Αν εξετάσουμε ψύχραιμα το πολιτικό σκηνικό μετά τις πρόσφατες εκλογές, τότε επιβεβαιώνεται η διαπίστωση του φιλοσόφου Επίκτητου, σύμφωνα με την οποία, «οι άνθρωποι δεν ταράσσονται από τα πραγματικά γεγονότα, αλλά από αυτό που πιστεύουν για τα γεγονότα». Πράγματι, μπροστά στη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση της χώρας, οι περισσότεροι εξακολουθούμε να αντιδρούμε, να ψηφίζουμε, κάποιοι και να εκλέγονται, εμφορούμενοι από υποκειμενικές ή/και συλλογικές ιδεοληψίες. Οι πολιτικές δυνάμεις έχουν χωριστεί σε δυο ομάδες: όχι τόσο σε «μνημονικούς» και «αντιμνημονιακούς», αφού στο βάθος όλοι «αντιμνημονιακοί» είμαστε, αλλά: α) σ’ εκείνους που, από «επίγνωση της αναγκαιότητας» προσαρμόστηκαν στην πραγματικότητα των μνημονίων, για να τα ξεπεράσουμε, όπως έκαμαν και οι Ιρλανδοί και οι Πορτογάλοι, και β) σ’ αυτούς που επέλεξαν τον ευκολότερο ρόλο των αντιμνημονιακών χωρίς να προσμετρούν υπεύθυνα τις όποιες συνέπειες.
Το παιγνίδι αυτό το είδαμε και το 1919-1933 στη Γερμανία, ανάμεσα στον συνασπισμό κομμάτων που υποστήριζαν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, τα οποία έπρεπε να διαπραγματευτούν με τους νικητές του πολέμου, και αυτά που ήσαν εναντίον της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Βέβαια, το παράδειγμα αυτό φαίνεται άσχετο με την κρίση της Ελλάδας σήμερα, όμως μας βοηθά να δούμε ορισμένες αναλογίες, κάνοντας κάποια αφαίρεση από την τότε και τη σημερινή πραγματικότητα: όπως έπρεπε να διαπραγματευτεί τότε η Γερμανία με τους νικητές του πολέμου, παρόμοια έπρεπε να διαπραγματευτούν και η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία με τους Ευρωπαίους εταίρους για να αποφύγουν τη χρεωκοπία. Όπως τότε στη Γερμανία, τα κόμματα που (για διαφορετικούς λόγους) ήσαν εναντίον της Δημοκρατίας κατηγορούσαν τον συνασπισμό των δημοκρατικών κομμάτων που είχε την ευθύνη των διαπραγματεύσεων, παρόμοια και στην Ελλάδα: τα κόμματα που είναι «έξω από το χορό» είχαν μέχρι τώρα την πολυτέλεια να καλλιεργούν την ευφορία της αντιμνημονιακής διαμαρτυρίας και των αόριστων υποσχέσεων – αποσιωπώντας την αμείλικτη διαπίστωση-προειδοποίηση του εθνικού μας ποιητή, ότι «δεν είν’ εύκολες οι θύρες όταν η χρεία τις κουρταλεί». Και τέλος: όπως η πόλωση ανάμεσα στα κόμματα που ήσαν υπέρ ή εναντίον της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης προώθησε τελικά την άνοδο του Χίτλερ, παρόμοια και στην Ελλάδα: η τεχνητή πόλωση ανάμεσα σε μνημονιακά και αντιμηνονιακά κόμματα διαστρέβλωσε την πραγματικότητα και δημιούργησε τέτοια σύγχυση, ώστε -εκτός άλλων- ευνόησε αναπόφευκτα και την άνοδο του ναζιστικού μορφώματος, ως κατεξοχήν αντισυστημικού!
Ας διερωτηθούμε, πού διαφέρει η αντιμνημονιακή ρητορική της Χρυσής Αυγής από εκείνη των άλλων αντιμνημονιακών κομμάτων. Πού διαφέρει η «Ευρώπη των τοκογλύφων» του κ. Καμένου από εκείνη του κ. Παναγιώταρου; Μήπως μόνο στην ένταση και τη συνεπή χρήση βίας; Αντιμνημονιακοί δεν κατήγγειλαν την πρόσφατη προσφυγή στις αγορές με επιτόκιο 4,95%, ενώ έχουμε πολύ πιο φτηνό από τους εταίρους μας; Η εμπειρία της Βαϊμάρης έχει διδάξει πώς, όσο μεγαλύτερη είναι η πόλωση και όσο περισσότερο τα «επιχειρήματα» απευθύνονται μόνο στο θυμικό, τόσο πιο πολύ μεγαλώνει η διαρροή προς όφελος του αυθεντικού εκφραστή της βίας και της δημιουργίας παραισθήσεων: ο γνήσιος αυτός εκφραστής ήταν το ναζιστικό κόμμα. Μόνο αυτό έκανε έκκληση αποκλειστικά στους φόβους και τις προκαταλήψεις, εκδηλώνοντας συγχρόνως βίαιες πρακτικές.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που καταγράφονται σήμερα έντονες διαρροές από κόμματα του δημοκρατικού χώρου προς τη Χρυσή Αυγή. Γι’ αυτό και το πρώτο ζητούμενο πρέπει να είναι σήμερα η «ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΩΝ», κάτι που τις ώρες αυτές ηχεί συνώνυμα με την υπέρβαση του παλαιοκομματισμού. Υπέρ αυτού συνηγορούν άλλωστε και τα αποτελέσματα των εκλογών.
* Ο Στέλιος Χιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης