Β’
Στο προηγούμενο σημείωμα θεωρήσαμε ως πολύ πιθανή την ονομασία «Άντισσα» για τον υστερομινωικό οικισμό της Ορνές. Ας δούμε τώρα την ίδια τη λέξη «Άντισσα», κατά πόσον δηλαδή η σημασία της είναι δυνατόν να συσχετιστεί με τον οικισμό αυτό. Είναι γνωστές δυο εκδοχές για την ετυμολογία και τη σημασία της:
Τη μια αναφέρει ο γεωγράφος Στράβων ως άποψη του Μυρσίλου, ιστοριογράφου τον 3ο αιώνα π.Χ., σύμφωνα με την οποία Άντ-ισσα ονομαζόταν μια νήσος που ενώθηκε με τη Λέσβο «Ίσσαν τότε καλουμένην» και αποτέλεσε πόλη της στη θέση του σημερινού χωριού Γαβαθάς. Από γραμματική άποψη ο σχηματισμός αυτός μπορεί να υποστηριχθεί, γιατί παρόμοιοι υπήρχαν ήδη στην αρχαιότητα, όπως: τα Κύρα – Αντίκυρα, ο Φελλός – Αντίφελλος (πόλεις), ο Λίβανος – Αντιλίβανος (βουνά) κλπ (πβ. σήμερα Πάρος – Αντίπαρος, Κύθηρα – Αντικύθηρα κλπ.).
Κατά την άποψη αυτή η λέξη Άντ-ισσα είναι σύνθετη και το νοηματικό βάρος της το φέρει το δεύτερο συνθετικό Ίσσα, ως ουσιαστικό του οποίου απλό προσδιορισμό αποτελεί το πρώτο συνθετικό, η πρόθεση αντ(i) με την έννοια «δευτερεύουσα».
Η άλλη ετυμολογική εκδοχή είναι εντελώς διαφορετική. Ο Γλωσσολόγος καθηγητής Ν. Π. Ανδριώτης συσχέτισε το όνομα της πόλης Άντισσα Λέσβου με το λήμμα του Ησύχιου «ἂνται: άνεμοι, ἀντάς: πνοάς.» Από τον συσχετισμό αυτό προκύπτει η έννοια ανεμόεσσα, ανεμόπληκτη, δοθέντος ότι υπόκειται η ρίζα αν- (αναπνέω), όπως και στη λέξη ἄν-εμος (βλ. H. Frisk, Griechisches Etymologisches Wörterbuch, 1960), η οποία παραβάλλεται με τα λατινικά an-ima, an-imosus (ανεμώδης) κ.τ.τ.
Από γραμματική άποψη και ο σχηματισμός αυτός δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα, ίσως κάποια αναλογία (βλ. Ι. Σταματάκου, «Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής», 491, Γ. Χατζηδάκι, «Γλωσσολογικαί Έρευναι», Β, 95, Ed. Schwyzer, Griechische Grammatik, 475 κ.ά.).
Κατά την άποψη αυτή η λέξη Άντισσα δεν είναι σύνθετη αλλά απλή και το νοηματικό βάρος το φέρει η ρίζα άντ– που έχει δύναμη ουσιαστικού (σημ. άνεμος), ενώ το -ισσα αποτελεί παραγωγική κατάληξη (βλ. Ν. Π. Ανδριώτη, Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, «αρχαία κατάληξη -ισσα, Κίλισσα, Φοίνισσα, μέλισσα, Γ. Χατζηδάκι Επιστ. Επετ. Πανεπ. 1. 131 κἑξ.»).
