Μια υπόθεση στυγνής δολοφονίας, ενός ηλικιωμένου, η τεράστια περιουσία του οποίου ήταν και το κίνητρο του εγκλήματος, έκλεισε χωρίς να βρεθεί ο δολοφόνος. Στο εδώλιο εξάλλου, δεν έφτασε ποτέ, ο δράστης παρά μόνο δυο άτομα ως φυσικοί αυτουργοί.
Η διήμερη ακροαματική διαδικασία, έδειξε πως ένας μεγάλος όγκος υλικού, που θα μπορούσε να έχει οδηγήσει στην ταυτότητα του δράστη ή των δραστών, είτε αγνοήθηκε είτε δεν αξιολογήθηκε είτε δεν αξιοποιήθηκε, από τις αρμόδιες υπηρεσίες στο στάδιο που έπρεπε. Αποτέλεσμα, το έγκλημα να μείνει δια παντός ατιμώρητο. Εκτός και αν κάποιο τυχαίο γεγονός, σε άλλο χρόνο, ξεθάψει το μυστικό του δολοφόνου.
Ομόφωνα αθώους έκρινε χθες το απόγευμα το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ρεθύμνου και τους δυο κατηγορούμενους για ηθική αυτουργία από κοινού, στη δολοφονία του 82χρονου Ευάγγελου Ροκάκη από τον Τσιβαρά Αποκορώνου, ένα άγριο έγκλημα που τελέστηκε τον Οκτώβριο του 2009.
Το ΜΟΔ έκρινε αφ’ ενός, την 55χρονη ανιψιά του θύματος (κόρη της αδελφής του) αθώα λόγω αμφιβολιών και αφ’ ετέρου τον 67χρονο επιχειρηματία Χανιώτη, συγκατηγορούμενο της πρώτης με τον οποίο είχε και έχει φιλικές σχέσεις, αθώο, καθώς δεν προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία καμία σχέση του με το έγκλημα.
Νωρίτερα, ο εισαγγελέας, είχε προτείνει την ενοχή της πρώτης και την απαλλαγή του δεύτερου.
Για την 55χρονη, ο εισαγγελέας ανέφερε ότι κατά την κρίση του, από όλους τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση ωφελημένη από τη δολοφονία θα ήταν η 55χρονη, που ως μοναδική κληρονόμος θα κληρονομούσε τη μεγάλη περιουσία του 82χρονου θείου της. «Η κατηγορούμενη ήταν εκείνη που είχε κίνητρο και συμφέρον να τον σκοτώσει. Δημιούργησε άλλοθι βρισκόμενη στην Αθήνα. Δεν το έκανε η ίδια, έβαλε κάποιον άλλο και τον δολοφόνησε. Προτείνω την ενοχή της», είπε, αφήνοντας έκπληκτους τους συνηγόρους υπεράσπισης, που στις αγορεύσεις τους χαρακτήρισαν την εισαγγελική πρόταση εσφαλμένη.
Για τον 67χρονο, ο εισαγγελέας ανέφερε ότι οι ενδείξεις ήταν αρκετές για την ενοχή του, δεν υπάρχουν και δεν μπορεί να βασιστεί η εμπλοκή του στις τηλεφωνικές επικοινωνίες και μόνο, που είχε με την 55χρονη. Γι’ αυτό, πρότεινε την απαλλαγή του.
Έγκλημα χωρίς δράστη
Η ακροαματική διαδικασία στο ΜΟΔ Ρεθύμνου, όπου δικάστηκε η υπόθεση της δολοφονίας ενός πολύ ευκατάστατου ηλικιωμένου άνδρα από τον Τσιβαρά Αποκορώνου, διήρκησε δυο δικασίμους. Ο δράστης του εγκλήματος δεν βρέθηκε ποτέ. Τουλάχιστον μέχρι σήμερα.
Η αστυνομική προανάκριση άρον-άρον, σύμφωνα με τους συνηγόρους υπεράσπισης, έκλεισε την δικογραφία παραπέμποντας την υπόθεση στη Δικαιοσύνη με τέσσερις κατηγορούμενους ως ύποπτους, για τους οποίους όμως τα στοιχεία ήταν πολύ φτωχά.
Με βούλευμα απαλλάχτηκαν οι δυο και παραπέμφθηκαν να δικαστούν οι άλλοι δύο όχι φυσικά ως φυσικοί αυτουργοί του εγκλήματος αλλά για ηθική αυτουργία στο έγκλημα από κοινού: η μοναδική πρώτη ανιψιά του θύματος, 55 χρόνων, και ένας άνδρας 67 χρόνων με τον οποίο η πρώτη διατηρούσε σχέση φιλική ή άλλη.
