Μου πήρε καιρό να καταλάβω ότι εκείνος ο πάντα χαμογελαστός άνθρωπος, που δεν άφηνε να αδειάσει ποτήρι και πιάτο όταν σε φιλοξενούσε στο σπιτικό του στην Κοξαρέ και δάκρυζε όταν μιλούσε για τον αδελφό του Γιάννη, ήταν ο περίφημος καπετάνιος του ΕΛΑΣ Αλέκος Μαθιουδάκης.
Αργά, πολύ αργά, έμαθα για τη δράση του. Στον Πρινέ Μυλοποτάμου άκουσα πρώτη φορά για πολλά ανδραγαθήματά του και περισσότερα διάβασα σε βιβλία. Αλλά ακόμα να καταλάβω πως χωρούσε τόση σεμνότητα σε μια τόσο ατρόμητη και απροσκύνητη καρδιά. Και πως μπορούσε ένα χαμόγελο να διατηρεί τη φωτεινότητά του, όταν στο κορμί ήταν αμέτρητα τα ίχνη απάνθρωπων βασανιστηρίων από τους κατακτητές.
Καμάρι για τον αδελφό του
Ο Αλέκος Μαθιουδάκης μέχρι το τέλος της ζωής του, είχε καμάρι του τον αδελφό του Γιάννη, τον μεγάλο αγωνιστή της Αντίστασης, που άφησε το λαμπρότερο όνομα στη δέλτο των ηρώων και τον ανιψιό του Μανόλη εκλεκτό συνάδελφο, πρώην πρόεδρο της ΕΣΗΕΑ.
Στον τελευταίο μάλιστα, λίγο πριν πεθάνει, παρέδωσε μια μαγκούρα από αυτές που χρησιμοποιούν οι βοσκοί.
– «Πάρε την» του είπε. «Με αυτή γύριζε βουνά και λαγκάδια ο πατέρας σου για να ξυπνήσει συνειδήσεις Μετά το θάνατό του, εννοώ μετά την εκτέλεση στη σπηλιά, ήρθε στα χέρια μου από τον σύντροφό μου Περακάκη. Τώρα σου ανήκει. Είσαι άξιος να την κρατήσεις».
Αυτόν τον άνθρωπο θέλησα να γνωρίσουμε καλύτερα μέσα από τα αφιερώματά μας, που αδιαφορούν για κομματικές ταυτότητες, υψηλές κοινωνικές θέσεις, ιδεολογικές απόψεις. Αρκεί το πρόσωπο που αναφερόμαστε να μην ξέχασε την ευθύνη του σαν Έλληνας και να μη συμβιβάστηκε για να απολαύσει τιμές. Αυτοί οι άνθρωποι κι όσοι φυσικά στράφηκαν εναντίον πατριωτών δεν μας αφορούν. Ας τους κρίνει η ιστορία.
Από την ανταρτομάνα Κοξαρέ
Ο Αλέκος Μαθιουδάκης, γεννήθηκε στην ανταρτομάνα Κοξαρέ το 1919. Φτωχή αγροτική οικογένεια το περιβάλλον του, αλλά άνθρωποι τίμιοι βιοπαλαιστές κι ας ήταν ελάχιστα τα γράμματα που γνώριζαν.
Το 1933 αποφασίζει να πάει στην Αθήνα να φοιτήσει στο Γυμνάσιο, που υπηρετούσε φιλόλογος ο μεγαλύτερος αδελφός του ο Γιάννης. Στην αρχή δεν είχε πρόβλημα. Η σκέψη των γονιών του όμως τον βασάνιζε. Ποιος ξέρει πώς περνούσαν; Γιατί να μην είναι κοντά τους να συνεισφέρει τουλάχιστον στην προσπάθεια για τον επιούσιο; Δεν άντεξε περισσότερο και κατέβηκε στο χωριό. Στο μεταξύ ο Γιάννης και άλλοι συγχωριανοί τους, είχαν οργανώσει τον πρώτο οργανωμένο πυρήνα του ΚΚΕ.
Η δικτατορία του Μεταξά δίνει την ευκαιρία στον Αλέκο να αποδείξει τα αγωνιστικά του φρονήματα. Μάταια ο ενωμοτάρχης προσπαθεί να πείσει το μικρό να φορέσει τη στολή της νεολαίας ΕΟΝ. Εκείνος αρνείται πεισματικά. Δεν θέλει να έχει καμιά σχέση με τη νεολαία του Μεταξά. Αυτή του την άρνηση πληρώνει ο πατέρα του και συγγενείς τους με μηνύσεις, δικαστήρια, εξορίες.
