλίο αυτό με κάνει κάθε βράδυ να βρέχω το μαξιλάρι μου, έγινε το βάλσαμο της ψυχής μου».
Διαβάζοντας αυτό το υποδειγματικό, συναρπαστικό πόνημα, το τόσο πνευματικό και διαφωτιστικό, αναλογίζεται ο καθείς από ποια νηπτική θεολογία από ποια φωτισμένη διάνοια, από ποια υποδειγματική προσωπικότητα απορρέει αυτή η βαθιά περισυλλογή η κρυμμένη ενδόμυχα στα βάθη μιας αγνής καρδιάς;
Πέραν όμως της συγγραφής του ταλαντούχου, χαρισματικού Θανάση ο ταπεινός ταξιτζής μιας αποκαλύπτει κι ένα άλλο ταλέντο, όπως εκείνο ενός ιεροφάντη της Αλήθειας, ενός ένθερμου, διαπρύσιου ιεροκήρυκα του Θείου Λόγου. Προκαλεί ακόμα εύλογη απορία. Αυτός ο νυχθημερόν για το μεροκάματο, εργαζόμενος βιοπαλαιστής, πού βρήκε, πού βρίσκει το χρόνο για όλη αυτήν τη δραστηριότητα; Κι ακόμα ένα άλλο. Ο Θανάσης δεν γνώρισε και δεν έζησε στα Κολέγια, σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, σε ινστιτούτα, σε χώρους επιστημονικής γνώσης και αξιόλογης παιδείας. Ο Θανάσης έζησε στη φορτισμένη, υποβαθμισμένη, περιρρέουσα ατμόσφαιρα, στην πιάτσα και στο κουρμπέτι της πολυδιάστατης και πολυσύνθετης Θεσσαλονίκης, γι’ αυτό του αξίζει κάθε έπαινος και κάθε τιμή. Είναι δικαιολογημένη η απορία πώς τον Θανάση δεν τον κέρδισε η μαγκιά, το νταηλίκι κι ο τσαμπουκάς, δεν τον κατέκτησε ένα λεξιλόγιο με τα μάγκικα, μια γλώσσα χυδαία και απεχθής, η οποία προσδίδει ένα κακόγουστο ύφος και μια άξεστη συμπεριφορά, όπως είναι η αργκό των υποβαθμισμένων κοινωνικών ομάδων. Αλλά μείζονος σημασίας ότι καταπλήσσει ένα γεγονός. Ένας άνθρωπος χωρίς καμιά οικονομική στήριξη, χωρίς να γνωρίζει τα πρότυπα κοινωνικών κανόνων, χωρίς στοιχειώδη μόρφωση, κατόρθωσε ένα πνευματικό επίτευγμα γιγαντιαίων διαστάσεων.
Ο χώρος της εφημερίδας δεν επιτρέπει μια περαιτέρω εμπεριστατωμένη παρουσία του πονήματος, αλλά θα ‘ταν λάθος να μη σημειωθεί το εντυπωσιακό τιράζ μιας πληθωρικής κυκλοφορίας. Το πρώτο ομότιτλο βιβλίο – ορόσημο του συγγραφέα έχει κυκλοφορήσει σε χιλιάδες αντίτυπα και έχει μεταφραστεί σε πέντε γλώσσες. Στα αγγλικά, στα ρώσικα, στα ρουμάνικα, στα ιταλικά και στα γερμανικά. Οι αληθινές ιστορίες και τα συγκλονιστικά γεγονότα είναι αυτά που συγκίνησαν βαθιά και που βούρκωσαν μάτια, γιατί μίλησαν μέσα στην καρδιά των απλών ανθρώπων!
Εύχομαι να ‘ναι καλοτάξιδο και πολυδιαβασμένο και το δεύτερο ομότιτλο βιβλίο του χαρισματικού, σεμνού συγγραφέα.
Τηλέφωνα του συγγραφέα: 2310951320 και 6936-989166. Τιμή του βιβλίου 15 ευρώ.