Φυσική παρουσία της πρώτης κατηγορούμενης δεν υπήρξε στον τόπο του εγκλήματος. Δεν αποδείχτηκε κάτι τέτοιο σε κανένα στάδιο της έρευνας. Η 55χρονη βρισκόταν στην Αθήνα. Ερευνώντας οι αστυνομικές αρχές την υπόθεση την καθιστούν ύποπτη, επειδή ήταν η μοναδική κληρονόμος της τεράστιας περιουσίας και κάποιες μαρτυρίες ότι δεν διατηρούσε καθόλου καλές σχέσεις με τον θείο της -θύμα ο οποίος- όπως είπαν κάποιοι μάρτυρες, είχε σκοπό να την αποκληρώσει.
Η αστυνομική άποψη περί ενοχής της φαίνεται να ενισχύεται στη συνέχεια από τη διαπίστωση ότι η γυναίκα είχε οικονομικά προβλήματα και μάλιστα λίγο μετά τη δολοφονία, ως κληρονόμος πλέον πούλησε ένα ακίνητο προς 430.000 ευρώ.
Η αστυνομική έρευνα λοιπόν, με κάποιες ενδείξεις που είχε, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έβαλε κάποιο τρίτο πρόσωπο και δολοφόνησε τον 82χρονο θείο της για να καρπωθεί τη μεγάλη κληρονομιά. Στην περιουσία του θύματος να σημειωθεί ότι κάποιους μήνες νωρίτερα είχε προστεθεί και η επίσης μεγάλη περιουσία του αδελφού του, του Λευτέρη Ροκάκη που είχε πεθάνει.
Ο δεύτερος κατηγορούμενος έφτασε στο εδώλιο του ΜΟΔ με περισσότερο συνοπτικές διαδικασίες. Τουλάχιστον όπως φάνηκε από το υλικό της δικογραφίας αλλά και από την ακροαματική διαδικασία. Κρίθηκε ως ύποπτος και στη συνέχεια ως κατηγορούμενος, επειδή ύστερα από την άρση των τηλεφωνικών κλήσεών του διαπιστώθηκε ότι είχε τηλεφωνικές επαφές με την 55χρονη φίλη του και κατηγορούμενη. Το περιεχόμενο των κλήσεων άγνωστο ποιο ήταν.
Η 55χρονη κατηγορούμενη στη διάρκεια της απολογίας της μίλησε με θέρμη για τον ηλικιωμένο θείο της αλλά και τον αδελφό του που είχε πεθάνει νωρίτερα. Ως παιδί της αδελφής τους, την λάτρευαν, εκείνοι την μεγάλωσαν προσφέροντάς της τα πάντα, ενώ αργότερα την σπούδασαν οι ίδιοι κι ανέλαβαν όλα της τα έξοδα όσα χρόνια ήταν φοιτήτρια σε Πανεπιστήμιο της Ιταλίας.
Κάποια υπονοούμενα που είχαν αναφερθεί από τους μάρτυρες στην προηγούμενη δικάσιμο σχεδόν τα επιβεβαίωσε η ίδια στον πρόεδρο του Δικαστηρίου κατόπιν ερώτησής του: ότι δηλαδή ο ένας θείος της, όχι ο δολοφονηθείς, της είχε υπερβολική αγάπη, λατρεία, της φαινόταν ως πατρική φιγούρα, φρόντιζε τα πάντα για κείνην, την είχε στο πατρικό του με την γιαγιά της, ήταν πάντα παρών στην ζωή της. Όπως ανέφερε, δεν μπορούσε να καταλάβει, να εξηγήσει αυτήν την ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα, μέχρι πολλά χρόνια αργότερα, όταν πεθαίνοντας η μητέρα της της άφησε μια επιστολή, της οποίας το περιεχόμενο ήταν ένα μεγάλο μυστικό που αφορούσε τη μητέρα της και τον θείο της.
Η 55χρονη τελειώνοντας τις σπουδές της, όπως ανέφερε, γνώρισε έναν άντρα και θέλησε να τον παντρευτεί. Ο θείος της, ήταν κάθετα αρνητικός. Δεν ήθελε αυτόν τον γάμο και με κάθε τρόπο προσπαθούσε να τον εμποδίσει, διότι ήθελε να την παντρέψει με άλλον. Εκείνη δεν υπάκουσε, παντρεύτηκε την περίοδο του ’83. Οι σχέσεις της με τον θείο ψυχράθηκαν. Εκείνος ενοχλήθηκε πολύ σαν γονιός της. Η επικοινωνία των δυο πλευρών σταμάτησε. Ο θείος, κράτησε τον θυμό του όλα τα χρόνια. Μέχρι που πέθανε η σχέση τους δεν αποκαταστάθηκε. Μια φορά πήγε στον Τσιβαρά να τον δει αλλά εκείνος αρνήθηκε. Ποτέ δεν επέστρεψε στον θείο ή στους θείους να ζητήσει την βοήθειά τους οικονομική ή άλλη.
