Φεβρουάριος του 1914 και μια είδηση ήρθε να σκανδαλίσει τη στερημένη από συγκλονιστικά γεγονότα τοπική κοινωνία. Στην πρώτη σελίδα της «Κρητικής Επιθεώρησης» δέσποζε ένα χρονογράφημα με υπογραφή «Λουΐζα Μύλλερ».Μα ήταν δυνατόν; Γυναίκα να γράφει σε εφημερίδα;
Δεν ξέρουμε αν την ίδια απορία είχε και η οικογένεια Ανδρουλιδάκη γιατί μια από τις θυγατέρες της η Αλεξάνδρα ήταν «πέτρα» του σκανδάλου. Μα ήταν κακό να δημοσιογραφεί μια γυναίκα και μάλιστα στον τόπο της πρώτης Ελληνίδας δημοσιογράφου Καλλιρρόης Σιγανού Παρέν θα αναρωτηθούν οι νεότεροι αναγνώστες. Για τα δεδομένα της εποχής ήθελε μεγάλη τόλμη ένα τέτοιο εγχείρημα.
Και η Αλεξάνδρα Ανδρουλιδάκη διέθετε εκτός από πηγαίο λογοτεχνικό ταλέντο και πέννα με άποψη, αξιοθαύμαστη τόλμη για την εποχή της.
Δεν την επηρέασαν ούτε τα πικρόχολα άρθρα των συντηρητικών της τοπικής δημοσιογραφίας που δεν είδαν ευχαρίστως την παρουσία μιας γυναίκας στα «χωράφια» τους.
Ήρθε όμως ένα άρθρο στην ίδια εφημερίδα να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Διαβάζουμε μεταξύ άλλων:
«Ένα κορίτσι κρυπτόμενο πίσω από το ωραίο όσο και δυνατό ψευδώνυμο «Λουΐζα Μύλλερ» είχε την έμπνευση και την τόλμη να ζητήσει συνεργασία εις την «Κρητικήν Επιθεώρησιν». Είχε το θάρρος να αψηφήσει τις κουσκουσουριές των «λαδικών», τας συζητήσεις και τα σκάνδαλα των σαλονιών, τα σχόλια και τας λεπτάς ειρωνείας των καφενόβιων, των αυτοχειροτονήτων εαυτών κερβέρων της κοινωνικής ηθικής και να δημοσιεύσει ένα χρονογράφημα και ένα ποίημα.
Το φαινόμενο αυτό για την κοινωνία μας, όπου εξακολουθούν ακόμη να κυριαρχούν οι παλιές και σκουριασμένες περί γυναικός ιδέες, όπου η γυναίκα δεν έχει άλλο προορισμό παρά εκείνον που περιφρονητικά της έδωκε ένας από τους μεγαλύτερους κατηγόρους της ο Νίτσε, να χρησιμεύσει δηλαδή ως είδωλο των ρομαντικών, φαίνεται αληθώς τόσο περίεργο, όσο και απίστευτο.
Κι όμως είναι γεγονός. Γεγονός μάλιστα που με κάμνει να πιστεύω ότι η γυναίκα της κοινωνίας μας, που η ανδρική μας αλαφρομυαλιά δεν θεωρεί παρά μια σάρκινη μάζα που δίνεται στον άνδρα μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του, η γυναίκα που δεν έχει θέληση πέρα από τη θέληση του ανδρός, η γυναίκα της οποίας τον κύκλο της δράσης της περιορίζομεν μεταξύ των τεσσάρων τοίχων του σπιτιού της, η γυναίκα στην οποία, μόλις προ ολίγου, επιτρέψαμε να βγαίνει μόνη έξω, η γυναίκα στην οποία δεν αναγνωρίζουμε καμιά ικανότητα, ούτε καμιά αξία κοινωνική, η γυναίκα για την οποία θεωρούμε την εργασία εξευτελισμό, η γυναίκα της κοινωνίας μας από την οποία ως τώρα μόνο ο φερετζές της χανούμισσας έλειπε, άρχισε να ξυπνά, άρχισε να συναισθάνεται τη θέση της και να διεκδικεί τα δικαιώματά της αρχίζουσα μάλιστα από εκεί, όπου άρχισαν από όλα τα μέρη του κόσμου οι γυναίκες, από τη δημοσιογραφία.
Και απόδειξη ότι από το κοινωνικό μας περιβάλλον εφάνη ένα κορίτσι ή μια κυρία – αδιάφορο – με μυαλό δυνατό και ποτισμένο με νέες ιδέες, με μια έξαρση που την ανύψωσε από όλας τας κοινωνικάς μας προλήψεις, που χωρίς να φοβηθεί την κοινωνία, χωρίς να τη λογαριάσει καν αποφάσισε να συγχρωτιστεί με άνδρες και να συνεργαστεί με αυτούς, έστω και με ψευδώνυμο.
Και μου κάνει μεγάλη εντύπωση το θάρρος και η τόλμη και η ειλικρίνεια με τη οποία πατάσσει στο χρονογράφημά της ότι της φαίνεται ελαττωματικό ανούσιο και άνευ ουδενός αποτελέσματος. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα μείνει μόνη η Λουΐζα Μύλλερ εις το έργο της».
Και υπογράφει κάποιος το περίεργο, για την εποχή, αυτό σημείωμα που έχουμε την αίσθηση ότι ευωδιάζει άρωμα γυναίκας, (εικασίες κάνουμε) με τα αρχικά Σ.Ν. Γ.
Αυτό ήταν και το πρώτο σκαλοπάτι για την καταξίωση της τολμηρής εκείνης κοπέλας, της Σάσας όπως την αναφέρει η Μαρία Τσιριμονάκη, η οποία και μου είχε λύσει το μεγάλο γρίφο.
Γιατί πέρασαν χρόνια μέχρι να μάθω ποια κρυβόταν πίσω από το λογοτεχνικό ψευδώνυμο.
Όταν τον Ιούλιο του 1978 ξεκίνησα τα πορτραίτα των γυναικείων προσωπικοτήτων της πόλης μας είχα εντυπωσιαστεί με τα άρθρα αυτής της Λουΐζας Μύλλερ. Κανένας όμως δεν ήξερε να μου πει για ποια πρόκεται.
Υπέθεσα πως θα ήταν η Λέλα Κούνουπα. Εκείνη όμως υπέγραφε «Σείριος». Ποια ήταν λοιπόν η «Λουΐζα Μύλλερ»;
– Μα η Αλεξάνδρα Ανδρουλιδάκη με διαφώτισε η αξέχαστη δέσποινα του Ρεθύμνου Μαρία Τσιριμονάκη. Και όσα μου είχε μεταφέρει τα διαβάζουμε στο εξαιρετικό βιβλίο της «Εν Ρεθύμνω» όπου έχει συμπεριλάβει τις πιο γνωστές οικογένειες της πόλης.
Έτσι μάθαμε για την άγνωστη χρονογράφο που θα μπορούσε να θεωρηθεί η πρώτη γυναικεία παρουσία στην τοπική δημοσιογραφία.
Η Αλεξάνδρα ήταν κόρη του συμβολαιογράφου Κωνσταντίνου Ανδρουλιδάκη και της Αργυρής το γένος Αστρινού.
Αδέλφια της ήταν ο Μίνως, δημοσιογράφος, ο Νίκος δικηγόρος, πολιτευτής και διανοούμενος, ο Γιώργος συμβολαιογράφος, η Ευαγγελία μετέπειτα σύζυγος Προκόπη Προκοπάκη δασκάλα, η Ελίζα σύζυγος Σπύρου Θυμιανού και ο Σπύρος συμβολαιογράφος.
Η Αλεξάνδρα συνεχίζει να γράφει και να αισθάνεται καταξιωμένη έστω κι αν ένα ψευδώνυμο την κάλυπτε επαρκέστατα.
Αναφέρει σχετικά στο βιβλίο της «Εν Ρεθύμνω» η κ. Μαρία Τσιριμονάκη.
«Η Σάσα η πρωτοκόρη του σπιτιού με σπάνιο για την εποχή θάρρος. Με το ψευδώνυμο «Λουΐζα Μύλλερ» άρχισε να αρθρογραφεί αντιμετωπίζοντας τη συντηρητική ρεθεμνιώτικη κοινωνία για την οποία ήταν αδιανόητο μια νέα γυναίκα να τολμά να θίγει τα «κακώς κείμενα» της μικρής μας πόλης αλλά και τον σαρκασμό των ανδρών, που απ’ αρχής είδαν στο πρόσωπό της μια απειλή για το ανδρικό κατεστημένο».
Κι όμως υπήρχε κάποιος που έσπευδε να διαβάσει το χρονογράφημα που είχε την υπογραφή «Λουΐζα Μύλλερ» με ενδιαφέρον. Αυτός ο φανατικός αναγνώστης δεν ήταν καθόλου τυχαίος. Ήταν ο Σταύρος Κελαϊδής.
Από τους σημαντικούς ανθρώπους της εποχής που έζησε μια ζωή πολυτάραχη και πλούσια σε εμπειρίες.