Ποια από τις δύο ετυμολογικές – σημασιολογικές εκδοχές μπορεί να θεωρηθεί επικρατέστερη; Εδώ μπορούν να γίνουν ορισμένες σκέψεις:
Ας δούμε πρώτα την εκδοχή του Μυρσίλου [αντ(ί) + Ίσσα]. Η άποψη αυτή ήταν ευρέως αποδεκτή κατά την αρχαιότητα. Συγκεκριμένα:
Ο Στράβων γράφει: «Ἡ δὲ Ἂντισσα νῆσοϛ ἦν πρὸτερον, ὡϛ Μυρσίλος φησί˙ τῆς γάρ Λέσβου καλουμένης πρότερον Ἲσσης καί τήν νῆσον Ἄντισσαν καλεῖσθαι συνέβη» (Η δε Άντισσα προηγουμένως ήταν νησί, όπως ισχυρίζεται ο Μυρσίλος. Επειδή δηλαδή η Λέσβος ονομαζόταν προηγουμένως Ίσσα, συνέβη και το νησί να ονομαστεί Άντισσα, Ι, 60).
Και ο Οβίδιος επαναλαμβάνει: «Fluctibus ambitae fuerant Antissa Pharosque et Poenissa Tyros, quarum nunc insula nulla est» (Απ’ τα κύματα περιβρεχόταν η Άντισσα και η Φάρος και η Φοινικική Τύρος, απ’ τις οποίες σήμερα καμιά δεν είναι νησί, Μεταμορφ. XV, fab. IV).
Εξ άλλου ο Πλίνιος αναφέρει: «Rursus natura abstulit isnulas mari iunxitque terris, Antissam Lesbo» (Αντίθετα η φύση αφαίρεσε νησιά απ’ τη θάλασσα και τα ένωσε με τη στεριά, την Άντισσα με τη Λέσβο, H.Ν ΙΙ, 91).
Από τους σύγχρονους πολλοί μελετητές συμφωνούν, όπως π.χ.:
• Το «Ετυμολογικό Λεξικό των Νεοελληνικών Οικωνυμίων» (Χ. Συμεωνίδης).
• Η Αγγλίδα Αρχαιολόγος M. Lamb, η οποία πραγματοποίησε εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα στην Άντισσα και άλλοι (βλ. Π. Φραγγέλλη, « Η Άντισσα», 7).
Άλλοι όμως διαφωνούν και αμφισβητούν την αρχική ύπαρξη νησίδας, όπως π.χ.:
• Ο Π. Φραγκέλλης (όπ. αν. 7).
• Ο αρχαιολόγος Ι. Κοντής («Η Λέσβος και η Μικρασιατική της περιοχή, 308).
• Η «Paulys Realencyclopädie der Altertumswissenschaft» και άλλοι.
Προς την αμφισβήτηση αυτή φαίνεται να συνάδουν σημαντικοί λόγοι, κατά τη γνώμη μου: Ο Ισθμός που ενώνει το άκρο της χερσονήσου, όπου έχουν εντοπιστεί ερείπια της αρχαίας Άντισσας (Οβρεόκαστρο), με τον οικισμό Γαβαθά έχει ύψος 2,40 μέτρα από τη στάθμη της θάλασσας (Paulys), πλάτος 75 και μήκος 100 περίπου μέτρα (Google), δηλαδή έκταση 7 – 8 στρεμμάτων. Κατ’ αρχήν είναι δυνατόν, αλλά δεν φαίνεται πολύ πιθανόν τόσο μικρής έκτασης μεταβολή να δημιουργήθηκε από τοπικά γεωφυσικά φαινόμενα (π.χ. πτώση της στάθμης της θάλασσας, τεκτονικές ανυψώσεις γαιών κλπ).
Αν πάλι πρόκειται περί επίχωσης της θάλασσας με ανθρώπινη παρέμβαση, το έργο φαίνεται δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τους σκοπούς που θα εξυπηρετούσε, συνήθως πολιορκία πόλης, όπως στις Πλαταιές από τους Σπαρτιάτες.
Η συνένωση της μαρτυρούμενης νήσου με την ξηρά φαίνεται πολύ μικρή, τοπική, δράση για ενέργεια της Φύσης και πολύ μεγάλο έργο για ενέργεια των ανθρώπων. Το ερώτημα θα απαντηθεί μόνο από μια γεωλογική έρευνα που θα δείξει αν ο Ισθμός ήταν κάποτε βυθός θάλασσας, αν φέρ’ ειπείν τα πετρώματα περιέχουν θάλασσια ιζήματα κλπ.
