Ανέκαθεν θαύμαζα το Γιώργη Σμπώκο, για συγκεκριμένους λόγους. Ως δήμαρχος Ανωγείων άνοιξε μονοπάτια ανάπτυξης σε μια κατεστραμμένη εκ βάθρων, ιστορική περιοχή, που έγιναν μετέπειτα λεωφόροι προόδου από άξιους συνεχιστές. Ως λαογράφος ερευνητής και συγγραφέας αφήνει το όνομά του με πηχυαία γράμματα στις δέλτους της ιστορικής μνήμης. Γιατί το έργο του πολυβραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών, προκαλεί δέος για τον πλούτο και τον όγκο του. Ως πρόεδρος ΤΕΔΚ έκανε ουσιαστικά και πρωτοπόρα πράγματα, που θα είχαν συνέχεια, αν υπήρχε διάθεση και κάποιων να κοιτάζουν και πέρα από την προσωπική τους προβολή.
Ο Γιώργης Σμπώκος, ήξερε να αποκωδικοποιεί οράματα, όταν συνάδελφοί του το θεωρούσαν χάσιμο χρόνου ν’ ασχοληθούν και το δήλωναν μάλιστα.
Έτσι όταν ο δρ. Ανδρέας Δημητρίου, με την ιδιότητα τότε του Γραμματέα της Κυπριακής Βουλής, μας είχε ανοίξει πόρτες για ένα σταθερό πλαίσιο πολιτιστικών ανταλλαγών με την Κύπρο, ο μόνος που κατάλαβε τον απώτερο στόχο της Πολιτιστικής Αναγέννησης, η οποία έκανε το διάβημα, ήταν ο σπουδαίος αυτός Ανωγειανός.
Και δικαιώθηκε, βέβαια, από το αποτέλεσμα, στο οποίο ο τότε νομάρχης Παναγιώτης Κλάδος, έδωσε συνέχεια με εκείνη την αξέχαστη εκδήλωση, Φεβρουάριο του 1992, που έφερε το Ρέθυμνο στο επίκεντρο, καθώς προσωπικότητες από το ηρωικό νησί, με την Κλαίρη Αγγελίδου βουλευτίνα τότε, ήρθαν για να επισημοποιηθεί εκείνη η πολιτιστική παρέμβαση, που έγινε αφετηρία των άλλων αδελφοποιήσεων που ακολούθησαν.
Ο Γιώργης Σμπώκος, χωρίς να χρειαστεί επιχειρηματολογία, για κείνη την πρώτη επαφή με την Κύπρο, ανταποκρίθηκε άμεσα. Γρήγορα συγκροτήθηκε μια επιτροπή από τους Ηλία Δρετουλάκη, Μπάμπη Πραματευτάκη, Στέλιο Μπαγουράκη, Ζήνωνα Ζανέτο, την ταπεινότητά μου που είχα την πρωτοβουλία και τον ίδιο που τέθηκε λόγω θεσμικού πρωτοκόλλου, επικεφαλής. Κι αυτή η αντιπροσωπεία δεν επιβάρυνε κανένα κρατικό κορβανά για το ταξίδι αυτό. Όλα ήταν με τις δαπάνες ενός εκάστου από τα μέλη της.
Έτσι γνώρισα τη σύζυγό του Αμαλία και την έκλεισα στην καρδιά μου.
Μια ξεχωριστή γυναίκα
Ήταν μια αρχοντική στην εμφάνιση γυναίκα, χαμηλών τόνων, που χωρίς να το επιδιώκει προκαλούσε το σεβασμό, όπου κι αν πήγαμε. Από τον πρόεδρο της Βουλής, μέχρι τη Μονή Κύκκου και το δήμαρχο Λευκωσίας και από την ηγεσία του ΡΙΚ μέχρι τη Μορφωτική Υπηρεσία. Ακόμα και στα απογευματινά, που μας οργάνωσαν κορυφαίες ποιητικές μορφές της Κύπρου, για να μας τιμήσουν, η Αμαλία κέρδιζε την εκτίμηση κι ας μην έπαιρνε το λόγο κι ας μην έκανε παρεμβάσεις ενώ μπορούσε.
Ήταν παρούσα και αξιοσέβαστη, χωρίς σχεδόν να ακουστεί η φωνή της.
Αργότερα βρεθήκαμε, όταν ιδρύθηκε το μουσείο λαϊκής τέχνης, που δημιούργησαν με το σύζυγό της. Ένα έργο ζωής που θα ανήκει στο Δήμο Ανωγείων. Ένα πακτωλό παράδοσης που κλείνει όλο το λαϊκό πολιτισμό της ιστορικής κωμόπολης.