Υπήρξε διαπρεπής δικηγόρος, αρχικά του Ρεθύμνου κι αργότερα των Χανίων. Παράλληλα όμως με τη δικηγορία υπήρξε «πνευματικός άνθρωπος» κι «ένας σοφός», για τα τοπικά δεδομένα της εποχής του: εξέδωσε βιβλία, δημοσίευε άρθρα στον τοπικό τύπο σχεδόν καθημερινά – ιδίως μετά τη συνταξιοδότησή του το 1954 – έδωσε πολλές και αξιόλογες διαλέξεις. Τα θέματά του είχαν σαν βάση την κρητική ιστορία και λαογραφία, αλλά και αναμνήσεις από πολέμους της περιόδου 1912-1945 στους οποίους συμμετείχε.
Ενώ ήταν νεαρός δικηγόρος πήρε μέρος ως οπλαρχηγός εθελοντών από την Κρήτη, αφ’ ενός στους πολέμους 1912-13 (για τους οποίους συνέγραψε μετά τη λήξη τους βιβλίο) και αφ’ ετέρου στον βορειοηπειρωτικό αγώνα το 1914. Πήρε επίσης μέρος στη μικρασιατική εκστρατεία, όπου κινδύνεψε να σκοτωθεί. Στη Μάχη της Κρήτης (1941) αλλά και μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς (1944), ανακλήθηκε στις τάξεις του στρατού και διορίστηκε πρόεδρος του στρατοδικείου στο νησί. Τα κείμενά του είναι γραμμένα με ύφος απλό και κατανοητό από τους πάντες και κυρίως από τους νέους, τους οποίους ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να διδάσκει.
Ήδη ήταν γεμάτος διακρίσεις όταν γνώρισε την Αλεξάνδρα. Η πρόταση να την παντρευτεί δεν την άφησε αδιάφορη. Κι εκείνη που ήξερε πάντα τι ήθελε από τη ζωή της δεν δίστασε να πάρει τις αποφάσεις της.
Όπως αναφέρει η Μαρία Τσιριμονάκη στο βιβλίο της, τη βραδιά του αρραβώνα της η Αλεξάνδρα, αποχαιρέτισε διά παντός τη δημοσιογραφία, σπάζοντας τη πέννα της. Ίσως να μην ήταν αρκετά σταθερά τα χέρια της στην κίνηση αυτή. Ήταν όμως αποφασισμένη να αφοσιωθεί στην οικογένειά της. Μπορεί να την έχασε η δημοσιογραφία, μπορεί να έπαψε να βρίσκει διέξοδο στο γράψιμο, αλλά σίγουρα κέρδισε την αθάνατη μνήμη μιας εξαιρετικής συζύγου ακολουθώντας τον άνδρα της όπου τον υποχρέωναν οι υπηρεσιακές του υποχρεώσεις να μετακινείται. Ακόμα και στη Μικρά Ασία όπου υπηρέτησε εκείνος ως στρατοδίκης. Έμεινε μάλιστα στο πλάι του μέχρι και τις παραμονές της μεγάλης εθνικής συμφοράς.
Η απόφαση της Αλεξάνδρας να αφιερωθεί στην οικογένεια που δημιούργησε με τον Σταύρο αποδείχτηκε σοφή. Γιατί ο άνδρας είχε να διανύσει μια σημαντική πορεία κι έπρεπε κάποιος από τους δυο να στηρίξει διπλά τον άλλο.
Ένας σπουδαίος άνθρωπος
Ήταν σπουδαίος άνθρωπος ο Σταύρος Κελαϊδής.Ένας άνθρωπος με πηγαίο χιούμορ και θαυμάσια πέννα.
Η άνεσή του να αυτοσαρκάζεται φαίνεται και από το παρακάτω απρόοπτο που ο ίδιος παραθέτει σε ένα γλαφυρότατο δημοσίευμά του:
Ήταν η επομένη του Προφήτη Ηλία, του 1914, όταν επισκέφτηκε πρώτη φορά τα Ρούστικα. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων πήγε σ’ ένα καφενείο να πιει καφέ κι έπεσε πάνω σε μια ζωηρή συζήτηση. Θέμα της ημέρας ήταν η δολοφονία του διαδόχου της Αυστρίας στο Σεράγιεβο και το ενδεχόμενο του πολέμου που φαινόταν να πλησιάζει.
Άριστα ενημερωμένοι οι Ρουστικιανοί συζητούσαν όλες τις παραμέτρους και αντάλλασαν απόψεις, προκαλώντας εντύπωση στον επισκέπτη τους. Άλλοι υποστήριζαν ότι σε περίπτωση πολέμου θα έπρεπε και η Ελλάδα να πάρει θέση κι άλλοι πολύ απλά να «γυρεύουμε τη δουλειά μας».
