Η δήθεν «Δημοκρατία» της Βενετίας
Οι Ενετοί αν και στη πόλη τους τη Βενετία εφήρμοζαν ένα ιδιότυπο σύστημα Δημοκρατίας, στις κτήσεις τους, όπως ήταν και η Κρήτη ακολουθούσαν ένα στυγνό και καταπιεστικό σύστημα διοίκησης. Στη Βενετία, τη Κεντρική Διοίκηση την ασκούσε το Μέγα Συμβούλιο, το οποίο εκλέγονταν κάθε χρόνο και συγκυβερνούσε με τον ανώτατο άρχοντα, τον Δόγη, ο οποίος επίσης ήταν εκλεγμένος και όχι με το σύστημα διαδοχής όπως οι βασιλιάδες, με ισόβια όμως θητεία. Στην Κρήτη τη διοίκηση την ασκούσε ο Δούκας με έδρα τον Χάνδακα, τοποθετημένος από τον εκάστοτε Δόγη, ο οποίος συνεπικουρούνταν από τους τέσσερις Ρέκτορες, των Χανίων, του Ρεθύμνου, του Χάνδακα και της Σητείας.
Τσιταδίνοι, άγραφοι, απελεύθεροι και πάροικοι
Στην ανώτατη κοινωνική βαθμίδα ανήκαν οι Βενετοί ευγενείς και φεουδάρχες. Οι ευγενείς ήταν καθολικοί, άποικοι ή απόγονοι αποίκων και είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Οι τίτλοι ευγένειας ήταν κληρονομικοί. Στους πρώτους αιώνες της ενετοκρατίας οι ευγενείς κατείχαν τα μεγαλύτερα φέουδα. Αριστοκράτες δεύτερης κατηγορίας ήταν οι Κρητικοί ευγενείς. Η κρητική ευγένεια απενέμετο με διάταγμα του Δόγη σε αντάλλαγμα στρατιωτικών, πολιτικών ή και χρηματικών υπηρεσιών. Οι κάτοικοι των πόλεων, όσοι δεν ήταν ευγενείς, ονομάζονταν πολίτες ή αστοί (τσιταδίνοι). Η τάξη αυτή απαρτίζονταν από δημόσιους υπαλλήλους και ελεύθερους επαγγελματίες. Στην κατώτερη κοινωνική βαθμίδα ανήκε ο λαός των πόλεων και της υπαίθρου.
Οι χωρικοί διακρίνονταν σε άγραφους, απελεύθερους και σε παροίκους, που δούλευαν στα κτήματα του δημοσίου ή των ευγενών. Οι χωρικοί κατέβαλλαν φόρους και ήταν υποχρεωμένοι σε αγγαρείες και κανίσκια. Αντίθετα, οι «τσιταδίνοι» ήταν απαλλαγμένοι από τις αγγαρείες. Είχαν την υποχρέωση της στρατιωτικής θητείας, της καταβολής μικρού φόρου και της παροχής στέγης στους ξένους μισθοφόρους που υπηρετούσαν στην Κρήτη. Η πιο βαριά αγγαρεία ήταν η υπηρεσία στις γαλέρες. Πολλές φορές σε όσους έπεφτε αυτή η αγγαρεία αναγκάζονταν για να την αποφύγουν να τρέπονται σε φυγή στα βουνά ή να πουλούν τα υπάρχοντά τους για να πληρώσουν αντικαταστάτες, τους λεγόμενους «αντισκάρους». Οι περισσότεροι Κρητικοί ανήκαν στην τάξη των παροίκων.