Εκεί είδαμε την μεγάλη της ικανότητα να περιποιηθεί ξένους, δικαιώνοντας την φήμη των Ανωγειανών γυναικών.
Μεγάλη η συμβολή της
Ο σύζυγός της, πάντως, δεν έπαυσε όσες φορές μας τίμησε παραχωρώντας συνέντευξη, να μας μιλήσει για την συμβολή της συζύγου του, σε κάθε του επιτυχημένη δράση.
Κι ήταν μεγάλη η οδύνη του, όταν ήρθε η στιγμή του σκληρού αλλά αναπόφευκτου αποχαιρετισμού.
Τον δικαιολογήσαμε απόλυτα, όταν θέλοντας να ανάψουμε ένα κερί στη μνήμη της γυναίκας αυτής, αναζητήσαμε στοιχεία από τη ζωή της.
Η Αμαλία Σμπώκου γεννήθηκε στ’ Ανώγεια το 1933. Ήταν κόρη του παπά και δασκάλου Μιχάλη Γ. Μανουρά, από τις πιο εξέχουσες φυσιογνωμίες που ανέδειξαν τα Ανώγεια τον 20ο αιώνα και της πρεσβυτέρας Αγάπης το γένος Αθανασίου Σκουλά. Να θυμίσουμε ότι ο τελευταίος υπήρξε από τους πιο σημαντικούς τοπάρχες του Ελευθερίου Βενιζέλου και επιστήθιος φίλος του.
Η πρεσβυτέρα Αγάπη είχε το χάρισμα να κάνει «καλό κουμάντο». Είχε και μια θαυμαστή προνοητικότητα, που φαίνεται να κληροδότησε στην Αμαλία της. Έτσι σε ανύποπτο χρόνο κατάφερε να φέρει στη κατοχή της οικογένειας και δυο σπίτια στο Ηράκλειο.
Η μετέπειτα καταστροφή του χωριού δικαίωσε αυτές τις «επενδύσεις» που αποδείχτηκαν πολύτιμες.
Μια χρυσοχέρα Ανωγειανή
Η Αμαλία μεγάλωσε στο μεταξύ κι όπως όλα τα κορίτσια καλών οικογενειών ακολούθησε μια προσοδοφόρα τέχνη. Το 1950 την βρίσκουμε σπουδάστρια στη σχολή Άγγελου Τσομπανέλη στην Αθήνα. Με το δίπλωμα κοπτικής ραπτικής, από μια τόσο έγκριτη σχολή, η Αμαλία επιστρέφει στο Ηράκλειο και γίνεται περιζήτητη, αφού όλες οι κυρίες της αριστοκρατίας εκτίμησαν το ταλέντο της κι έγιναν αφοσιωμένες της πελάτισσες. Η επαφή της με τα σπίτια αυτά βοήθησαν τη νεαρή Αμαλία να μυηθεί και στο savoir vivre, κάτι που την βοήθησε, πολύ αργότερα, όταν ο άνδρας της απέκτησε θεσμικές ιδιότητες. Κι ήρθε κάποτε η μεγάλη στιγμή και για την νεαρή κοπέλα.
Εκεί απέναντι στο σπίτι τους, στο Ηράκλειο, νοίκιαζε το χωριανάκι τους, ο Γιώργης που σπούδαζε δάσκαλος στην Ακαδημία. Συμπτωματικά ήταν γείτονες και στο χωριό. Κοντά κοντά τα σπίτια τους. Κι η κυρία Ειρήνη, μάνα του Γιώργη, ήξερε την κοπελιά και μια τέτοια ονειρευόταν για το γιο της. Θα έλεγε κάποιος πως δημιουργήθηκε μια καρμική σχέση, σε οικογενειακή βάση, γιατί όταν το πρότεινε στο παιδί της εκείνος ενθουσιάστηκε. Την είχε προσέξει την Αμαλία, αλλά από σεβασμό στην ίδια και τη γενιά της, δεν ήθελε να την εκθέσει μήτε με λόγο μήτε με ματιά. Η μητέρα του ως από μηχανής Θεός ανέλαβε τα υπόλοιπα. Και μια ευλογημένη μέρα του 1958 η Αμαλία έγινε κυρία Γεωργίου Σμπώκου. Μετά το γάμο άφησε για λίγο τη ραπτική. Άλλωστε τρία παιδιά ήρθαν να συμπληρώσουν την ευτυχία του ζευγαριού ο Γιάννης, η Ειρήνη και ο Πάρης – Μιχάλης.