Ας δούμε τώρα την άλλη εκδοχή (Άντ-ισσα <ἂνται). Υπέρ αυτής συνηγορούν τα μετεωρολογικά στοιχεία της περιοχής σε συνδυασμό με τα μυθολογικά δεδομένα. Ειδικότερα, από τους Πίνακες της ΕΜΥ των ετών 1-1-1955 μέχρι 31-12-2015 προκύπτει ότι στο διάστημα αυτό των 60 ετών στη Μυτιλήνη φύσηξαν οι εξής άνεμοι αθροιστικά:
• Βόρειων κατευθύνσεων (ΒΑ, Β, ΒΔ) : 43,52% του χρόνου.
• Όλων των λοιπών κατευθύνσεων : 37,81% του χρόνου.
• Άπνοια (μέχρι 1 κόμβο/ώρα) : 18,67% του χρόνου.
Αν δεχτούμε ότι και πριν από 3.000 χρόνια οι άνεμοι είχαν την ίδια ή παραπλήσια συχνότητα και ένταση με τη σημερινή, αφού διανύομε την ίδια γεωλογική περίοδο, διαπιστώνομε ότι η Λέσβος ήταν και είναι ανεμόπληκτο νησί, καθώς μικρό μόνο μέρος του χρόνου, μικρότερο του 20%, δεν πλήττεται από ανέμους.
Καταλαβαίνομε έτσι καλύτερα τη μυθολογική σύνδεση της ευρύτερης περιοχής, της Αιολίας, και του νησιού με τον Αίολο, τον φύλακα και διαχειριστή (προσωποποίηση) των ανέμων, ο μικρότερος γιος του οποίου Μάκαρ ή Μακαρεύς φέρεται ότι οίκισε τη Λέσβο (Διόδωρος: «Μακαρεύς εἰς αὐτήν ἀφικόμενος καί τό κάλλος της χώρας κατανοήσας κατώκησεν αὐτήν» Βιβλιοθ. V, 81, – Στεφ. Βυζάντιος: «Οἱ τήν Λέσβον οἰκούντες Αἰολεῖς ἀπό τῶν Αἰόλου παίδων» κλπ. Eθν. T.1). Αυτού του Μάκαρος θυγατέρα ήταν η Άντισσα που φέρεται ότι ίδρυσε την επώνυμη πόλη Άντισσα και φαίνεται εύλογο η εγγονή του θεού των ανέμων να ονομάζεται «Αέρινη» και να ιδρύσει μια «Πόλη των Ανέμων» – «Ανεμόπολη», πολύ περισσότερο όταν η πόλη αυτή βρίσκεται σε ακρωτήριο που προβάλλεται στο ανοιχτό πέλαγος και σε όλους τους συχνούς ανέμους, ιδιαίτερα τους βόρειους (βλ. παρατιθέμενη αεροφωτογραφία).
Προστίθεται ότι αφετηρία του Βοριά εθεωρούντο στην αρχαιότητα (βλ. «Ελληνική Μυθολογία», J. Richepin, 147) τα «Ῥιπαία Όρη» της Θράκης (από το «ῥιπή ανέμων», πβ. «ὑπό ῥιπής αἰθρηγενέος Βορέαο», αιθερογέννητου, Ιλ. Ο 171) και ότι στη Μυθική Γενεαλογία της Θράκης ο Βορέας και τα παιδιά του, οι Βορεάδες, Ζήτης και Κάλαϊς κατέχουν εξέχουσα θέση («Ελληνική Μυθολογία», Εκδοτική Αθηνών, τ. 3, σελ. 301).