Δυο Πασάδες απαγχονισμένοι και πάνω από 100.000 Οθωμανοί νεκροί
Αυτό το καθεστώς συνάντησαν οι Οθωμανοί όταν τον Ιούνιο του 1645 έφτασε στα Χανιά ο στόλος τους με επικεφαλής τον Γιουσούφ Πασά με 416 καράβια και 50.000 στρατό. Μετά από μάχες δύο μηνών, τον Αύγουστο, τα Χανιά καταλήφθηκαν. Αρχές του επόμενου χρόνου ο Γιουσούφ Πασάς έπεσε σε δυσμένεια του Σουλτάνου και ανακλήθηκε στην Ισταμπούλ όπου και απαγχονίστηκε. Τον επόμενο Ιούλιο, νέα Οθωμανική αρμάδα με επικεφαλής τον Γαζή Ντελή Χουσείν Πασά και επίσης 40.000 στρατό αποβιβάστηκε στη Σούδα και κινήθηκε προς το Ρέθυμνο το οποίο και πολιόρκησε. Τον Νοέμβριο του 1646 ο Ντελή Πασάς κατέλαβε το Ρέθυμνο. Υπασπιστής του ήταν ο Βελή Αγάς, ο οποίος τον επόμενο χρόνο ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του, προάγεται σε Πασά και ονομάζεται Βελή Πασάς και εγκαθίσταται στο Ρέθυμνο. Μετά το Ρέθυμνο, ο Γαζή Χουσεΐν Πασάς, κατευθύνθηκε προς τον Χάνδακα και τον Αύγουστο του 1848 άρχισε την πολιορκία του. Μετά από 18 χρόνια πολιορκίας ο Γαζή Χουσεΐν Πασάς ανακλήθηκε και αυτός στην Ισταμπούλ όπου και απαγχονίσθηκε για την αποτυχία του να καταλάβει το νησί. Το 1666 θα αποσταλεί νέος αρχιστράτηγος ο Αχμέτ Κιοπρουλή Πασάς με 40.000 νέο στρατό. Τρία χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβρη του 1669 ο Χάνδακας θα καταληφθεί και ολόκληρη η Κρήτη θα θεωρηθεί πια Οθωμανική επικράτεια.
Η κατάληψη της Κρήτης θα στοιχίσει 100.000 νεκρούς Οθωμανούς και τους δύο πρώτους αρχιστρατήγους, τον Γιουσούφ Πασά και τον Ντελή Χουσεΐν Πασά απαγχονισμένους μετά από εντολή των Σουλτάνων, για την αποτυχία τους να κυριέψουν το νησί! Ωστόσο και ο φόρος αίματος για τους Κρήτες ήταν πολύ βαρύς. Ο αριθμός των νεκρών Κρητών από τον 25ετή αυτό πόλεμο υπερέβαινε, κατά τις ιστορικές εκτιμήσεις, τους 70.000 (Βικιπαίδεια, Κρητικός πόλεμος). Οι Κρήτες αυτοί ήταν στρατολογημένοι από τους Ενετούς από εξαναγκασμό.
Ο Σουλτάνος Μεχμέτ Δ’, ο «γαμβρός» του Ρεθύμνου και η ιστορική ειρωνεία!
Πράγματι μια ιστορική ειρωνεία εξελίχθηκε κατά τον πόλεμο αυτό με πρωταγωνιστή τον «γαμβρό» του Ρεθύμνου Σουλτάνο Αχμέτ Δ’. Η κατάληψη των Χανίων και του Ρεθύμνου έγινε το 1646 επί Σουλτάνου Ιμπραχήμ του Α’. Το 1648 όμως ο Ιμπραχήμ εκθρονίστηκε και δολοφονήθηκε. Νέος Σουλτάνος ανακηρύχθηκε ο 6χρονος γιος του, ο Μεχμέτ Δ’.
Όταν ο Μεχμέτ ήταν 21 ετών το 1663, πήρε σαν πρώτη του σύζυγο τη Ρεμπιά Γκιουλνούς 21 ετών επίσης, η οποία ήταν η Ρεθύμνια Ευμενία Βεργίτση που είχε αρπαγεί το 1646 6χρονο κορίτσι από το Ρέθυμνο και είχε σταλεί στο χαρέμι του Σουλτάνου στην Ισταμπούλ. Το 1663, έτος κατά το οποίο η Ευμενία έγινε Χασεκή (πρώτη) Σουλτάνα, και μάλιστα ήταν και η αγαπημένη του Μεχμέτ, διαρκούσε ακόμη η πολιορκία του Χάνδακα.