«Στο σημείο αυτό της συζήτησης», γράφει ο Κελαϊδής, «έφτασε ένας μάλλον ηλικιωμένος, καλοστεκούμενος όμως από αυτούς που λέμε «διπλούς» άνδρες. Τετράγωνος και ρωμαλέος. Ακουμπούσε στους ώμους μια οζώδη κατσούνα και στα άκρα της είχε κρεμασμένες τις χερούκλες του. Το πουκάμισό του ήταν ανοικτό και άφηνε να φαίνεται το στήθος του, που έμοιαζε με το δέρμα της αίγας. Κάπως έτσι θα φανταζόμουν και τον Ησαύ.
– Ώρες καλές, φώναξε με ρωμαλέα φωνή.
– Καλώς τονε, απαντήσανε οι άλλοι και συνέχισαν τη συζήτηση που είχαν ανοίξει».
Αμέσως, συνεχίζει ο Κελαϊδής, πήρε μέρος κι ο νεοφερμένος προτείνοντας να πάνε όλοι στον πόλεμο ακόμα κι οι μεγάλοι σε ηλικία και το πολύ-πολύ αν δεν μπορούν να κρατάνε όπλο ας καθαρίζουν… κρεμμύδια.
Ο Σταύρος άκουγε χωρίς να μιλά. Μέχρι που ζήτησε και ο νεοφερμένος τη γνώμη του.
Και τότε αποφάσισε να κάνει το ίδιο αστείο που συνήθιζε όταν ήθελε να πειράξει κάποιον ηλικιωμένο. Τι το ‘θελε;
«Καθίσετε μα το Θεό σας ήσυχοι εσείς οι γέροι», του είπε, «γιατί δεν είστε «χειρικάρηδες». Εκατό χρόνια πολεμάτε για την Ένωση. Πηγαίνατε στην κορυφή της Μαδάρας κι παίζατε μερικές μπαλωθιές όθεν τη χώρα και λέγατε «πόλεμο εκάμαμε» κι ύστερα «μουτουλούκι».
Και σηκωθήκανε τα κοπέλια σας και σας είπαν: «Ένωση θέλετε; Πάρτε την. Θέλετε και τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Ήπειρο και τα νησιά; Πάρτε τα. Εδά κι εδά. Πείτε το στα κοπέλια σας κι αυτά θα το κάμουν. Εσείς καθίστε φρόνιμα, γιατί «αντετά» δεν είστε τυχεροί».
Ο γέρος έμεινε άναυδος. Δεν περίμενε αυτή την επίθεση. Το πήρε σοβαρά και κατάκαρδα.
«Νταγιάντα καπετάν Ξηρούχη», πετάχτηκαν οι άλλοι για να προλάβουν επεισόδιο. Ήξεραν πως ο ηλικιωμένος δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του.
Με το που άκουσε το όνομα ο Σταύρος πάγωσε. Τι γκάφα ήταν αυτή; Μίλησε έτσι σ’ έναν άνθρωπο που από παιδί άκουγε τόσα για τη λεβεντιά του και την απαράμιλλη γενναιότητά του; Πρόσβαλε τον άνθρωπο που από τόσος δα θεωρούσε κάτι μεταξύ Ηρακλή και Διγενή Ακρίτα. Θρύλος έγινε στη συνείδησή του ο καπετάν Ξηρούχης. Και τώρα τον είχε μπροστά του και μάλιστα τον είχε πικράνει, ενώ πρόθεσή του ήταν να αστειευτεί.
Ο καπετάνιος δεν φάνηκε πρόθυμος να συγχωρήσει. Πήρε βαριά την προσβολή. Μάταια προσπαθούσε ο Κελαϊδής να τον καλοπιάσει. Βράχος αυτός και βλοσυρός έδειχνε ότι μερικές προσβολές δεν συγχωρούνται εύκολα. Ο Σταύρος στην αρχή του είπε ότι είναι από την Αθήνα. Μάλιστα τόνισε το Ανννθήνα, τραβώντας επίτηδες το «ν» για να κάνει εντύπωση και να φανεί πως ένας ξενομερίτης μπορεί να κάνει και καμιά απρέπεια από άγνοια και μόνο.
Έλα όμως που ο Ξηρούχης δεν φάνηκε να τον πιστεύει. Τον κοίταξε μέσα στα μάτια και ξεστόμισε μια βαριά βρισιά που φυσικά δεν γράφεται.