Στις 3 Μαρτίου 1940, παρουσιάζεται για να υπηρετήσει τη θητεία του και κοντεύει να τελειώσει τη Σχολή Λοχίων, που παρακολουθούσε, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, στον οποίο παίρνει μέρος και διακρίνεται. Η περίοδος μετά την κατάρρευση του μετώπου τον βρίσκει στην Αθήνα ν’ αναζητά μέσον για να επιστρέψει στην Κρήτη. Στο διάστημα αυτό γνωρίζει από κοντά τα δεινά του δοκιμαζόμενου από πείνα και ωμή βία του κατακτητή για να τον υποτάξει ολοκληρωτικά. Ο Αλέκος οργανώθηκε από τους πρώτους στο Εθνικό Απελευθερωτικό Αγώνα, κρατώντας σταθερή την ιδεολογική του ταυτότητα, κοιτάζοντας πάντα αριστερά.
Στο μετερίζι του αγώνα
Αρχές του 1942 καταφέρνει να επιστρέψει στο νησί με ένα επιταγμένο από τους Γερμανούς πλοίο κι αρχίζει η μεγάλη του αντιστασιακή δράση. Κι είναι αξιοθαύμαστα όσα έχουν να διηγηθούν για τον «μουσάτο», έτσι τον άκουγες από τους συναγωνιστές του.
Θα επαναλάβουμε άλλους ικανότερους και στην έρευνα και στη γραφίδα, που έγραψαν για τον Αλέκο Μαθιουδάκη, αν επεκταθούμε λεπτομερώς στα ανδραγαθήματα του Κοξαριανού ήρωα. Πράξεις ηρωικές που κόβουν την ανάσα. Θα τα παραλείψουμε γιατί δεν έχει καμιά σημασία η αναλυτική αναφορά τους, όταν όλα αυτά αποτελούν και το λόγο που οφείλουμε αιώνια τιμή στον μεγάλο αυτό αγωνιστή.
Εξαίρεση θα κάνουμε μόνο για ένα απόσπασμα από βιβλίο συγγραφέως εκτός Κρήτης, που αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς. Γράφει λοιπόν η Ναταλία Αποστολοπούλου στο βιβλίο της «Για έναν κόσμο καλύτερο».
Μεγάλη πράξη ηρωισμού
«Το χωριό Κοξαρέ πήρε μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του λαού μας, πολεμώντας από την πρώτη στιγμή τους φασίστες αλεξιπτωτιστές στο Ρέθυμνο. Στις 2 του Φλεβάρη του 1944 πέντ’ έξι ΕΛΑΣίτες με τον Αλέκο Μαθιουδάκη πήρανε εντολή να κατεβούνε στα χωριά τους, για να στρατολογήσουν αντάρτες και να συγκεντρώσουν τρόφιμα στο χωριό του, την Κοξαρέ. Νυχτώθηκε στο χωριό του ο αντάρτης. Εκείνο το βράδυ η εφεδροΕΛΑΣίτικη ομάδα του χωριού είχε αποφασίσει να κοιμηθούν όλοι στα σπίτια τους. Μα ο Μαθιουδάκης ανηφόρισε για το βουνό και ξοπίσω του ακολούθησαν μερικοί απ την ομάδα.
Ανεβήκανε ψηλά στου Αλί το σπηλιάδι, στο φαράγγι. Κανονίσανε τις βάρδιες που θα φύλαγαν σκοπιά, ως την αυγή. Μπήκε το πρώτο νούμερο στη θέση του κι οι άλλοι πέσανε για ύπνο.