Το 1669 που έγινε η πτώση του Χάνδακα και η ολοκληρωτική κατάληψη της Κρήτης, η Ευμενία ήταν Σουλτάνα και θα ήταν και για άλλα 18 χρόνια, μέχρι το 1687 που εκθρονίστηκε ο σύζυγός της Μεχμέτ Δ’. Ο Σουλτάνος Μεχμέτ όντας «γαμβρός» του Ρεθύμνου, αιματοκύλισε τους Κρήτες και σίγουρα μέσα σ’ αυτούς θα υπήρξαν και στενοί συγγενείς και συντοπίτες της αγαπημένης του συζύγου. Η Ευμενία θα επανέλθει όμως 8 χρόνια αργότερα στο ρόλο της Βαλιδέ Σουλτάνας (μητέρας του Σουλτάνου), το 1695, όταν θα γίνει Σουλτάνος ο γιος της Μουσταφά ο Β’.
Όταν το 1702 εκθρονίστηκε ο Μουσταφά, η Ευμενία θα παραμείνει στο ρόλο της και με τον επόμενο Σουλτάνο τον δεύτερο γιο της, τον Αχμέτ τον Γ’ ως το 1715 όπου και απεβίωσε. Η Ευμενία ήταν στα ανώτατα κλιμάκια της Οθωμανικής κυριαρχίας για 47 χρόνια ως Χασεκή Σουλτάνα και ως Βαλιδέ Σουλτάνα από το 1663 ως και το 1715 (με μια απουσία 8 χρόνων μόνον, όταν βασίλεψαν ως Σουλτάνοι οι δύο αδελφοί του συζύγου της).
Το ερώτημα για την Ρεθύμνια Σουλτάνα Ευμενία
Δυστυχώς όμως, ιστορικά τουλάχιστον, η Ευμενία δεν αναφέρεται να επισκέφτηκε ποτέ το Ρέθυμνο και τη γενέτειρά της περιοχή. Όπως επίσης δεν αναφέρεται και η παραμικρή της παρέμβαση για το νησί που την γέννησε! Ακόμη και το Τζαμί του Ρεθύμνου στην οδό Τομπάζη, κτίστηκε από την προκάτοχό της Βαλιδέ Σουλτάν, Τουρχάν Χαντιτζέ, που ήταν και η πεθερά της. Ωστόσο η Ευμενία είχε σπουδαία δράση, ιδιαίτερα κατά τη θητεία της ως Βαλιδέ Σουλτάνα με τον δεύτερο γιο της τον Αχμέτ τον Γ’. Ιστορικά αναφέρεται ότι του εξασκούσε τέτοια επιρροή, σε βαθμό που εκτιμήθηκε ότι αυτή τον προέτρεψε στην κήρυξη του πολέμου κατά της Ρωσίας το 1711. Και εύλογα γεννιέται το ερώτημα. Αφού η Ευμενία ήταν μια ικανή και δραστήρια Σουλτάνα και Βαλιδέ Σουλτάνα γιατί αδιαφόρησε παντελώς για το τόπο της! Να υποθέσουμε ότι ήταν τέτοιες οι συνθήκες αλλοτρίωσης που επικρατούσαν στο Σουλτανικό χαρέμι, που λόγω και της μικρής της ηλικίας εξαφανίστηκαν οι καταγραφές στη μνήμη και το μυαλό του 6χρόνου κοριτσιού; Δυστυχώς με τις πενιχρές πληροφορίες που υπάρχουν και οι οποίες στηρίζονται και μόνον στη λαϊκή παράδοση, αδυνατούμε να δώσουμε απάντηση.
