Αλέξανδρος Κοκονάς: Ο «παλμός» της Αντίστασης στο Αμάρι…
ΕΝΑΣ ΑΚΟΜΑ ΦΩΤΙΣΜΕΝΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ
Ανιδιοτελής πατριώτης μέχρι το τέλος της ζωής του
Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ
«Στην αητοφωλιά του Κέντρους, στο «εύανδρον κερασοφόρον» και τερπνόν χωρίον Γερακάρη, σε χρόνους στυγερής δουλείας και αδυσώπητης τυραννίας, γεννήθηκε ο γιος του Στελιανομιχελή (1889), αγωνιστή κατά των Τούρκων (προφορική παράδοση) και της Μαρουλής (Μαρίας) από τη γενιά των Γενεράληδων. Ο τρίτος απ’ τ’ αρσενικά κι ο πρώτος από δυο κοπελιές, ο πιο λιπόσαρκος και λιανοκαμωμένος…».
Έτσι ξεκινά την παρουσίαση του πρωτοξαδέλφου του Αλέξανδρου Κοκονά ο Σπύρος Μαρνιέρος.
Και το ύφος καρδιάς που χαρακτηρίζει τη γραφή του, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν ήταν η συγγενική σχέση που προκαλούσε το δημοσίευμα αλλά η ηρωική δράση του Κοκονά, που εύστοχα και δικαιολογημένα χαρακτηρίστηκε ο παλμός της Αντίστασης στο Αμάρι.
Ας αφήσουμε όμως πραγματικές μαρτυρίες και γεγονότα να αποδείξουν του λόγου το αληθές.
Στο κρυφό σχολειό
Τα πρώτα γράμματα ο Αλέξανδρος, τα έμαθε από το γέρο δάσκαλο τον Φραγκίσκο Αγγελάκι, καθισμένος σταυροπόδι με τα άλλα τα «δασκάλια» σε μια «χαμοκέλλα» στον Κούσκουρα». Εκεί λειτουργούσε το κρυφό σχολειό του Γερακάρη. Ο Στελιανομιχελής, που ήταν πάντα έτοιμος να τρέξει στο πρώτο κάλεσμα της Κρήτης, καταλάβαινε ότι αλλάζουν τα πράγματα. Ήθελε λοιπόν να μάθει γράμματα ο μικρός που φαινόταν και πρόθυμος για μάθηση.
Συνέχισε τις σπουδές του στο Μοναστηράκι και μετά στο Γυμνάσιο Χανίων, όπου δίδασκε ο επιφανής συγχωριανός του Εμμανουήλ Γενεράλης.
Με την αποφοίτησή του από το μονοτάξιο διδασκαλείο το 1908, διορίστηκε ένα χρόνο αργότερα δημοδιδάσκαλος στις Βρύσσες Αμαρίου.
Υπόδειγμα δασκάλου
Από τον πρώτο χρόνο που απέκτησε μαθητές, έδειξε την αγάπη του για την εκπαίδευση.
Λειτούργημα το θεωρούσε κι έτσι το υπηρετούσε μέχρι το τέλος. Κοντά τρεις δεκαετηρίδες μόρφωσε γενιές και μεταλαμπάδευσε στους μαθητές του τα φώτα των αξιών της ζωής. Κάποιος μαθητής του μάλιστα, είχε να θυμηθεί πως από τα πρώτα που διδάχτηκε από τον Αλέξανδρο Κοκονά, ήταν ο ύμνος της Δημοκρατίας. Ήταν σπάνιος άνθρωπος.
Σεμνός αγνός και διακριτικός δεν επιδίωκε ποτέ το θαυμασμό των άλλων. Ολόκληρη όμως η επαρχία είχε να λέει για τον Αλέξανδρο Κοκονά, τον δάσκαλο, που και μόνο το βλέμμα του προκαλούσε το σεβασμό. Κι ας ήταν μετρίου αναστήματος, λεπτός και στην εμφάνιση και στους τρόπους.
Έφεδρος αξιωματικός
Με το γονίδιο του αγωνιστή που είχε κληρονομήσει από τη μπαρουτοκαπνισμένη γενιά του ανταποκρίθηκε σε κάθε κάλεσμα της Πατρίδας ως έφεδρος αξιωματικός.
Στους πολέμους ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή του πυρός από τους Βαλκανικούς πολέμους μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι διακρίσεις που έλαβε αμέτρητες. Παρασημοφορήσεις, προαγωγές και μονιμοποίηση επ’ ανδραγαθία.
