Ας παρουσιάσουμε πρώτα το επίγραμμα:
Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει
μνήμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·
αλκήν δ’ ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι
και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος.
Και το επίγραμμα σε μία πρόχειρη μετάφραση:
O Αισχύλος, ο γιος του Ευφορίωνα, ο Αθηναίος
βρίσκεται σε τούτο το μνήμα ως σιτοφόρου Γέλας·
την μεγάλη του ανδρεία θα μαρτυρά το Μαραθώνιο άλσος
και ο μακρυμάλλης Μήδος, που την γνώρισε πολύ καλά.
Ας παρουσιάσουμε τώρα εν τάχει τον τραγικό ποιητή. Ο Αισχύλος γεννήθηκε στην Αθήνα και πέθανε στη Γέλα της Σικελίας. Έγραψε 77 τραγωδίες από τις οποίες σώθηκαν οι εξής επτά: Ικέτιδες, Προμηθέας Δεσμώτης, Πέρσαι, Επτά επί Θήβας και η τριλογία Ορέστεια: Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες. Κέρδισε το πρώτο βραβείο στους δραματικούς αγώνες της Αθήνας 28 φορές.
Η τραγωδία -κορυφαία κατάκτηση του πνεύματος- γεννήθηκε στην Αθήνα σχεδόν ταυτόχρονα με τη Δημοκρατία. Η αρχαία Αθήνα έχει την τιμή ότι γέννησε δύο από τις μεγαλύτερες «επιτυχίες» του Ανθρώπου: την Δημοκρατία και την Τραγωδία.
Τέλος να πούμε ότι στη μάχη του Μαραθώνα βρέθηκαν απέναντι: μια μεγάλη (τεράστια για την εποχή) αυταρχική αυτοκρατορία με σαφέστατες επεκτατικές διαθέσεις και η Αθήνα, η πρώτη (και μόνη τότε) δημοκρατία του κόσμου. Επομένως για τους Αθηναίους η μάχη του Μαραθώνα δεν ήταν απλώς μια αμυντική μάχη εναντίον επίδοξων κατακτητών, δεν ήταν μόνο μια μάχη για την πατρίδα αλλά και μια μάχη για την Δημοκρατία, για την ελευθερία του λαού ενάντια σε κάθε τύραννο.
Ας έρθουμε τώρα στο παραπάνω επίγραμμα και στις αντιδράσεις που έχει προκαλέσει. Πράγματι πολλοί λένε ότι ο μεγαλύτερος τραγικός ποιητής των αιώνων, ο πατέρας της τραγωδίας, έκανε λάθος που στο ως άνω επίγραμμα ξεχνάει να αναφέρει ότι υπήρξε ο ποιητής της Ορέστειας, των επτά επί Θήβας, των Περσών και των άλλων αθανάτων τραγωδιών και αναφέρει «μόνο» το Μαραθώνιο άλσος και τον μακρυμάλλη Μήδο, ως να υπήρξε συνταξιούχος στρατιωτικός. Βέβαια σ’ αυτήν την στάση βοήθησε και το εκπληκτικής ωραιότητας και λεπταίσθητης ειρωνείας ποίημα του μεγάλου αλεξανδρινού: «νέοι της Σιδώνος, 400 μ.Χ.».
Όχι, λένε πολλοί θαυμαστές του μεγάλου τραγωδού, δεν έπρεπε να ξεχάσει τις αθάνατες τραγωδίες του, που έμειναν αιώνιες 2.500 χρόνια και θα μείνουν πολύ περισσότερο στο μέλλον. Ο ποιητής και μάλιστα ο μεγάλος δεν πρέπει να υποβαθμίζει το έργο του, που θα φωτίζει χιλιετίες όλο τον κόσμο.
Νομίζω ότι αυτοί που κάνουνε μια τέτοια κριτική ξεχνάνε ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό του Αισχύλου. Ότι ο Αισχύλος έζησε στην Αθήνα, την γενέτειρα της Δημοκρατίας και της Τραγωδίας και μάλιστα έζησε στην μεγάλη ακμή της Δημοκρατίας, πριν καταπέσει σε «ιμπεριαλιστική» δύναμη και σε λαϊκίστικη οχλοκρατία. Όταν κάποιος Αθηναίος πολεμούσε τότε ενάντια σε εχθρούς και μάλιστα εναντίον στη μεγαλύτερη αυτοκρατορία του τότε κόσμου, δεν πολεμούσε μόνο για την πατρίδα του, τον εαυτό του και την οικογένειά του, αλλά πολεμούσε και για την Δημοκρατία και για την Τραγωδία, την Ποίηση, την Φιλοσοφία, την Γλυπτική και για τη Τέχνη γενικότερα. Αν στο Μαραθώνιο άλσος επικρατούσε ο μακρυμάλλης Μήδος, όλα αυτά θα γινότανε θρύψαλα και σήμερα δε θα υπήρχε κανείς που να γνώριζε τον Αισχύλο.
Ορθώς λοιπόν ο μεγάλος τραγικός δεν ανέφερε τα αθάνατα έργα του, που ήξερε πολύ καλά ότι όλοι τα γνώριζαν και επικεντρώθηκε στο ότι ήταν Αθηναίος και ότι πολέμησε με τον «σωρό» των Αθηναίων πολιτών στο Μαραθώνιο Άλσος τον μακρυμάλλη Μήδο και τον νίκησε: όπως άλλωστε πολέμησε και στο Αρτεμίσιο, στην Σαλαμίνα και στις Πλαταιές. Και έτσι μπορούμε πλέον εμείς να χαιρόμαστε την Ορέστεια ή τους Πέρσες.