Κι άρχισε ο ανήφορος
Από κει και μετά αρχίζει ο ανήφορος που περισσότερο μια γυναίκα πρέπει να ανέβει και με γοργούς ρυθμούς. Χρόνια δύσκολα, οι ανάγκες πολλές και η Αμαλία βρέθηκε μπροστά σε πολλές υποχρεώσεις. Ο άνδρας της αποδείχτηκε ότι δεν ήταν σαν τους άλλους που τους αρκούσε μια ζωή χωρίς ενδιαφέροντα. Είχε ικανότητες πολλές και φλόγα να προσφέρει αγώνα για την καλύτερη ζωή των άλλων.
Το χωριό του που ακόμα άχνιζε από ερείπια δεν τον άφηνε να ησυχάσει, η πρόοδος των χωριανών του από την άλλη που «διάβαζε» και τα παιδιά τους, η ανάγκη να διαφυλαχτεί ο λαϊκός μας πλούτος τέλος δεν του άφηναν χρόνο ελεύθερο. Έκανε και τη μέρα νύχτα για να τα προλάβει όλα.
Κι η Αμαλία πάντα παρούσα, χωρίς να αντιμιλά στις κρίσιμες ώρες που δοκίμαζαν τις αντοχές. Ξεκίνησε πάλι να ράβει, προλάβαινε όλες τις δουλειές, τα παιδιά της άψογα πάντα και φροντισμένα και για το Γιώργη της ήταν ένα απάνεμο λιμάνι. Καμιά δυσκολία δεν την γονάτισε ποτέ. Καμιά δουλειά δεν τη στενοχώρησε αρκεί που με αξιοπρέπεια ξεπερνούσε κάθε πρόβλημα. Ο παρήγορος λόγος της περίσσευε και μια έκτη αίσθηση που πάντα την προστάτευε γινόταν σωτήρια και για το δήμαρχο. Είχε ένα τρόπο η Αμαλία να περνάει τις σκέψεις της και να προειδοποιεί για τη δυσκολία που ερχόταν με μια απλότητα και ταπεινοφροσύνη, δεν συναντάς εύκολα. Η Αμαλία δεν χρειαζόταν να επιβάλει την άποψή της. Είχε πάντα δίκιο και ο λόγος της εύρισκε γόνιμο έδαφος να ριζώσει. Φυσικά λαχταρούσε κι αυτή κάποιες φορές, να απασχολήσει τον άνθρωπό της με ασήμαντες καθημερινότητες. Να πούνε και μια κουβέντα παραπάνω. Καταλάβαινε όμως τη σοβαρότητα που είχε κάθε απασχόλησή του και σιωπηλή πάντα καθόταν σε μια γωνιά και απλά καμάρωνε. Πόσες γυναίκες θα έκαναν το ίδιο;
Το μεγάλο τους όνειρο
Το «Παλιό Ανωγειανό Σπίτι» ήταν όνειρο και των δυο τους. Είχε και η Αμαλία κληρονομήσει από τον παπα Μιχάλη, τον πατέρα της, την αγάπη για την παράδοση. Το στήσιμό του δεν ήταν απλό. Κι όταν ο σύζυγος σκεπτόμενος τις υποχρεώσεις και προς την οικογένεια, έβαζε φρένο στις απαιτήσεις για τον εξοπλισμό του μουσείου, η Αμαλία πυροδοτούσε τη θέληση για συνέχεια με αφάνταστες θυσίες και σκληρή προσωπική εργασία. Όμως κανένας ποτέ δεν διέκρινε δυσαρέσκεια στο ύφος της. Ποτέ κανένας δεν την άκουσε να παραπονεθεί. Αρκεί που έβλεπε τον Γιώργη της να πετυχαίνει το στόχο του, σε κάθε τομέα, πολύτιμος πάντα για το κοινωνικό σύνολο. Κι έτσι έπαιρνε κι εκείνη τη μεγάλη της ανταμοιβή.
Σπαρακτικός αποχαιρετισμός
Η Αμαλία Σμπώκου έφυγε διακριτικά όπως έζησε στις 5 Νοεμβρίου 2011 σε ηλικία 78 ετών.
Τότε είδαν οι χωριανοί κι οι άλλοι παράγοντες που έσπευσαν να συμπαρασταθούν στο πένθος, τον Γιώργη Σμπώκο, που πέρασε τόσα δεινά, τόσες δοκιμασίες χωρίς να λυγίσει για πρώτη φορά, να γονατίζει από τη βαθιά οδύνη.