Αυτό το τελευταίο δεν ήθελε ούτε να το ακούσει πόσο μάλλον να το δεχθεί. Αυτός πολεμούσε για την πατρίδα του και όχι για να παίρνει παράσημα και να ανταμείβεται για κάτι που ήταν χρέος του.
Ένας επιτυχημένος γάμος
Η επιλογή για συντρόφου της ζωής του μιας παπαδοπούλας, της Μαρίας παπα-Νικολή Γενεράλι, κρίθηκε καλή κι ευλογημένη από όλους.
Σύμφωνα με τις παιδικές μνήμες του Μαρνιέρου, που τις περιγράφει με τόση χάρη στα κείμενά του, η Μαρία, που είχε αρχίσει να αισθάνεται ακόμα πιο τρυφερά αισθήματα για τον Αλέξανδρο, ζούσε με την αγωνία του όταν εκείνος έλειπε στο Μικρασιατικό Μέτωπο.
«Θα γυρίσει άραγε;» αναρωτιόταν το κορίτσι κεντώντας κοντά στο παράθυρο. Κι έπειτα στέναζε με νοσταλγία περιμένοντας τον καλό της. Κι ας μην είχαν προλάβει ν’ ανταλλάξουν μεταξύ τους έστω μια λέξη. Γιατί τους είχαν προλάβει τα πολεμικά γεγονότα.
Κάποτε γύρισε ο Αλέκος κι έγινε ο γάμος τους με κάθε λαμπρότητα. Γιόρτασε το χωριό αλλά και τα περίχωρα αυτή την ένωση δυο ανθρώπων με πολλές αρετές και πλούτο αισθημάτων.
Το σπίτι τους, χαρούμενο και γεμάτο φως, ήταν κτισμένο στην πάνω μεριά του Μεσοχωριού, ανάμεσα στις κερασιές, στα πλατάνια και στα περβόλια. Ένας επίγειος παράδεισος.
Ο Αλέξανδρος ζούσε ευτυχισμένος με τη Μαρία του. Ήρθε κι ο Νίκος, το 1924, να συμπληρώσει την ευτυχία τους, κι έπειτα ο Μιχάλης (1928), που δεν πρόλαβε ο καημένος να κλείσει χρόνο. Κι έγινε αγγελούδι.
Ήταν καλός δάσκαλος. Κι αυτό φάνηκε αργότερα στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, που με τους μαθητές του είχαν οργανώσει τον ισχυρότερο πυρήνα αντίστασης στο Αμάρι.
Πολύτιμος σύμβουλος του αγρότη
Μέχρι τότε όμως, είχε αποδείξει σε καιρούς ειρήνης τον φιλοπρόοδο και εργατικό του χαρακτήρα. Πολύτιμος σύμβουλος κάθε αγρότη και κτηνοτρόφου, προσπαθούσε να τους δημιουργήσει κίνητρα για βελτιωμένες καλλιέργειες και αξιοποίηση των κτηνοτροφικών προϊόντων. Προοδευτικός ο νους του δεν εύρισκε ησυχία στη μετριότητα, στο απλό βόλεμα. Καλλιεργούσε τη συνεταιριστική ιδέα και επισήμαινε ότι μοναδικός δρόμος για την υπεράσπιση των συμφερόντων των αγροτών, είναι οι Γεωργικοί Συνεταιρισμοί. Καταδίκαζε την αστυφιλία και την εύκολη ζωή.
Είναι ίσως ο μοναδικός που είχε καθιερώσει την οκτάωρη εργασία για όσους είχε στη δούλεψή του. Κι ήταν αρκετοί γιατί ήταν νοικοκύρης και αφάνταστα εργατικός.
Στο οικογενειακό τραπέζι πρώτα κάθιζαν οι εργάτες και μετά έπαιρναν τη θέση τους οι νοικοκυραίοι.
Φυσιολάτρης μετά μανίας
Αγαπούσε το φυσικό περιβάλλον, τα ζώα και περισσότερο τα πουλιά. Ιδιαίτερα τα τελευταία. Και δεν δίστασε κάποτε να μη δώσει απολυτήριο σε μαθήτριά του, και μάλιστα πρώτη του ανιψιά, επειδή επιδίδονταν να «ξεφωλιάζει σπουργίτες».
Λειτουργούσε πάντα καταλυτικά, όπου οι ανθρώπινες αδυναμίες δημιουργούσαν έχθρητες.
Κι ήρθε ο πόλεμος να τον «βάλει σε πυρωμένα κάρβουνα». Δεν είχε ησυχία.