Σαν ήρθε η σειρά του Μαθιουδάκη να φυλάξει σκοπός, ανέβηκε στο δώμα της σπηλιάς, τέντωσε τ’ αυτί του κι αφουγκραζόταν… Με τα μάτια του έτρωγε τον τόπο ολόγυρα, παλεύοντας να ξεδιαλύνει το σκοτάδι. Μόλις που ξεχώριζε κάτω τους δυο δρόμους: Τον κεντρικό αμαξωτό προς τις Μέλαμπες και τον παλιό δρόμο. Στον παλιόδρομο, και σ’ απόσταση 500 μέτρα, το μάτι του άρπαξε μια σπίθα τσιγάρου, που ξέφυγε την κάλυψή της. Γερμανοί! σκέφτηκε, μας κύκλωσαν Γερμανοί, κι εμείς κοιμόμαστε… Ή, μην ήταν οι δικοί μας που μετάνιωσαν κι ανέβαιναν; Όμως, αν ήταν αυτοί, έπρεπε να βρίσκονται κοντά του σε 5 λεπτά. Αλλιώς…
Περίμενε με αγωνία. Πέρασαν 10 λεπτά και κανείς δε φαινόταν. Ήταν, λοιπόν, Γερμανοί! Πήδηξε, τρύπωσε στη σπηλιά, ξύπνησε τους κοιμισμένους κι όλοι μαζί σκαρφάλωσαν ψηλότερα. Σιγή νεκρική! Όλοι παρακολουθούσαν ολόγυρα κι αφουγκράζονταν με κομμένη την ανάσα. Κατά τα ξημερώματα δύο φωτοβολίδες σκίσανε τον ουρανό και διασταυρώθηκαν πάνω από την Κοξαρέ.
Όσο φώτιζε η αυγή, τόσο πιο φανερή γινόταν η κύκλωση. Με τα κιάλια ξεχώριζαν τους χωριανούς τους, που τους οδηγούσε ο εχθρός σαν κοπάδι πρόβατα προς την εκκλησιά… και το σχολειό… Κατά τις 2 η ώρα φτάσανε κοντά τους δυο ΕΠΟΝίτισσες: η Μαρία κι η Ελένη. Είχανε σπάσει τον ασφυχτικό κλοιό με κίνδυνο μεγάλο, να τους πληροφορήσουν πως οι Γερμανοί λήστεψαν το χωριό, συλλάβανε τους ανθρώπους κι ετοιμάζονταν να τους μεταφέρουν με καμιόνια στο Ρέθυμνο!
«Σύρτε πίσω», είπε ο Μαθιουδάκης, «εξακριβώστε σε ποιο φορτηγό φορτώθηκαν οι όμηροι και στείλτε μας αμέσως είδηση!».
Ροβόλησαν τα κορίτσια τον κατήφορο να εκτελέσουν την εντολή.
Ο Χαρίδημος Μαραγκάκης έτρεξε σύνδεσμος στα κοντινά χωριά να ειδοποιήσει τους συντρόφους του Μαθιουδάκη, να τρέξουν σε βοήθεια της Κοξαρέ! Εκείνοι κάμανε φτερά… Σ’ ένα μισάωρο φτάσανε στον προορισμό τους να εκτελέσουν τη διαταγή του καπετάνιου τους:
«Θα χτυπήσουμε τους Γερμανούς και θα λευτερώσουμε τους ομήρους», δήλωσε ο Μαθιουδάκης. Συμφώνησαν όλοι και ξεκίνησαν…
Ξεμάκρυναν απ’ το χωριό περί τα τριάμισι χιλιόμετρα και σε ύψος 80-85 μέτρα από το χαλικοστρωμένο δρόμο. Οι 5 αντάρτες πήρανε θέση πάνω από τη γέφυρα. Ψηλότερα απ’ αυτούς έμεινε ο Μανωλεσάκης μ’ ένα γερμανικό ταχυβόλο. Ο Μαθιουδάκης κατέβηκε χαμηλότερα 7-8 μέτρα από το δρόμο. Κρατούσε ένα εγγλέζικο παλιοντούφεκο με καμιά δεκαπενταριά σφαίρες όλες κι όλες. Τόσες είχε ο κάθε αντάρτης. Πλάι στο δρόμο κύλαγε το ρέμα με αρκετό νερό. Οι αντάρτες καλύφθηκαν πίσω από τα βράχια. Πήρανε θέσεις και περίμεναν.
Η Αργυρώ έτρεχε προς τις θέσεις τους κι οι Γερμανοί την πυροβολούσαν. «Πέσε κάτω, πέσε κάτω», της φώναξαν οι αντάρτες. Έρποντας με την κοιλιά έφτασε τον πρώτο αντάρτη και του ‘δωσε το σημείωμα. Αυτός τοποθετούσε τους ομήρους στο τρίτο, κατά σειρά, αυτοκίνητο. Ειδοποιήθηκαν όλοι και περίμεναν με το χέρι στη σκανδάλη.