Στον Τσιβαρά, είπε η κατηγορούμενη ότι επέστρεψε όταν πέθανε ο θείος της, για την κηδεία του. Τότε μίλησε και με τον άλλο θείο της, τον Βαγγέλη Ροκάκη δηλαδή, τον άνθρωπο που βρέθηκε δολοφονημένος. Όπως ανέφερε, η συνάντησή τους αυτή ήταν ζεστή και συγκινητική. Του είπε πόσο αγαπά και εκείνον και πόσο αγαπούσε και τον θείο της τον Λευτέρη κι ότι ποτέ δεν σκέφτηκε τα χρήματά τους.
Σε σχέση με τις διαθήκες των δυο θείων της, όπως είπε η κατηγορούμενη, τόσο του πρώτου που πέθανε, δεν ρώτησε ποτέ τι έγινε και σε ποιον περιήλθε η περιουσία του. Ούτε όμως και για τη διαθήκη του δολοφονηθέντα θείου της ρώτησε αρχικά. Δεν γνώριζε και δεν νοιαζόταν σε ποιον την είχε κληροδοτήσει. Έμαθε κάποια στιγμή από συγγενή ότι θα την άφηνε σε ιδρύματα κι από περιέργεια ρώτησε μια θεία της αν είναι αλήθεια.
«Δεν ήξερα αν με αποκλήρωνε, δεν με ενδιέφερε. Δεν αγαπούσα τους θείους μου για τα χρήματά τους. Δεν είχα λόγο να κάνω κακό στον θείο μου. Όποιος τον δολοφόνησε είχε λόγο. Θεωρώ ένα ομόλογο των 500.000 ευρώ, που ο θείος μου είχε γράψει από κοινού σε κάποια πρόσωπα κι έληγε μια εβδομάδα μετά την δολοφονία του, έχει σχέση με το έγκλημα. Κάποιοι από τους μάρτυρες λένε ότι ήξεραν πως την Δευτέρα (τον δολοφόνησαν Κυριακή βράδυ) ο θείος μου θα πήγαινε ν’ αλλάξει την διαθήκη του. Γιατί να μην θεωρούσαν ότι θα αλλάξει και τα ονόματα στο ομόλογο; Είπαν επίσης ότι ο θείος μου ήθελε να με αποκληρώσει, διότι του εμπιστεύθηκα το μυστικό που μου άφησε η μητέρα μου στην επιστολή της. Ναι, του το εμπιστεύθηκα, πικράθηκε γι’ αυτό αλλά μέχρι εκεί. Όπως ακούστηκε εδώ μέσα, κάποιοι περίμεναν ότι ο θείος μου θα τους άφηνε την περιουσία, διότι τους την είχε υποσχεθεί (αναφέρεται στην οικιακή βοηθό του δολοφονηθέντα και στην κόρη της). Σας κάνω κατάθεση ψυχής ότι καθ’ οιονδήποτε τρόπο δεν έχω σχέση με τη δολοφονία του θείου μου» ανέφερε μεταξύ άλλων η 55χρονη κατηγορούμενη, ενώ ερωτώμενη για τον 67χρονο συγκατηγορούμενό της είπε πως είχαν κι έχουν φιλική σχέση και δεν γνωρίζει για ποιο λόγο τον ενέπλεξαν στην υπόθεση δολοφονίας.
Ο 67χρονος κατηγορούμενος δεν είχε τίποτα να πει στο Δικαστήριο. Η απολογία του ήταν λίγων λεπτών μόνο. «Δεν ξέρω πως βρέθηκα στο εδώλιο. Μια φιλική σχέση με την 55χρονη και κάποια τηλεφωνήματα που ανταλλάξαμε κρίθηκαν ως στοιχεία ενοχής μου στη δολοφονία ενός ανθρώπου που δεν γνώριζα» αρκέστηκε να πει.
«Ελλιπέστατη δικογραφία, με υπόνοιες ασκήθηκαν διώξεις»
Οι συνήγοροι υπεράσπισης Παντελής Φουρφουλάκης, Μανώλης Μαρκογιαννάκης, Γιώργος Κομισόπουλος (της 55χρονης) και Γιώργος Περράκης (του 67χρονου) κατ’ αρχήν δήλωσαν έκπληκτοι από την πρόταση του εισαγγελέα να κηρυχθεί ένοχη.
