Α’
Το χωριό Ορνέ βρίσκεται στον Δήμο Αγίου Βασιλείου, στις νοτιοανατολικές υπώρειες του όρους Κέδρος, σε υψόμετρο 300 μέτρων. Η πρώτη γνωστή ιστορική μαρτυρία για την ύπαρξη του χωριού είναι του Franzesco Barrozi to έτος 1577/8 (Descritione dell’isola di Creta, Στ. Κακλαμάνης, σελ. 338) με το όνομα Ornea στον κατάλογο των χωριών της «καστελλανίας Αγίου Βασιλείου (Κάτω Σύβριτες)».
Βορειοανατολικά του χωριού το όρος Κέδρος παρουσιάζει ένα μεμονωμένο βραχώδες έξαρμα σε υψόμετρο 530 μέτρων, το οποίο δεσπόζει σαν μπαλκόνι στις εκτεταμένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις που αρχίζουν από τη ρίζα του. Ο ορεινός αυτός όγκος έχει φρουριακή διαμόρφωση: Από τη Δυτική πλευρά είναι παντελώς απροσπέλαστος, ένας συνεχής κρημνός από συμπαγή κατακόρυφο βράχο. Από τη Νότια και την Ανατολική πλευρά είναι τόσο απόκρημνος, ώστε μόνο έμπειροι ορειβάτες και γνώστες του συγκεκριμένου αναγλύφου μπορούν να βρουν πέρασμα και να αναρριχηθούν στο μικρό υψίπεδο της κορυφής του. Μόνο από τη βόρεια – βορειοανατολική πλευρά παρουσιάζει σχετικά βατή πρόσβαση.
Στη φυσική αυτή διαμόρφωση σε συνδυασμό με τα ερείπια ανθρώπινης οχύρωσης οφείλονται η βενετσιάνικη ονομασία «Κάστελλος» και η ελληνική «Παλαιόκαστρον» (βλ. «Πίναξ γεωγραφικός τῆς Ἑλλάδος ὑπό Ἀνθίμου Γαζή Μηλιώτου ἐκδοθείς ὑπό Φρανσουά Μύλλερ, ἀφιερωθείς τῶ γένει τῶν Ἑλλήνων, 1810, ἐν Βιέννη»).
Το βραχώδες αυτό έξαρμα με τη δυσπρόσιτη φύση και την άγρια βλάστηση, καθώς μάλιστα βρίσκεται σε επαφή με τις καλλιέργειες, ήταν προσφιλές ενδιαίτημα θηραμάτων, επαληθεύοντας τη βιβλική ρήση «πέτρα καταφυγὴ τοῖς λαγωοῖς», και σύνηθες πεδίο δράσης των κυνηγών της Ορνές, τριών ηλικιωμένων και εμένα, νεαρού φοιτητή τότε, τέλη της δεκαετίας του 1950.
Σ’ αυτές τις επίπονες κυνηγετικές εξορμήσεις είχα πολλές ευκαιρίες να παρατηρήσω άφθονη διάσπαρτη κεραμεική στο έδαφος του υψιπέδου καθώς και ερείπια αμυντικού περιβόλου από ακατέργαστες πέτρες χωρίς συνδετικό κονίαμα. Ασφαλώς εκεί βρισκόταν αρχαίος οικισμός, οι κάτοικοι του οποίου σε περίπτωση εχθρικής προσβολής θα αμυνόταν αποτελεσματικά όχι μόνο με ακόντια και βέλη αλλά και με πέτρες, εκσφενδονίζοντας από ψηλά «χερμάδια» του Ομήρου και κυλώντας «ολοιτρόχους» του Ξενοφώντα. Εξ άλλου, από στρατηγική άποψη, θα είχαν τη δυνατότητα να ελέγχουν την εμπορική οδό από τη θάλασσα (περιοχή Αγ. Γαλήνης) και την εύφορη πεδιάδα της Μεσαράς προς τη σημερινή επαρχία Αγίου Βασιλείου και τη νοτιοδυτική Κρήτη, αλλά και την ορεινή διάβαση προς την κοιλάδα του Αμαρίου και τη βορειοδυτική Κρήτη. Στην ορεινή αυτή διάβαση σώζονται στοιχεία από μικρό οχυρωματικό έργο, στη θέση «Κομμάτα». Είναι εύλογη και η υπόθεση ότι ο οικισμός αυτός ήλεγχε την πολύτιμη ξυλεία των κέδρων, που έδωσαν το όνομά τους στο βουνό, και ότι εδέσποζε σε εκτεταμένους βοσκότοπους, που στήριζαν την πλουσιότατη προβατοτροφία που μαρτυρούν οι σωθείσες πήλινες Πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β (800 περίπου καταγράφουν πρόβατα στην Κρήτη).