Είναι θεμιτή η σκέψη ότι πρόκειται περί αιτιολογικών μύθων, οι οποίοι ερμηνεύουν με θρησκευτική αντίληψη το άλλως ανεξήγητο φυσικό φαινόμενο των συχνών και ισχυρών ανέμων της περιοχής και ότι σ’ αυτό το νοηματικό μυθικό πλαίσιο πρέπει να τοποθετηθεί η ονομασία της πόλης Άντισσα με τη σημασία «Πόλη των Ανέμων» – «Ανεμόπολη» σε μια περίοδο της ανθρώπινης εξέλιξης, κατά την οποία τα στοιχεία της φύσης, δένδρα, πηγές, ποταμοί, θάλασσες, ουράνια σώματα κλπ εμψυχωνόταν από μια θεότητα. Άλλωστε, κατά τη Μυθολογία, η Μήθυμνα, η Μυτιλήνη, η Άντισσα και η Αρίσβη ήσαν πόλεις επώνυμες θυγατέρων του Μάκαρα, εγγονών του Αιόλου και η Ερεσός του γιου του Έρεσου. Για τους ίδιους λόγους φαίνεται να ονοματοθετήθηκε το Αιόλιον «της Θράκης χερρονήσου πόλις» (Στέφ. Βυζάντιος Περί πόλεων, vol.1), η Αιολία νήσος («Αἰολίην δ’ές νῆσον ἀμφικόμεθα», Οδ. κ.1) κλπ. Στις ονοματοθετήσεις αυτές και τις όμοιες φαίνεται πολύ πιθανόν να συνέβαλε το ισχυρό θρησκευτικό συναίσθημα, επειδή στους ανέμους αποδιδόταν θεϊκή υπόσταση. Σε πήλινη Πινακίδα της Γραμμικής Γραφής Β (ΚΝ Fp1) αναφέρονται προσφορές «a-ne-mo i-je-re-ja» (ἀνέμων ἱερείᾳ) «στην ιέρεια των ανέμων» και ο Ησίοδος σημειώνει (Θεογονία, 378):
«Ἀστραίῳ δ᾽ Ἠὼς ἀνέμους τέκε καρτεροθύμους,
ἀργεστὴν Ζέφυρον Βορέην τ᾽ αἰψηροκέλευθον
καὶ Νότον, ἐν φιλότητι θεὰ θεῷ εὐνηθεῖσα».
Βλ. και Ιλ. Ψ 195 κφξ, όπου ο Αχιλλέας απευθύνεται στους ανέμους ως θεούς.
Ο Δίας ήταν ο κυρίαρχος των καιρικών φαινομένων: ἀστεροπητής, νεφεληγερέτα, ἐρίγδουπος, ὑέτιος, («Διός ὀμβρος», «ᾤοντο τόν Δία διά κοσκίνου οὐρείν» Αριστοφάνης «Νεφέλες», 373), εὐάνεμος κλπ.. Ο ίδιος παραχώρησε στον Αίολο την εξουσία επί των ανέμων: «κεῖνον γὰρ ταμίην ἀνέμων ποίησε Κρονίων» (Οδ. κ. 21) και σ’ αυτόν ανήκε ο «σμερδαλέος κεραυνός» (φοβερός), (βλ. και «Ελληνική Μυθολογία», P. Decharme, 48). Στο θρησκευτικό συναίσθημα φαίνεται να οφείλεται και στα χριστιανικά χρόνια η ονοματοθέτηση πλείστων οικισμών με ονόματα Αγίων με την έννοια του πολιούχου προστάτη.
Η άποψη ότι η λέξη Άντισσα είναι απλή και όχι σύνθετη, ότι δηλαδή το – ισσα είναι παραγωγική κατάληξη και όχι το αρχαίο όνομα της Λέσβου Ίσσα, φαίνεται να ενισχύεται και από το γεγονός ότι υπήρχαν στην αρχαιότητα και άλλες πόλεις, το όνομα των οποίων είχε την ίδια κατάληξη, όπως π.χ.:
• Ἂντισσα, «Μία των παρά τον Ινδόν Ελληνικών πόλεων». Η ονομασία αυτή ίσως σημαίνει ότι στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν ακόμη ζωντανή η λέξη ἂνται του Ησύχιου και ονοματοθέτησε μια ακόμη πόλη που προσβαλλόταν από ισχυρούς ανέμους.
• Ἂμφισσα, πόλη της Λοκρίδας, επώνυμη κόρης του Μάκαρος, εγγονής του Αιόλου.
• Ἂβισσα, πόλη της ευδαίμονος Αραβίας και άλλη της ρωμαϊκής Αφρικής.