Δάκρυσαν και οι πέτρες όταν την ώρα που θα άφηνε για πάντα το σπίτι της είπε:
«Στα Άγια των Αγίων να πάει η ψυχή σου, άγιε και ευλογημένε άνθρωπε, για τα όσα μεγάλα και σημαντικά πρόσφερες στην οικογένειά μας και τους συνανθρώπους σου. Να ‘ναι ελαφρό το χώμα της Ανωγειανής Γης, που με πολλή αγάπη, μόχθο και ιδρώτα ζύμωσες και που σε λίγο θα σε σκεπάσει. Καλό σου ταξίδι, πολυαγαπημένη μου».
Κι έγινε το δάκρυ λυγμός μετά στην εκκλησία όταν ο εγγονός Βασίλης Μ. Σμπώκος, διάβασε τον αποχαιρετισμό του παππού, που παραθέτουμε γιατί σημαίνει πολλά για τους σημερινούς στερημένους από συναισθήματα ανθρώπους.
Αρχόντισσα των Ανωγειώ κι αφέντρα της καρδιάς μου,
φεύγεις και σβήνουν οι χαρές κι όλα τα όνειρά μου
Γιάειντα μ’ αφήνεις μοναχό και πολυπικραμένο,
χωρίς ελπίδα και χαρά, δεντρό παραδαρμένο
Εσένα είχα στήριγμα, κρυφή χαρά κι ελπίδα
πώς θα παλέψω τση ζωής τη μαύρη καταιγίδα;
Πώς θα παλέψω τη ζωή τη λίγη που μου μένει
Και τα πολλά τα βάσανα που ο χωρισμός σου φέρνει;
Πολυαγαπημένη μου, αυτή την τραγική ώρα του αποχωρισμού μας, θέλω μαζί με τον τελευταίο ασπασμό μου, να σου χαρίσω την αιώνια αγάπη μου και τις ευχαριστίες μου για τα τόσα πολλά και σπουδαία που μου χάρισες στην πρόσκαιρη τούτη ζωή, για να αποτελέσουν το διαβατήριο της ψυχής σου, να περάσεις με τιμή και περηφάνια την πόρτα του παραδείσου και να μπεις στο χώρο του μακάριου, εκεί που είναι η θέση σου και να γνωρίσεις την αιώνια γαλήνη, ειρήνη και ευτυχία, που η πρόσκαιρη τούτη ζωή κι εγώ προσωπικά, ίσως δεν μπορέσαμε να σου δώσουμε στο βαθμό που το άξιζες… Σ’ ευχαριστώ γιατί ήσουν πάντα μια γυναίκα αγωνίστρια, η οποία με ταπεινοσύνη και υπερηφάνεια και με την πίστη ότι η τιμημένη εργασία ντροπή δεν έχει, έγινες μοδίστρα, ανυφαντού, τρυγήτρα, λιομαζώχτρα, βρουβολόγησα, εργάτρια σε μαιευτήρια και ξενοδοχεία, ακόμα και καθαρίστρια, για να παίρνεις στα χέρια σου σε δύσκολες ώρες το τιμόνι και τη φροντίδα της οικογένειάς μας, όταν εμένα έγνοιες, αγώνες κι αγωνίες μ’ απορροφούσαν στο στίβο της κοινωνικής προσφοράς… Σ’ ευχαριστώ για το κουράγιο και τη δύναμη που αντλούσα από την ακένωτη δύναμη της ψυχής σου, όταν στο δύσκολο αγώνα μου κλονιζόμουν και κινδύνευα να γονατίσω. …Πολυαγαπημένη:
Στην πόρτα τ’ Άδη να σταθείς και να με περιμένεις,
μαζί να τη διαβούμενε, αμοναχή μη μπαίνεις
Είσαι αδύναμο πουλί κι ακάτεχο κερά μου
και να ξεμάθεις δε μπορείς την καλοσυντροφιά μου.
Μα και στην άλλη τη ζωή, πιασμένοι χέρι-χέρι
μαζί να τη διαβούμενε γλυκύτατό μου ταίρι.
Θα περιμένω γλήγορα το κάλεσμά σου φως μου
για να ξανανταμώσουμε στσι στράτες τ’ άλλου κόσμου.
Άξιζε να κάνουμε ένα αφιέρωμα και στην αρχόντισσα Αμαλία, που είχε κλείσει στις ταλαιπωρημένες από το μόχθο παλάμες της όλη την ευλογία της γυναικείας ύπαρξης, που όταν αγαπά πραγματικά το σύντροφό της ξέρει πώς να την αποδείξει, κι ας μην διέθετε άλλες περγαμηνές πέρα από τις τόσες αρετές που την προίκισε η φύση…