Πολλά χρόνια αργότερα συζητώντας αρχαιολογικά θέματα με τον Νίκο Σταμπολίδη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, και την Αθανασία Κάντα, Διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου, κορυφαίους αρχαιολόγους, τους ανέφερα την ύπαρξη του αρχαίου οικισμού και τους οδήγησα εκεί. Οι αρχαιολόγοι διαπίστωσαν ότι ήταν «ακρόπολη του τέλους της εποχής του Χαλκού και της πρώιμης εποχής του Σιδήρου». Χρονικά τοποθετείται στο 1100 π.Χ. και αρχαιολογικά στην Υστερομινωϊκή Περίοδο IIIΓ. Πολύ κοντά, ανατολικότερα του Καστέλλου, στη θέση «Λιβάδα» ο Ιάκωβος Μελιδονιώτης τους υπέδειξε κι ένα τάφο της ίδιας εποχής, ασφαλώς κατοίκου του οικισμού.
Η ακρόπολη της Ορνές παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο διεθνές αρχαιολογικό προσκήνιο το 2001 στο συνέδριο ειδικών για οχυρωμένες θέσεις στη Μεσόγειο, που συνήλθε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, από τους Αθαν. Κάντα και Νικ. Σταμπολίδη και πήρε τη θέση της στα σωζόμενα μνημεία της ανθρώπινης εξέλιξης (βλ. «Orne (Αιπύ) in the Context of the Defensive Settlements of the End of the Bronze Age», Karageorgis V. and Morriς Chr. Editors, Νicοsia, 95-113). Επίσης από τους ίδιους παρουσιάστηκε στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για την Επαρχία Αγίου Βασιλείου το 2008 (βλ. Πρακτικά τ.Α, 183).
Εδώ τώρα τίθεται ένα ερώτημα: Πώς ονομαζόταν ο οικισμός αυτός; Από όσο ξέρω, μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί γραπτή ένδειξη για το όνομά του, ίσως ούτε καν για την ύπαρξή του, ούτε στη Γραμμική Γραφή Β ούτε στην Αλφαβητική Ελληνική. Υπάρχει όμως ένα μεταγενέστερο ίχνος, πάνω στο οποίο θα μπορούσε να στηριχθεί μια υπόθεση, που θα χαρακτήριζα ελκυστική, το εξής:
Ο αείμνηστος Νίκος Σταυρινίδης μετέφρασε από τα Τουρκικά:
α) «Πίναξ εμφαίνων τα χωρία και τον αριθμόν οικιών επαρχίας Αγίου Βασιλείου, έτος 1659» («Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων», 1975, σελ. 116), όπου η Ορνέ αναφέρεται ως «Κάτω Αντίσα» με τέσσερις (4) κατοικίες.
β) «Δεύτερος Πίναξ εμφαίνων τα χωρία και τον αριθμόν των οικιών Επαρχίας Αγίου Βασιλείου, έτος 1659», όπου αναφέρεται ως Ορνιά επίσης με τέσσερις (4) κατοικίες.
γ)«Κατάστιχον κεφαλικού φόρου Επαρχίας Αγίου Βασιλείου, έτος 1659» (βλ. Απογραφικοί Πίνακες της Κρήτης, Κρητικά Χρονικά τ. 22, 1970), όπου η Ορνέ αναφέρεται ως Κάτω Ορνέ.
Μαρτυρείται λοιπόν αξιόπιστα ότι το έτος 1659 ήσαν σε κοινή χρήση για τον οικισμό της Ορνές παράλληλα τρεις ονομασίες: Κάτω Αντίσα, Ορνιά, Κάτω Ορνέ.