Στις αγορεύσεις τους αναφέρθηκαν αναλυτικά: στην ελλιπέστατη δικογραφία, στο διάτρητο κατηγορητήριο, στην προχειρότητα των αστυνομικών ερευνών και της αστυνομικής προανάκρισης. «Η Αστυνομία δεν έχει καταφέρει να εξιχνιάσει την υπόθεση μέχρι σήμερα. Πρόκειται για ανεξιχνίαστο έγκλημα. Δεν έχουμε φυσικό αυτουργό, μπορούμε να έχουμε ηθικό αυτουργό;» επεσήμαναν.
Σύμφωνα με τους συνηγόρους, η κατηγορούμενη βρέθηκε στο εδώλιο με απλές υπόνοιες. «Ούτε καν αποχρώσες ενδείξεις δεν υπάρχουν» τόνισαν.
Και οι τρεις συνήγοροι της 55χρονης αναφέρθηκαν εκτενώς σε ένα προς ένα τα στοιχεία της δικογραφίας που έχουν παραμείνει έωλα και δεν μπορεί να αποδοθεί μια ηθική αυτουργία σε δολοφονία στην κατηγορούμενη. Όπως είπαν, αν η 55χρονη είχε βάλει κάποιον να διαπράξει το έγκλημα, αυτός θα ήταν άγνωστος του θύματος και επίσης πληρωμένος δολοφόνος. Άρα δεν θα χρειαζόταν 17 μαχαιριές για να τον σκοτώσει ένας επαγγελματίας. Θα αρκούσε μια καίρια μαχαιριά ή ένας πυροβολισμός.
Φυσικά, έθεσαν ενώπιον των τακτικών δικαστών και των ορκωτών, βασικά ερωτήματα με την έκκληση να τα λάβουν υπ’ όψιν τους, όπως:
• Το σκυλί του θύματος γιατί δεν γάβγισε τη νύχτα του φόνου, όπως έκανε πάντα όταν έβλεπε άγνωστο άτομο; σημαίνει, όπως είπαν, ότι ο δράστης ή οι δράστες, ήταν οικεία πρόσωπα του 82χρονου, που το σκυλί τα γνώριζε. Ο δολοφόνος άρα δεν μπορεί να ήταν ένας ξένος πληρωμένος από την 55χρονη.
• Γιατί το λουκέτο της εξώπορτας ήταν γυρισμένο και κλειδωμένο προς τον δρόμο, ενώ το θύμα ήταν μέσα στο σπίτι; Άρα κάποιος που είχε τα κλειδιά, μπήκε και φεύγοντας έκλεισε πίσω του το λουκέτο. Η 55χρονη όπως φάνηκε στην ακροαματική διαδικασία, κλειδιά δεν είχε ποτέ.
• Το θύμα, δεν έφερε κανένα αμυντικό τραύμα, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση και ίχνη πάλης δεν υπήρξαν. Πως είναι δυνατόν, έστω και ενστικτωδώς να μην προσπαθήσει να προστατευθεί, αμυνθεί με τα χέρια του όταν δέχτηκε επίθεση; Άρα, κατά τους συνηγόρους, ο δράστης ή οι δράστες ήταν πολύ γνωστά και οικεία του πρόσωπα, που με πολύ μεγάλη ευκολία τον πλησίασαν χωρίς εκείνος να αντιδράσει. Ένας άνθρωπος, που βλέπει ξαφνικά μέσα στο σπίτι του ένα άγνωστο άτομο θα προσπαθήσει να αμυνθεί, να παλέψει.
Οι τρεις συνήγοροι αναφέρθηκαν σε όλους όσους προσδοκούσαν μερίδιο της περιουσίας του θύματος ή και όλη την περιουσία και που τον περιτριγύριζαν ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, αναφέρθηκαν στις σχέσεις του θύματος οικονομικές-προσωπικές με την οικιακή βοηθό και την κόρη της, τον αποθανόντα σύζυγό της και τον γιο της, τις προσδοκίες που είχαν από τον 82χρονο αλλά και την έριδα που δημιουργήθηκε κάποια στιγμή μεταξύ της οικογένειας της οικιακής βοηθού και του θύματος για λόγους ηθικής…
«Με υπόνοιες δεν οδηγούνται τα Δικαστήρια σε καταδικαστικές αποφάσεις» είπαν οι συνήγοροι, προσθέτοντας ότι στο εδώλιο έπρεπε να βρίσκονται άλλοι, αλλά αυτό δε συνέβη, διότι δεν υπήρξε σοβαρή αστυνομική έρευνα.