Στόχος των Οθωμανών: Η απογραφή για το βαρύ χαράτσι
Ένα μόλις χρόνο μετά το 1669 και τη κατάληψη του Χάνδακα, το 1670, με εντολή του Μεγάλου Βεζύρη της Υψηλής Πύλης, ο Οθωμανός αξιωματούχος Εμπού Μπεκίρ Εφένδης προχώρησε σε απογραφή των περιουσιακών στοιχείων όλων των οικογενειών των Κρητών, χριστιανών και μουσουλμάνων, σε όλους τους οικισμούς του νησιού. Στην απογραφή αυτή συμπεριελήφθησαν και τα μοναστήρια και ακόμη και τα μετόχια τους! Σκοπός της απογραφής ήταν να προσδιοριστούν ακριβώς εκείνοι που κατά την αυτοκρατορική νομοθεσία ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρους. Αυτός εξ άλλου ήταν και ο κύριος λόγος που οι Οθωμανοί εξεστράτευαν και κατακτούσαν χώρες και λαούς. Για να τους εκμεταλλεύονται και αυτούς και τη γη τους και για να τους καταστήσουν φόρων υποτελείς.
Ο Εμπού Μπεκίρ Εφένδης ορίστηκε Δεφτερδάρης της Κρήτης, κάτι σαν τοπικός υπουργός οικονομικών, με κύριο ρόλο την είσπραξη των φόρων και την αποστολή τους στην Ισταμπούλ στο ταμείο της αυτοκρατορίας. Το εγχείρημα αυτό, δηλαδή το να μπορέσουν να καταγράψουν όλες τις οικογένειες των Κρητών με τα περιουσιακά τους στοιχεία και μάλιστα με υψηλή ακρίβεια, εκτιμούμε ότι ήταν ένα μεγάλο επίτευγμα. Εδώ αξίζει να επισημάνουμε και μια λεπτομέρεια. Ο Οθωμανός αυτός αξιωματούχος ο Εμπού Μπεκίρ Εφένδης, φαίνεται στην καταγραφή, ως κάτοχος δικαιωμάτων εισοδημάτων από αγροτεμάχια των οικισμών των Πασσαλιτών και του Καλαμά του κάτω Μυλοποτάμου.
Η αρχειοθέτηση στην Ισταμπούλ
Η αρχική σύνταξη έγινε σε γραφή siyakat, που ήταν ένας τρόπος στενογραφίας σε αραβική γραφή. Συντάχτηκαν λοιπόν οι κατάλογοι που ονομάστηκαν «ντεφτέρια» και στάλθηκαν στην Ισταμπούλ για να καθαρογραφούν και να αρχειοθετηθούν στα επίσημα έγγραφα της κυβέρνησης στον «Δεφτερχανέ». Σήμερα βρίσκονται με αυτή τη μορφή στο Οθωμανικό αρχείο της Πρωθυπουργίας (Basbakanlik Osmanli Arsivi) στην Ινσταμπούλ και αποτελούνται από το κατάστιχο Τapu Τahrir 822, που αφορά τα «Σαντζάκια» ή «Λιβάδες» των Χανίων και του Ρεθύμνου, και το κατάστιχο Τapu Τahrir 825 των αντίστοιχων του Λασιθίου και του Ηρακλείου.
Τα έτη από το 2004 έως το 2007 οι ιστορικοί ερευνητές Δρ. Ευαγγελία Μπαλτά και ο Δρ. Μustafa Oguz, επεξεργάστηκαν το κατάστιχο ΤΤ822, το οποίο και μετέφρασαν. Η μελέτη τους σε ό,τι αφορά το Ρέθυμνο εκδόθηκε το 2007 σε ένα καλαίσθητο τόμο από την ΙΛΕΡ, με τον τίτλο «Το Οθωμανικό Κτηματολόγιο του Ρεθύμνου». Στην έκδοση αυτή αναγράφονται αναλυτικά όλες οι οικογένειες υποτελείς φόρου του «Λιβά» του Ρεθύμνου ανά επαρχία και ανά οικισμό. Στο σύνολό τους εμφανίζονται 304 οικισμοί, μοναστήρια και μετόχια μοναστηριών. Σε αυτόν αναφέρεται ένα σύνολο 13.000 περίπου οικογενειών υπόχρεων φόρων, στην πλειοψηφία τους κατά 90% περίπου χριστιανών και μόλις κατά 10% περίπου μουσουλμάνων. Η ύπαρξη των μουσουλμάνων ερμηνεύεται με το ότι, επειδή τη χρονιά της απογραφής, το 1670, είχαν περάσει ήδη 24 χρόνια από το 1646 που κατελήφθη το Ρέθυμνο, και άρα είχαν εγκατασταθεί αρκετοί μουσουλμάνοι σε χωριά του Ρεθύμνου.