Αποφασισμένος ο Κελαϊδής να επανορθώσει, ζήτησε να τον πάρει παράμερα για να του πει.
– Δεν θέλω κουβέντες τον έκοψε ο Ξηρούχης πάντα βλοσυρός και συννεφιασμένος.
Ο Σταύρος δεν το έβαλε κάτω, σαν γνήσιος Σφακιανός κι αυτός κι έτσι έπεισε τον Ξηρούχη να τον ακολουθήσει παράμερα. Όταν μείνανε μόνοι πήρε ύφος ο Κελαϊδής και λέει στον γέρο:
– Ίντα κάμεις μωρέ ξάδελφε.
Και βάλθηκε να του κάνει τις συστάσεις με πραγματικά στοιχεία αυτή τη φορά. Ο Ξηρούχης έδειχνε να μαλακώνει, ανακαλύπτοντας μια παλιά συγγένεια, αλλά και πάλι δεν έλεγε να ξεχάσει όσα είχε ακούσει προηγουμένως.
«Δεν σου ‘πρεπε να με προσβάλλεις μπροστά στσ’ ανθρώπους», του είπε.
Με την κουβέντα φύγανε σιγά-σιγά τα σύννεφα. Θυμήθηκε ο Σταύρος κι ένα μεζέ που κρατούσε στην τσάντα του πήγανε μέχρι τη Μονή του Προφήτη Ηλία και παρακάλεσε να τον ετοιμάσουν. Το φαγητό έφτιαξε εντελώς τη διάθεση του Ξηρούχη. Κυρίως όταν ο Κελαϊδής εκμυστηρεύτηκε στον καπετάν Ξηρούχη ότι από παιδί τον θεωρούσε κάτι σαν ημίθεο και τον θαύμαζε απεριόριστα. Είχε μάλιστα ακούσει και για κάποιο μεγάλο του κατόρθωμα που τον είχε κάνει διάσημο. Ήταν τότε που σκότωσε ένα φοβερό θεριό.
Για το θέμα αυτό έχουμε κάνει ειδικό αφιέρωμα στο παρελθόν όταν αναφερθήκαμε διεξοδικά στον καπετάν Ξηρούχη με την ηράκλεια δύναμη που έγινε διάσημος όταν σκότωσε ένα τεράστιο φίδι στο Μαραθώνα κι έφθασε η χάρη του μέχρι το βασιλέα που ζήτησε να τον δει και να τον συγχαρεί
Στο πλευρό κάθε δημοκράτη
Είναι κι άλλα πολλά αυτά που μας άφησε ο αξέχαστος αυτός ευπατρίδης του τόπου μας ο Σταύρος Κελαϊδής.
Κάτι ακόμα που μας αποκαλύπτει σε μια νεκρολογία του ο δάσκαλος Ιωάννης Σταματογιαννάκης με το άκουσμα του θανάτου του μεγάλου ευπατρίδη, είναι η εμπιστοσύνη του Κελαϊδή στη δημόσια εκπαίδευση. Μας αποκαλύπτει επίσης την μεγάλη του συγκίνηση όταν βρέθηκε εκτός Κρήτης σε ένα συνέδριο που γινόταν αναφορά στους Κρήτης Μακεδονομάχους και ακούστηκαν σ αυτό διθύραμβοι για τον Σταύρο Κελαϊδή.
Αναφέρει όμως και το λόγο που έτρεφε αιώνια ευγνωμοσύνη στην άνθρωπο αυτό. Ήταν κατηγορούμενος στο Στρατοδικείο το 1937 κατηγορούμενος για τα δημοκρατικά του φρονήματα.
Ο Κελαϊδής που είχε αναλάβει την υπεράσπισή του τον αθώωσε πανηγυρικά. Και αρνήθηκε κάθε αμοιβή.
Σ αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο η Αλεξάνδρα στάθηκε πολύτιμη σύντροφος και υπέροχη μητέρα. Να μετάνιωσε άραγε που εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία για χάρη του; Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Η Αλεξάνδρα υπήρξε επίσης και μια υποδειγματική μητέρα για το γιο της Πάρη, που ακολουθώντας τα χνάρια των γονέων του έγινε ένας από τους διαπρεπέστερους δημοσιογράφους και ερευνητές ιδιαίτερα για την ιστορία των Σφακίων.
Η Αλεξάνδρα πέθανε το 1955 ήρεμα και χωρίς ποτέ να μετανιώσει. Είχε κάνει πάντως όταν έπρεπε τη δική της επανάσταση κι αυτό της ήταν αρκετό.