• Ἂργισσα, χώρα της Θεσσαλίας.
• Ἂρνισσα, πόλη της Παιονίας και άλλη της Ιλλυρίας κλπ.
Σε καμιά από τις περιπτώσεις αυτές δεν φαίνεται να υπάρχει συσχετισμός με ουσιαστικό Ίσσα. Επομένως είναι εύλογο να υποτεθεί ότι η Άντισσα της Λέσβου είτε είναι διαφορετικός σχηματισμός, παραβλέποντας τα μυθολογικά και τα πραγματολογικά (ανεμολογικά) δεδομένα, είτε η ετυμολογία του Μυρσίλου δεν ευσταθεί, αλλά πρόκειται περί παρετυμολογίας βασισμένης στη φωνητική σύμπτωση των λέξεων.
Συνοψίζοντας σημειώνομε ότι τα πραγματολογικά δεδομένα, το μυθολογικό υπόβαθρο και ο γραμματικός σχηματισμός συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η ονομασία Άντισσα είναι πιθανότερο να ετυμολογείται από το ἂνται – «άνεμοι» του Ησύχιου και να σημαίνει «Πόλη των Ανέμων», «Ανεμόπολη» παρά από το Αντ(ί) + Ίσσα του Μυρσίλου και να σημαίνει «Αντιλέσβος». Εξ άλλου και στην αρχαιότητα, όπως και σήμερα, ήταν συνήθης η ονοματοθέτηση πόλεων, τόπων κλπ από ένα τοπικό φυσικό χαρακτηριστικό π.χ. από ανέμους, όπως: Νότιον (πόλη και ακρωτήριο της Αιολίας) < Νότος, Ζεφύριον (ακρωτήριο) < Ζέφυρος, Υπερβόρειοι (Σκυθικός λαός) < Βορράς, Υδρούς, Ανθεμούς, Ελάτεια, Ελαία, Κυπαρισσία, Κεδρέαι, Χρυσόπολις κλπ.
Και στις πόλεις με κατάληξη -ισσα θα μπορούσε να αναζητηθεί μια σημασία, όπως π.χ.:
• Στην Ἂμφισσα, που κατά τον Στέφ. Βυζάντιο (Εθν. 1) «ἐκλήθη διά τό ἐμπεριέχεσθαι τοῖς ὂρεσι τοῖς παρακειμένοις», άποψη που δέχεται και ο Αριστοτέλης, όπως διασώζει ο Αρποκρατίων «Ἂμφισσαν δ’ ὡνόμασαν διά τό περιέχεσθαι τόν τόπον ὂρεσιν» (Λεξ. 2.8).
• Στην Ἂβισσα, σχετική με το «ἄβιν, ἐλάτην, οἱ δέ πεύκην» του Ησύχιου (πβλ. Ἐλάτεια, Πεύκελα), πευκόφυτη.
• Ἂργισσα, σχετική με το ἀργός: λαμπερά λευκός (πβ. Λευκαί, Λευκώνιον), Ασπρόπολη.
• Ἂρνισσα, σχετική με το Ἂρνη, κόρη του Αιόλου.
Ενδιαφέρουσα είναι και η παρατήρηση ότι τρεις τουλάχιστον αρχαίες πόλεις με την κατάληξη -ισσα φέρονται επώνυμες απογόνων του Αιόλου (Άντισσα, Άρνισσα, Άμφισσα).
Αλλά ποια θα μπορούσε να είναι η εννοιολογική συνάφεια, το κοινό στοιχείο που πιθανώς οδήγησε στην κοινή ονομασία «Ἂντισσα» την πόλη της Λέσβου και τη σύγχρονή της υστερομινωική Ακρόπολη της Ορνές ανεξάρτητα τη μια από την άλλη; Η απάντηση φαίνεται να βρίσκεται πάλι στα φυσικά δεδομένα:
Οι Πίνακες της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας των ετών 1-1-1959 μέχρι 31-12-2012 δείχνουν ότι στην περιοχή της Ορνές φύσηξαν οι εξής άνεμοι αθροιστικά:
• Βόρειων κατευθύνσεων (ΒΑ, Β, ΒΔ) : 26,30% του χρόνου.