Ένα πρωινό του Μάη 1941, λίγο πριν από την πτώση των αλεξιπτωτιστών, ο Αλέξανδρος Κοκονάς βρέθηκε στο στρατολογικό γραφείο πίσω από την Αγία Βαρβάρα. Η θερμή υποδοχή που έτυχε από τον παλιό του συναγωνιστή Σταμάτη Ποθουλάκη, τον άφησε αδιάφορο. Ήθελε να μάθει αν ήταν η Κρήτη σε θέση να αποκρούσει τον εχθρό.
«Δεν έχουμε χρόνο, του είπε. Οι Γερμανοί μαθαίνω ότι κατεβαίνουν και ο κόσμος είναι ανενημέρωτος Κάνετε κάτι».
Απ’ ότι κατάλαβε, όλα ήταν διαλυμένα. Κι ο κίνδυνος παραμόνευε.
Έφυγε απογοητευμένος.
Φθάνοντας στο σπίτι του, μια σκέψη φάνηκε να τον λυτρώνει. Φώναξε τη Μαρία του και μοιράστηκε μαζί της την ιδέα. Εκείνη μόλις το άκουσε, για μια στιγμή ένιωσε τον ουρανό να την πνίγει. Συνήλθε όμως γρήγορα και είπε με τη γλυκιά της τρυφερή φωνή.
– Αυτό που θέλεις θα γίνει άνδρα μου.
Ένα σπίτι για κάθε κυνηγημένο
Από κείνη τη μέρα το σπίτι δεν έκλεισε την πόρτα του ούτε μια στιγμή. Είχε μεταβληθεί σε κέντρο διερχομένων. Κάθε κυνηγημένος Έλληνας, Άγγλος, Αυστραλός, Νεοζηλανδός, εύρισκε εκεί φιλόξενη στέγη.
Πώς τα κατάφερνε η Μαρία με όλους αυτούς να τα βγάζει πέρα; Είχε για όλους πάντα έτοιμο φαγητό και κατάφερνε με όλο εκείνο τα συφερτό γύρω της να επικρατεί απόλυτη τάξη στο σπιτικό της. Θέμα οργάνωσης. Και η παπαδοπούλα ήξερε να κουμαντάρει καλά το νοικοκυριό της.
Κι ενώ ξεθεωνόταν στη δουλειά παρέμενε πάντα όμορφη, αρχοντογυναίκα, όπως έλεγαν αυτοί που τη γνώριζαν. Και προκαλούσε το μητρικό σεβασμό σε όλους. Περνούσε να αφήσει το πιάτο στο πεζούλι για τον στρατιώτη που δεν είχε φάει και σηκώνονταν όσοι ήταν στο δρόμο της, για να της δείξουν πόσο την υπολόγιζαν και την τιμούσαν.
Η κοσμοσυρροή κάτω από τη μύτη των Γερμανών, συνεχιζόταν όλη την ημέρα. Και το βράδυ όλο εκείνο το ψυχομάνι σκόρπιζε στα χωράφια.
Κάποιος ρώτησε μια μέρα τον Κοκονά, πώς μπορούσε να είναι τόσο ήρεμος όταν το σπίτι του έμοιαζε ωρολογιακή βόμβα, έτοιμο να εκραγεί αν έφθαναν εκεί οι Γερμανοί.
«Και τι να κάνω; Απάντησε ήσυχα εκείνος. Αυτοί οι ξυπόλητοι, κουρελιασμένοι άνθρωποι, μέχρι να βρουν το δρόμο της διαφυγής, δικαιούνται το ενδιαφέρον και τη βοήθειά μας. Όσο για τον κίνδυνο, και βέβαια τον γνωρίζω. Αλλά ό,τι πει ο Θεός. Μέχρι να φυγαδευτούν με ασφάλεια στη Μέση Ανατολή, δεν πρόκειται να τους κλείσω την πόρτα Θα είναι για όλους. Κι όπου φτάξω…».
Ένας καλός φίλος
Από τους πιο τακτικούς επισκέπτες της οικίας Κοκονά και ο Πάτρικ Λη Φέρμορ.
Και για όσα έζησε εκεί, θα γράψει αργότερα σε ένα άρθρο του για την Αντίσταση στο Αμάρι.
Μιλά για τον Αλέξανδρο Κοκονά με τα καλύτερα λόγια. Περιγράφει τη θαλπωρή που ένοιωθαν όλοι στο αρχοντικό του. Τον τρόπο που κατάφερνε να χορταίνει τόσο κόσμο.
Ο έξυπνος νους του, είχε βρει έτοιμη και τη δικαιολογία αν τύχαινε να βρεθεί εκεί ο εχθρός.