Κατά τις δέκα και μισή ακούστηκε θόρυβος μοτοσικλέτας. Πρώτα πέρασαν 2 μοτοσικλετιστές. Δεύτερο, φάνηκε το μικρό μαύρο αυτοκίνητο της Γκεστάπο. Τρίτο, ερχόταν ένα φορτηγό με Γερμανούς. Οι αντάρτες το πυροβόλησαν. Τραυμάτισαν θανάσιμα τον οδηγό, μα ο τραυματισμένος κατάφερε να οδηγήσει το φορτηγό, να περάσει τη στροφή της γέφυρας και να ξεφύγει τ’ αντάρτικα πυρά. Το δεύτερο φορτηγό – δηλαδή το τέταρτο όχημα – κουβαλούσε τους ομήρους. Οι έξι αντάρτες πυροβόλησαν, σκότωσαν τον οδηγό και το συνοδηγό, τραυμάτισαν και τον τρίτο συνοδηγό που, αν και τραυματισμένος, άρπαξε το τιμόνι κι οδήγησε τ’ αυτοκίνητο αναπτύσσοντας ταχύτατα. Ο αντάρτης Μήτσος Χαρισάκης πήδηξε τότε στο δρόμο, γονάτισε, σημάδεψε και σκότωσε τον ένοπλο Γερμανό, που συνόδευε τους ομήρους και στεκόταν όρθιος στην πόρτα του φορτηγού.
Οι εχθροί αιφνιδιάστηκαν. Δε χρησιμοποίησαν κεραυνοβόλα τον οπλισμό τους. Όταν συνήλθαν, έβαλαν κατά πάνω στους αντάρτες με καταιγιστικά πυρά. Πολλοί, μάλιστα, πήδησαν κάτω στο δρόμο, πιάνοντας θέσεις μάχης! Ένας ναζί πιάστηκε στα χέρια με τον Τσιγαρά, περνώντας κάτω από τη γέφυρα, όταν πυροβόλησε ο Μαθιουδάκης πάνω από τη γέφυρα…».
Πολύτιμες πηγές τα βιβλία του
Ο Αλέκος Μαθιουδάκης έγραψε με σεμνότητα για τα γεγονότα που έζησε, αρθρογραφώντας στον τοπικό τύπο και περικλείοντας συγκλονιστικές αναμνήσεις, σε τέσσερα βιβλία που εξέδωσε μετά την αποφυλάκισή του.
Αυτά τα βιβλία υπάρχουν και στη Δημόσια Βιβλιοθήκη μας και είναι πολύτιμες πηγές για κάθε ερευνητή.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος ο Αλέκος δεν θέλησε να υποταχθεί στο πολιτειακό καθεστώς και παρέμεινε διωκόμενος. Μέχρι και τα μέσα του 1950, γνώριζε ανείπωτα βασανιστήρια, ανηλεείς διώξεις και φυλακίσεις.
Τι πέρασαν αλήθεια κάποιοι άνθρωποι που ήθελαν να σκέπτονται ελεύθερα.
Καμιά πλευρά βέβαια, ούτε αριστερά ούτε και δεξιά, δεν είναι άμοιρη ευθυνών για την κατάσταση που επικράτησε και το μαρτύριο τόσων ανθρώπων που καταστράφηκε η ζωή τους, σπονδή στην ιδεολογία τους. Αλλά εκείνοι που θα πρέπει να δέχονται το αιώνιο ανάθεμα της ελληνικής ιστορίας είναι οι «προστάτες» της χώρας μας, οι σύμμαχοι που την έσπρωξαν σε τόση δυστυχία.
Κάποτε αποφυλακίστηκε και ο Αλέκος. Προσπάθησε να ξαναβρεί το δρόμο του. Ακτινοβολούσε αγάπη, ο λεβέντης αυτός που ξεχώριζε στην Αντίσταση κατά κοινή ομολογία και των δύο πλευρών.
Στις εκλογές του 1981 ήταν υποψήφιος βουλευτής νομού Ρεθύμνης με το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ. Δραστηριοποιήθηκε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση στο Ρέθυμνο και εκλεγόταν για οκτώ χρόνια ως πρόεδρος της κοινότητας Κοξαρέ.
Πέθανε το 2002 σε ηλικία 83 ετών.
Και άφησε μνήμη ηρωική στην ιστορία του τόπου μας και το φως από το χαμόγελό του σε όσους τον γνωρίσαμε, μετά τα γεγονότα, και χαρήκαμε τη φιλόξενη αρχοντιά του και το μεγαλείο της ψυχής του. Κι ας μην ακούσαμε ποτέ από τα χείλη του τα αναρίθμητα ηρωικά του κατορθώματα.