Η παράλληλη απογραφή φαίνεται να απηχεί την επιδίωξη της τουρκικής Διοίκησης να εξασφαλίσει την ακρίβεια των δημογραφικών, άρα και φορολογικών, στοιχείων («είσπραξις φόρου Βοϊβόδα»), δια μέσου της αντιπαραβολής των. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, οι απογραφές θα έγιναν από διαφορετικούς απογραφείς, οι οποίοι προφανώς ζήτησαν την ονομασία του μικρού αυτού οικισμού τυχαία από διαφορετικούς κατοίκους γειτονικού ή γειτονικών χωριών και έτσι ερμηνεύεται η κοινή χρήση και των τριών ονομασιών: Καθένας από τους ερωτηθέντες τον ονόμασε με το πιο οικείο σ’ αυτόν όνομα.
Για τους τύπους Ornea του Fr. Barrozi (που επαναλαμβάνει στην Ελληνική γραφή της Ορνέα 25 χρόνια αργότερα ο Νοτάριος Μοναστηρακίου Αμαρίου Μανόλης Βαρούχας σε Προικοσύμφωνο), Ορνιά και Ορνέ θα μπορούσε να παρατηρηθεί μόνο ότι παρουσιάζουν ενδείξεις για τη χρονολόγηση της φωνητικής εξέλιξης πολλών ουσιαστικών αυτής της κατηγορίας (πβλ. μηλέα>μηλιά>μηλέ κττ). Και στις τρεις μορφές υπόκειται η αρχαία λέξη ερινεός (αγριοσυκιά, βλ. Γ. Χατζηδάκι, Einleitung in die Neugriechische Grammatik, σελ. 330).
Ο τύπος Αντίσα παραπέμπει στην αρχαία πόλη Άντισσα της Λέσβου, η οποία σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα πρωτοκατοικήθηκε στην ύστερη περίοδο του χαλκού, δηλαδή περί το 1100 π.Χ., όπως και η ακρόπολη της Ορνές. Η διαφορά στον τονισμό και την ορθογραφία (Άντισσα – Αντίσα) δεν αποτελεί εμπόδιο στην ταύτιση των ονομάτων, γιατί μεσολαβούν δύο μεταγλωττίσεις, από τα ελληνικά στα τουρκικά και πίσω από τα τουρκικά στα ελληνικά, και είναι γνωστό ότι πλείστα ονόματα χωριών της Κρήτης διασώθηκαν παρεφθαρμένα τόσο στους ενετικούς όσο και στους τουρκικούς καταλόγους (βλ. π.χ. Γ.Π. Εκκεκάκη, «Τα ονόματα των Ρεθεμνιώτικων χωριών κατά Coronelli», Κρητολογικά Γράμματα τ. 7-10, Ευαγγελία Μπαλτά – Mustafa Oguz, «Τo Οθωμανικό Κτηματολόγιο του Ρεθύμνου» κλπ).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζoυν οι χαρακτηρισμοί «Κάτω» Αντίσα και «Κάτω» Ορνέ, που προϋποθέτουν μια Άνω Αντίσα και Άνω Ορνέ σύμφωνα με τη συζυγία των εννοιών και την καθιερωμένη ονοματοθέτηση των δίδυμων χωριών, όπως: Πάνω – Κάτω Σαχτούρια, Πάνω – Κάτω Μαλάκι, Πάνω – Κάτω Βαρσαμόνερο κλπ.
Εδώ τώρα, στην περίπτωση της «Κάτω Αντίσας» και της «Κάτω Ορνές», αν ληφθούν υπ’ όψιν δύο παράμετροι, αφ’ ενός ότι δεν υπάρχει στην περιοχή άλλος αρχαίος οικισμός ούτε ως ιστορική μαρτυρία ούτε ως υπολείμματα αρχαίων κτισμάτων σε υψόμετρο μεγαλύτερο της Ορνές μέχρι τον υστερομινωικό οικισμό του Καστέλλου και αφ’ ετέρου ότι έχουν διασωθεί και χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα διά μέσου της αδιάκοπης προφορικής παράδοσης πλείστες μινωικές λέξεις, ρήματα, ουσιαστικά, επίθετα κλπ. σε όλη την Κρήτη (βλ. Δ.Ζ. Αρχοντάκη «Κρητική Διάλεκτος, ένα Γλωσσικό Μνημείο που άντεξε στον Χρόνο»), γίνεται δελεαστική η σκέψη ότι περί τα μέσα του 17ου αιώνα επιβίωνε στην τοπική προφορική παράδοση το τοπωνύμιο Άντισσα ως ονομασία του οικισμού του Καστέλλου, ότι δηλαδή αυτός ήταν η (Άνω) Άντισσα, που αντιδιαστέλλεται στους τουρκικούς απογραφικούς Πίνακες προς την Κάτω Αντίσα και την Κάτω Ορνέ.