Υποδυόταν τον έμπορο που προμήθευε στον κόσμο αγαθά.
Έτσι έφτανε πιο άνετα εκεί ο ηγούμενος Αρκαδίου Διονύσιος, υποδυόμενος τον καλλιεργητή πατάτας. Και ανάμεσα στα συνηθισμένα λόγια μιας απλής αγοραπωλησίας, γινόταν η συνεννόηση για θέματα που αφορούσαν τις ομάδες αντίστασης και γινόταν ανταλλαγή μηνυμάτων.
Αρκετές φορές, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ προσπάθησε να του δώσει κάποια χρήματα για τις υπηρεσίες του. Μόνο που δεν τον έπνιγε ο Κοκονάς. Με μια απότομη κίνηση τον υποχρέωνε να γυρίσει τις λίρες στο πορτοφόλι του.
Εντύπωση, όπως γράφει στο άρθρο του, έκανε η αντίδρασή του όταν συνέβαινε φιλοξενούμενος από ντροπή να μη δέχεται το πιάτο με το φαγητό, από φόβο ότι θα το στερήσει από την οικογένεια.
Με μια απλή κίνηση, ο δάσκαλος, τον χτυπούσε φιλικά στην πλάτη και του έλεγε:
«Φάε παιδί μου και σώπα…».
«Δεν είμαι φουμαδόρος»
Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο και τη Μαρία Κοκονά το καλοκαίρι του 1942. Ήταν στη διάρκεια μιας συνάντησης με τον Tom Dunbin και Xan Fielding, όταν η Κρήτη είχε αποκοπεί από τη Μέση Ανατολή, με την προέλαση του Ρόμμελ στο Ελ Αλαμέιν. Αναγκαστικά φιλοξενήθηκε με άλλους συναγωνιστές του, αρκετό διάστημα στο φιλόξενο σπίτι του Κοκονά. Κι είχε την ευκαιρία να τον γνωρίσει καλύτερα. Και να εκτιμήσει την ανιδιοτέλειά του και τον αδαμάντινο χαρακτήρα του.
Συχνά έδειχνε κουρασμένος, αλλά ποτέ κατηφής. Δεν στεκόταν λεπτό. Εκτός από τη μέριμνα για φαγητό, ήταν ακούραστος στην εξεύρεση ζώων και οδηγών για τη φυγάδευση συμμάχων και πατριωτών, στην οργάνωση αγγελιοφόρων, σε ό,τι μπορούσε να φανεί χρήσιμο στον αγώνα.
Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, κάποτε νιώθοντας υποχρεωμένος, έστειλε μερικές λίρες στον Κοκονά, θεωρώντας ότι η απόσταση θα έκαμπτε τις αντιρρήσεις του και θα τις δεχόταν.
Για να μην τον φέρει σε δύσκολη θέση, έβαλε τις λίρες σε ένα πακέτο άδειο τσιγάρων, με ένα σημείωμα πως του στέλνει μερικά τσιγάρα.
Ο Κοκονάς κατάλαβε κι αμέσως επέστρεψε το πακέτο με την υποσημείωση.
«Ευχαριστώ για τα … «τσιγάρα» Μιχάλη μου. Αλλά δεν είμαι φουμαδόρος…».
«Μιχάλης» ήταν το ψευδώνυμο του Πάτρικ Λη Φέρμορ στην Αντίσταση.
Ποτέ ο Κοκονάς δεν δεχόταν τίποτα κι από κανέναν. Περήφανος και αξιοπρεπής μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το ίδιο και η γυναίκα του. Αναφέρει σχετικά ο Φέρμορ στο άρθρο του ότι, όπως έβλεπε το ζευγάρι να επιδίδεται σε ένα τιτάνιο έργο κοινωνικής και πατριωτικής προσφοράς, ένιωθε πως είχαν την αύρα αγίων…
Η ψυχραιμία του Κοκονά ήταν παροιμιώδης. Κάποτε, όπως ήταν αναμενόμενο, έφθασαν στην πόρτα του οι Γερμανοί, για να διαπιστώσουν την ακρίβεια των πληροφοριών που είχαν.
Με χαμόγελο τους υποδέχτηκε το ζευγάρι. Τους φίλεψαν με ρακί, σταφίδες, καρύδια κι αυγά. Δεν σταμάτησαν να τους δείχνουν φιλόξενη διάθεση. Πού να φανταστούν οι Γερμανοί τι γινόταν λίγα μόλις μέτρα πιο πέρα από το σπίτι.