• Όλων των λοιπών κατευθύνσεων : 37,80% του χρόνου.
• Άπνοια (μέχρι 1 κόμβο/ώρα) : 35,90% του χρόνου.
Είναι λογική η σκέψη ότι οι άνεμοι είναι το κοινό ονοματοποιητικό στοιχείο, παρά το γεγονός ότι η Λέσβος είναι λίγο περισσότερο ανεμόπληκτη από την περιοχή της Ορνές (81,33% του χρόνου φυσούν εκεί, ενώ στην Ορνέ 64,10%) και οι βόρειοι είναι οι συχνότεροι και στις δύο περιοχές. Το βραχώδες έξαρμα του υστερομινωικού οικισμού της Ορνές προβάλλεται έντονα στη σχετικά ομαλή νοτιοανατολική κλιτύ του όρους Κέδρος και πλήττεται από ισχυρούς ανέμους, οι οποίοι, κατά την κοινή τοπική αντίληψη, «παίρνουν και τσι πέτρες». Οι ισχυροί βόρειοι άνεμοι είναι πολύ σύνηθες φαινόμενο στη νότια πλευρά της Κρήτης, όπως και οι νότιοι στη βόρεια πλευρά, και είναι εύλογη άποψη ότι η σφοδρότητα των ανέμων σε συνδυασμό με την συχνότητα συνέβαλε στην ονοματοθέτηση του οικισμού.
Κατά την άποψη αυτή, τρεις ανεμόδαρτες πόλεις, μια στη Λέσβο, μια στην Κρήτη και μια παρά τον Ινδό ποταμό, ονομάστηκαν «Πόλεις των Ανέμων». Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αποκτά νόημα και η αναγραφή Κάτω Αντίσα του τουρκικού απογραφικού Πίνακα, η οποία διαφορετικά μένει ανερμήνευτη.
Κατά ταύτα θα είναι έκπληξη αν η γεωλογική έρευνα αποδείξει ότι η Άντισσα της Λέσβου υπήρξε κάποτε νησί, αλλά δεν θα ανατρέψει την ισχύ των ανωτέρω δεδομένων.
Σημειώνεται ότι η λέξη «Άντισσα» απαντά μόνο ως όνομα πόλης στα εν χρήσει Λεξικά της Αρχαίας Ελληνικής, που μπορεί να σημαίνει ότι η έννοιά της υπέστη στένωση, εξειδικεύτηκε αφ’ ότου ουσιαστικοποιήθηκε ως όνομα πόλεων που είχαν την ίδια ιδιότητα, να πλήττονται από σφοδρούς ανέμους.
Στο επόμενο σημείωμα θα εκτεθεί μια ακόμη πτυχή του υστερομινωικού οικισμού της Ορνές.
Υστερόγραφο: Μελετώντας τους Πίνακες της ΕΜΥ για τους ανέμους των τελευταίων 50 – 60 ετών καταλαβαίνουμε καλύτερα την άπνοια που καθήλωσε τον στόλο των Ελλήνων, που είχε προορισμό την Τροία, στην Αυλίδα. Αφού ο προορισμός του ήταν βορειοανατολικά, ούριος άνεμος θα ήταν ο νοτιοδυτικός, αλλά ο άνεμος αυτός, κατά την ΕΜΥ, είναι σπάνιος, λιγότερο ίσως από 7% του συνόλου, και ήταν θέμα «του θεού» πότε θα φυσήξει. Φαίνεται να υπόκειται και εδώ ένας ιστορικός πυρήνας, ένα πραγματικό φυσικό φαινόμενο, η άπνοια νοτιοδυτικού ανέμου, που ερμηνεύτηκε με ένα αιτιολογικό θρησκευτικό μύθο, ο οποίος μεταπλάστηκε από τον Ευριπίδη σε υπέροχη τραγωδία, την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι».
* Ο Δημήτρης Z. Αρχοντάκης είναι φιλόλογος – τ. δήμαρχος Ρεθύμνης