Αυτές τις μέρες χαιρόταν τη λιακάδα σαν πλάσμα που ξεχειλίζει απ’ την ίδια την ύπαρξή του. Καθόταν στο καφενείο του λιμανιού, κι οι ηλιαχτίδες τού χάιδευαν ζεσταίνοντας το πρόσωπό του και μια γαλήνη μεταδιδόταν σ’ όλη την πλάση. Η θεία καλοσύνη λες και συγκινημένη απ’ την ανθρώπινη μετάνοια κι όλο της τον μόχθο, είχε τραβήξει τα παραπετάσματα απ’ τα μάτια τους κι ο ήλιος διέλυε τα πέπλα. Η Αλκυόνη θα γεννήσει κι εφέτος με ασφάλεια τα αυγά της, κι ο καθείς θα πει υπάρχει ελπίδα.
Όμως αλίμονο, η θεία καλοσύνη δε θα κρατήσει πολύ, δε μένει ευχαριστημένη. Απότομα τραβώντας το σχοινί θα κλείσει το παραπέτασμα. Γιατί η μετάνοια μας αξίζει μόνο μια κλεφτή ματιά. Ο μόχθος μας μια ανάπαυλα μονάχα.
Κι όλοι αυτοί που ζητούσαν επίμονα να εκπληρωθεί κάθε τους επιθυμία τώρα, δεν θα πάρουν τίποτα. Ανίκανοι θα μείνουν να τινάζουν από πάνω τους τούς κόκκους της δυστυχίας που κατακαθίζουν στο μυαλό ο ένας μετά τον άλλο.
Κι ένα πράγμα θα τους μείνει να κάνουν. Να συνεχίσουν να αγωνίζονται ενάντια στις δυσοίωνες προβλέψεις, ενάντια στο ζοφερό πεπρωμένο που τους επιφυλάσσεται, μια και αυτό είναι η ζωή, μια παροδική λιακάδα και συνεχόμενες βαριές συννεφιές που κανείς πρέπει να αντιπαλέψει.