Κι αφού έφυγαν, ο Κοκονάς έπιασε κουβέντα με τον πρόεδρο του χωριού για την επόμενη αποστολή τους. Σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
Με την ψυχραιμία του κατάφερνε να γλιτώνει, επειδή με τον τρόπο του έπειθε τους Γερμανούς ότι πιο φιλήσυχο χωριό από το Γερακάρι, δεν υπάρχει.
Ο Κοκονάς ήξερε να δίνει θάρρος ακόμα και στην Αγγλική αποστολή που λιποψύχισε, όταν οι Γερμανοί έφτασαν μέχρι την Αλεξάνδρεια.
Με τον ήπιο χαρακτήρα του εξάλλου, κατάφερνε να ηρεμεί τα πνεύματα όταν οι ανθρώπινες αδυναμίες δημιουργούσαν καταστάσεις επικίνδυνες για τον αγώνα. Και πολλές φορές κατάφερε να προλάβει καταστάσεις που θα μπορούσαν να αιματοκυλίσουν τον τόπο.
Κάποτε έπεσε στην παγίδα του εχθρού ο Νίκος του. Συνελήφθη και το τελεσίγραφο ήταν σαφές. Έπρεπε να παραδοθεί για να σωθεί το παιδί του.
Εκείνος βέβαια είχε πληγωθεί στο πιο ευαίσθητο σημείο του. Κινδύνευε το μοναχοπαίδι του.
Κατάφερε όμως να παραμερίσει μέσα του τον πατέρα, επειδή σκεπτόταν το Γερακάρι και τον αγώνα, αν πήγαινε να παραδοθεί.
«Τώρα ο γιος μου θα αποδείξει πόσο άξιος είναι, είπε, κερδίζοντας με την αξία του τη λευτεριά του».
Όπως κι έγινε. Η εξυπνάδα του Νίκου τον έσωσε. Ήταν συγκλονιστική η στιγμή, όταν ξανάσμιξαν πατέρας και γιος, ενώ το σπίτι τους στο μεταξύ είχε καεί από τους Γερμανούς, που ξέσπασαν στ’ άψυχα τη λύσσα τους για την ταπείνωσή τους μετά την απόδραση του νεαρού Κοκονά.
Από λαγκάδι σε λαγκάδι γύριζαν πατέρας και γιος, χωρίς να παραπονεθούν, μην έχοντας που να μείνουν και με τη ζωή τους να διέρχεται άμεσο κίνδυνο. Στον δρόμο και η μάνα. Αλλού την εύρισκε η μέρα και αλλού η βραδιά. Μα ούτε κι αυτά τα προβλήματα μπόρεσαν να διαλύσουν την οικογένεια, που παρέμενε ψυχικά ενωμένη.
Η Μέση Ανατολή ήταν λύτρωση και για τους δυο. Η δράση του κι εκεί έτυχε πολλών διακρίσεων. Κι έπειτα ήρθε η ειρήνη, να ξαναβάλει στους ήρεμους ρυθμούς της την καθημερινότητα.
Ο Αλέξανδρος συνέχισε να δέχεται τιμές για πολλά χρόνια. Αυτό που τον συγκινούσε όμως ήταν να σμίγει με τους παλιούς γνώριμους και να θυμούνται τον κοινό τους αγώνα.
Η χαρά του ήταν να τον επισκέπτεται ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, ο οποίος μετά το θάνατο του Αλέξανδρου συνέχισε τη φιλία του με τον Νίκο.
Νοέμβρη του 1968 έφυγε από τη ζωή ο δάσκαλος Αλέξανδρος Κοκονάς.
Σε μια εξαιρετική και πληρέστατη σε στοιχεία νεκρολογία, ο Γεώργιος Ευθ. Χαροκόπος (24-11-1968), εξάρει την προσωπικότητα του νεκρού και τον χαρακτηρίζει ως τον κορυφαίο αντιστασιακό σε επίπεδο Κρήτης.
Με την ίδια θέρμη γράφει και ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις, τονίζοντας την καταλυτική δύναμη του Κοκονά στην εξομάλυνση καταστάσεων, προκειμένου να μην πληρώσουν αθώοι λάθη του παρελθόντος.
Κι έτσι έμεινε στη μνήμη όλων ο δάσκαλος Αλέξανδρος Κοκονάς, που με τη Μαρία του στέγαζαν πυρήνες της αντίστασης, χωρίς ποτέ να υπολογίσουν χαμένη περιουσία, απειλή θανάτου, ταλαιπωρία. Όλα για το Γερακάρι τους. Όλα για τον τόπο τους, που με σεβασμό πάντα, υποκλίνεται στη μνήμη τους.