Το φαινόμενο δεν είναι ανεξήγητο: Όταν με την πάροδο μακρού χρόνου και τη συνακόλουθη μεταβολή των αντικειμενικών δεδομένων καταστεί ανενεργός στην κοινή αντίληψη η σχέση σημαίνοντος – σημαινομένου σε κάποια ονόματα, είναι φυσικό να ατονήσει η χρήση των ονομάτων αυτών και να αντικατασταθούν από νέα που σημαίνουν κάτι γνωστό και κατανοητό. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται ανά τους αιώνες σε αναρίθμητες περιπτώσεις. Έτσι η βενετσιάνικη «βίγλα» και ο τουρκικός «κουλές» εκτόπισαν αναρίθμητα ελληνικά αρχικά ονόματα λόφων, τα οποία χάθηκαν. Εδώ τώρα ενδιαφέρουν δύο περιπτώσεις:
α. Η ονομασία «Άντισσα», αν γίνει δεκτό ότι αυτό ήταν το όνομα της υστερομινωικής ακρόπολης, όπως υποδεικνύει η συζυγία των εννοιών και η ονοματοθέτηση των δίδυμων χωριών, έπαψε να σημαίνει κάτι περισσότερο από μερικά ερείπια χωμένα στους θάμνους πάνω σ’ ένα απόκρημνο βράχο, άγνωστα πια στους πολλούς, και αντικαταστάθηκε από τον πασίγνωστο βενετσιάνικο «Κάστελλο» (πβ Καστέλλα, Καστέλλι, Καστελλάκια κλπ). Επιβίωσε μόνο ως «Κάτω Άντισσα», ονομασία του ζωντανού οικισμού της Ορνές, τουλάχιστον μέχρι το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, που καταγράφηκε.
β. Αν η ανωτέρω εκδοχή είναι ορθή, από τις τρεις ονομασίες της Ορνές που διασώζονται η αρχική ήταν «Κάτω Άντισσα» και για τους ίδιους λόγους, για τους οποίους η κενή σημασίας πια ονομασία Άντισσα στο βουνό αντικαταστάθηκε από την πλήρη σημασίας ονομασία Κάστελλος, αντικαταστάθηκε κι αυτή από την πασίγνωστη Ορνιά – Ορνέ, που θα υπήρχε ως μικροτοπωνύμιο εξ αιτίας μεμονωμένης ή/και ιδιαίτερα μεγάλης αγριοσυκιάς (πβ. Ορνέ στον Ασώματο, στσ’ Ορνές τον Λάκο στα Σαχτούρια, στον Όρνο στην Κρύα Βρύση και στον Βάτο κλπ., βλ. Κωστή Η. Παπαδάκη, «Τοπωνυμικό της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου», Γιάννη Γρυντάκη «Το πρωτόκολλο του Νοτάριου Ανδρέα Καλλέργη» κλπ). Από συμφυρμό των ονομάτων Κάτω Άντισσα και Ορνέ φαίνεται να προέκυψε η αναγραφή Κάτω Ορνέ.
Σημειώνεται ότι η ονομασία «Άντισσα» δεν σωζόταν στη συλλογική μνήμη της Ορνές στις αρχές του 20ου αιώνα.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι είναι πολύ πιθανό, παρά την απουσία ειδικής γραπτής μαρτυρίας, να ήταν «Άντισσα» το όνομα της υστερομινωικής ακρόπολης της Ορνές, με την έννοια ότι μπορούμε να αναγνωρίσομε ένα αντικείμενο όχι μόνο βλέποντας άμεσα το ίδιο αλλά και έμμεσα, παρατηρώντας το είδωλό του στον καθρέφτη. Ίσως μπορούμε να ακροαστούμε τον ψίθυρο της γης.
Δύο ακόμη παράμετροι του θέματος του υστερομινωικού οικισμού της Ορνές θα εξεταστούν σε επόμενα σημειώματα.
* Ο Δημήτρης Z. Αρχοντάκη είναι φιλόλογος – τ. δήμαρχος Ρεθύμνης