Θησαυρός κοινωνικο-οικονομικών πληροφοριών
Στην απογραφή αυτή, καταγράφονται τα εξής στοιχεία:
– Κατ’ αρχήν όλοι οι οικισμοί, τα μετόχια, το μοναστήρια και τα μετόχια των μοναστηριών.
– Τα ονοματεπώνυμα των αρχηγών των οικογενειών ως οι υπόχρεοι φόρων. Και για τον κάθε ένα από αυτούς ή αυτές καταγράφονται:
– Οι ιδιόκτητες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης μετρημένες σε τσερίπια (μονάδα μέτρησης).
– Ο αριθμός των ιδιόκτητων ελαιόδεντρων.
– Οι ιδιόκτητες εκτάσεις αμπελιών, μετρημένες σε τσερίπια.
– Οι ιδιόκτητες εκτάσεις μποστανιών μετρημένες σε τσερίπια.
– Οι ιδιόκτητες εκτάσεις κήπων (μπαξέδες).
Οι εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης παρουσίαζαν ενδιαφέρον, γιατί σε αυτές καλλιεργούνταν τα σιτηρά, που ήταν τα άκρως απαραίτητα για το γενικό πληθυσμό. Τα ελαιόδεντρα είχαν επίσης μεγάλο ενδιαφέρον για την παραγωγή του λαδιού. Το τρίτο προϊόν που αξιολογούνταν ήταν το κρασί και γι’ αυτό καταγράφονταν οι εκτάσεις των αμπελιών. Αυτά λοιπόν τα τρία προϊόντα, τα σιτηρά, το λάδι και το κρασί, συνέθεταν την οικονομία του νησιού. Οι δύο άλλες καταγραφές, των μποστανιών και των κήπων είχαν δευτερεύουσα σημασία, καθότι αφορούσαν ελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού.
Το λάδι ως ο υγρός χρυσός του νησιού
Σε ορισμένες περιοχές και οικισμούς, καταγράφεται ένας συλλογικός φόρος για εκτάσεις γης, κυρίως ακαλλιέργητες για βόσκηση των κοπαδιών. Αυτός ο φόρος, ο οποίος χρεώνεται συλλογικά στους κατοίκους κάποιου οικισμού, ορίζεται σε ποσότητα οκάδων λαδιού. Αυτό δείχνει ότι το λάδι έχει τέτοια αξία, που χρησιμοποιείται ως νομισματικό μέσον. Για παράδειγμα αναφέρουμε την εξής καταγραφή: Οι κάτοικοι των χωριών Λιβάδια και Οζού (Ζωνιανά) για τη χρήση βοσκοτόπων σε τρεις τοποθεσίες του Ψηλορείτη (Φραγκιά, Μαύρο στενό και Μεγκίρο), συνολικής έκτασης 40 τσεριπιών υποχρεούνται να καταβάλουν 70 οκάδες λάδι το χρόνο.
Εξισλαμισμοί
Από σημειώσεις, που συνοδεύουν τις καταγραφές φαίνονται κάποιες λίγες περιπτώσεις εξισλαμισμών. Οι περισσότεροι καταγράφονται σε οικισμούς του Αμαρίου και του Αγίου Βασιλείου και είναι όμως μεμονωμένοι. Σίγουρα ήταν πολύ νωρίς και οι Οθωμανοί δεν είχαν αρχίσει να εφαρμόζουν πολιτικές μαζικών εξισλαμισμών.
Ακολουθεί η Β’ Ενότητα στο επόμενο φύλλο με τίτλο: Οι τρομακτικές οικονομικές ανισότητες.