Η πολιτική φαρμάκου είναι μια υπόθεση με πολλές πτυχές και τεχνικού χαρακτήρα λεπτομέρειες που συνήθως είναι δυσνόητες για τους μη ειδικούς, καθιστώντας την επιρρεπή σε απλουστευτικές προσεγγίσεις και, συχνά, σε λαϊκιστικού τύπου ρητορική. Είναι αλήθεια λοιπόν ότι σε όλη τη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων, επειδή ακριβώς προηγήθηκε μια δεκαετία ασυδοσίας και αναιτιολόγητης έκρηξης της φαρμακευτικής δαπάνης, επιβλήθηκε ένα ανελαστικό πλαίσιο στην τιμολόγηση και αποζημίωση των φαρμάκων στην Ελλάδα που οδήγησε σε στρεβλώσεις και, κυρίως, σε επιβαρύνσεις των πολιτών. Είναι αλήθεια επίσης ότι εντός του Μνημονίου καταφέραμε, χάρις στην «άτυπη τριμερή χρηματοδότηση» του συστήματος (Κράτος+ΕΟΠΥΥ-Φαρμακοβιομηχανία-Πολίτες), να διασφαλίσουμε το μείζον: την καθολική και ισότιμη κάλυψη των φαρμακευτικών αναγκών της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των ανασφάλιστων πολιτών, χωρίς να υπάρξει πρόβλημα στην πρόσβαση των ασθενών στις καινοτόμες και ακριβές θεραπείες. Η εγγυημένη πρόσβαση όλων των πολιτών στα φάρμακα και μάλιστα για το 1/3 των ανασφάλιστων με μηδενική συμμετοχή βάσει εισοδηματικών κριτηρίων, ήταν μια κρίσιμη παρέμβαση κοινωνικής συνοχής, αξιοπρέπειας και μείωσης υγειονομικών ανισοτήτων.
Μετά την έξοδο λοιπόν από το Μνημόνιο, νομοθέτησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το νέο μηχανισμό τιμολόγησης και ανατιμολόγησης των φαρμάκων, τον οποίο η ΝΔ καταψήφισε εγκαλώντας τον ΣΥΡΙΖΑ ότι δίνει «δωράκια» στη φαρμακοβιομηχανία. Το μοντέλο τιμολόγησης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (η τιμή διαμορφώνεται από το μέσο όρο των 2 χαμηλότερων τιμών της Ευρωζώνης και όχι από το μέσο όρο των 3 χαμηλότερων τιμών της ΕΕ) οδηγούσε σε μεσοσταθμική μείωση τιμών 3,6% και σε απόλυτα μεγέθη 130 εκ. ευρώ λιγότερα. Προβλέπονταν μειώσεις μέχρι 10% το χρόνο σε όσα φάρμακα είχαν ψηλότερη τιμή από το μέσο όρο των 2 χαμηλότερων τιμών της Ευρωζώνης, αλλά και αυξήσεις τιμών μέχρι 10% σε όσα η τιμή τους ήταν χαμηλότερη από την κατώτατη τιμή της Ευρωζώνης. Οι αυξήσεις αυτές, που στην πλειονότητα τους θα ήταν της τάξης των 0,70-0,80 ευρώ (δηλαδή θα συνεπάγονταν επιπλέον κόστος 0,15-0,20 ευρώ για τον ασθενή), αφορούσαν συνήθως πολύ φτηνά φάρμακα, κυρίως γενόσημα, που χωρίς αυτή τη στήριξη κινδυνεύουν να αποσυρθούν από την ελληνική αγορά και να υποκατασταθούν από πολύ ακριβότερα πρωτότυπα με μεγαλύτερη επιβάρυνση του πολίτη. Ήταν λοιπόν μια ισορροπημένη ρύθμιση που έκανε το σύστημα πιο διαφανές, σταθερό, προβλέψιμο και βιώσιμο στη μεταμνημονιακή περίοδο.
Το υπουργείο Υγείας, κάνοντας άλλη μια «κυβίστηση σε σχέση με την προεκλογική ρητορική της ΝΔ, διατήρησε ακριβώς τον ίδιο μηχανισμό τιμολόγησης και απλώς προέβλεψε μηδενικές αυξήσεις και μέχρι 7% (αντί για 10%) μειώσεις τιμών. Ο υπουργός Υγείας κ. Κικίλιας υπέγραψε θριαμβολογώντας αυτές τις μέρες το νέο Δελτίο Τιμών, λέγοντας ένα ψέμα (ότι εξοικονομούνται 180 εκ. ευρώ για το Κράτος, ενώ είναι γνωστό ότι η ανατιμολόγηση δεν θα μειώσει τις πληρωμές του ΕΟΠΥΥ που έχει κλειστό προϋπολογισμό 1,945 δισ. ευρώ, αλλά το claw back της φαρμακοβιομηχανίας) και μισή αλήθεια (ότι μειώνεται η συμμετοχή του ασφαλισμένου κατά 50 εκ. ευρώ). Ξέρουμε όμως πολύ καλά ότι η θεσμοθετημένη συμμετοχή των ασθενών στο κόστος δεν επηρεάζεται μόνο από την τιμή του φαρμάκου αλλά και από τη διαφορά λιανικής-ασφαλιστικής τιμής, και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο παραμένει σταθερή (περίπου 620 εκ. ευρώ το χρόνο) παρά την πτωτική τάση των τιμών στα μνημονιακά χρόνια. Η ρητορική δηλαδή «μειώνω τις τιμές άρα μειώνω τη συμμετοχή του ασθενή», είναι τουλάχιστον ανακριβής.
Η επικέντρωση όλης της φαρμακευτικής πολιτικής στην υποτιμολόγηση των φαρμάκων ήταν σκληρή μνημονιακή «γραμμή», ενώ το μεγάλο πρόβλημα είναι η σωστή κλινική αξιολόγηση τους, η διαπραγμάτευση προσιτών τιμών αποζημίωσης και κυρίως η ορθολογική συνταγογράφηση τους. Αυτά ακριβώς είναι τα διαρθρωτικά μέτρα που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για πρώτη φορά θεσμοθέτησε και άρχισε να υλοποιεί με τις Επιτροπές Αξιολόγησης (ΗΤΑ) και Διαπραγμάτευσης και με τα θεραπευτικά πρωτόκολλα που ενσωμάτωσε στο σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης. Έτσι διασφαλίζεται «το καλύτερο φάρμακο στην καλύτερη τιμή» και όχι με αποσπασματικές και επικοινωνιακά «ευπώλητες» αλλαγές στην τιμολόγηση, που μάλιστα συνοδεύονται από ανακρίβειες και παραπειστικές δηλώσεις.
* Ο Ανδρέας Ξανθός είναι βουλευτής Ρεθύμνου και Τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ, πρώην Υπουργός