Ίσως σήμερα θα έπρεπε να αναφερθούμε στο «κόκκινο Ρέθυμνο της πανδημίας», που μαυρίζει τι καρδιές μας και ανησυχεί όλους τους σκεπτόμενους συμπολίτες. Στην επικαιρότητα είναι επίσης η χιονοστιβάδα των αποκαλύψεων σχετικά με τα ερωτικά πεπραγμένα «σοβαρών» δημοσίων προσώπων στον χώρο του αθλητισμού, του πολιτισμού και της εργασίας, που όλοι καταδικάζουμε μετά βδελυγμίας, αφού τα σχολιάσουμε εκτενώς βέβαια.
Πίστη μας είναι πως η πανδημία, μέχρι το φθινόπωρο, θα έχει ελεγχθεί και ότι οι επιφανείς υπαίτιοι που αποκαλύπτονται θα τιμωρηθούν, αν όχι πάντα από τη δικαιοσύνη, σίγουρα όμως από την αποστροφή και την περιφρόνηση που θα τους δείξει η κοινή γνώμη.
Για τον λόγο αυτό, κόντρα στον συρμό, θα ασχοληθούμε με το τρίγωνο Ελλάδα-Τουρκία-Αμερική που μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τους Δημοκρατικούς και τον Μπάιντεν αποκτά άλλη δυναμική και εισάγει νέες διαστάσεις και αβεβαιότητες που έχουν να κάνουν με τις διεθνείς σχέσεις της χώρας μας.
Δύο πόλοι φαίνεται να καθορίζουν την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Ο κ πρωθυπουργός, που βρέθηκε για μια ακόμη φορά χθες στην Κύπρο και στο Ισραήλ, χωρίς τον υπουργό του των εξωτερικών. Και ο κ Δένδιας, που μεθοδικά και στοχευμένα έχτισε τους τελευταίους είκοσι μήνες ένα πλέγμα συμμαχιών της Ελλάδας με χώρες που δεν είχαμε φανταστεί στο παρελθόν, όπως είναι η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία και η Ιορδανία. Για να μην αναφερθούμε στις συνεχιζόμενες επαφές του με την Ινδία και στις επερχόμενες με την νέα «διοίκηση» τις Λιβύης.
Ο κ πρωθυπουργός διαβάζουμε ότι, προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τη νέα αμερικανική ηγεσία, αλλά και με το σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του Αμερικανού προέδρου, χωρίς τελικά να τα καταφέρει. Ενώ, ο κ. Δένδιας δοκίμασε και αυτός ανεπιτυχώς να έρθει σε επαφή με τον νέο υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ ή με τους κύριους συμβούλους του. Αντ’ αυτού, ο κ. Δένδιας αρκέστηκε στη εκ νέου συνάντηση του με τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα κ. Πάιατ, ο οποίος φυσικά τον καθησύχασε για τις προθέσεις της νέας αμερικανικής ηγεσίας, αφού τον διαβεβαίωσε ότι «συνεργαζόμαστε για να επιταχύνουμε την πρόοδο σε κοινούς στρατηγικούς στόχους και να ενισχύσουμε τον περιφερειακό ηγετικό ρόλο της Ελλάδας».
Αντίθετα η άλλη πλευρά, η Τουρκία, μέσω του κ. Καλίν, σύμβουλου του τούρκου Προέδρου κ. Ερντογάν, κατάφερε να φτάσει μέχρι τον Αμερικανό σύμβουλο ασφαλείας κ Τζέικ Σάλιβαν για να ακούσει μεταξύ άλλων ότι «η απόκτηση του ρωσικού συστήματος S-400 από την Άγκυρα, υπονομεύει τη συνοχή και την αποτελεσματικότητα της συμμαχίας του ΝΑΤΟ… Και ότι είναι ευρεία η δέσμευση της κυβέρνησης Μπάιντεν για τη στήριξη των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου».
Εκτιμούμε από τα ανωτέρω, ότι η νέα Αμερικανική ηγεσία θα μιλά μαζί μας, μόνο όταν έχει κάτι σημαντικό να πει. Καλό ή κακό. Εκτιμούμε επίσης ότι έχει ήδη απευθυνθεί στον κ. Ερντογάν και του έχει διαμηνύσει πως βλέπει το ρόλο της Τουρκίας, τελείως διαφορετικά από την οπτική Τραμπ. Και ότι έχει προειδοποιήσει για τα όρια της ανοχής της, τόσο στο «παιχνίδι» για τους S-400 και στην παραβίαση των δημοκρατικών δικαιωμάτων του τουρκικού λαού, όσο και στις βλέψεις της Άγκυρας σε μια σειρά από μέτωπα, όπως είναι η Λιβύη, η Συρία και ο Καύκασος. Κατά σύμπτωση και στα τρία παραπάνω, είτε η Τουρκία συνεργάζεται με τη Ρωσία, είτε στην περίπτωση της Λιβύης έχει οριοθετήσει τις βλέψεις της, σε αγαστή όμως συνεργασία με το Κρεμλίνο.
Φοβούμαστε λοιπόν, ότι στα υπόλοιπα ανοιχτά ζητήματα, που είναι το Κυπριακό και η ανατολική Μεσόγειος ίσως μας ζητήσει η Αμερική να «συμβιβαστούμε υποχωρώντας» με τις επιθυμίες της Τουρκίας, αν αυτή απαγκιστρωθεί από τις συμφωνίες της με τη Μόσχα και από τις συνεργασίες που έχει μαζί της. Γιατί, δεν μπορεί να χάσει σε όλα. Αν αυτό της επιβληθεί από τη διακυβέρνηση Μπάιντεν, είναι σίγουρο ότι θα προτιμήσει να αλλάξει στρατόπεδο και να συνεργαστεί πιο στενά με την Κίνα και τη Ρωσία και όχι με την Ευρώπη και την Αμερική. Γεγονός που δεν θέλει κανείς στη Δύση, να συμβεί.
Για όλους τους παραπάνω λόγους απαιτείται και χρειάζεται συγκροτημένη, μελετημένη και ενιαία εξωτερική πολιτική. Χωρίς παράλληλες δράσεις και δυο κέντρα καθορισμού της. Και φυσικά, επείγει η εκ νέου προσπάθεια για την ανεύρεση «διαύλων» για επαφές και επικοινωνία με τη νέα αμερικανική διοίκηση. Αλλιώς κινδυνεύουμε να γίνουμε η Ιφιγένεια, στην προσπάθεια της Αμερικής να εντάξει ξανά την Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο. Με τις όποιες επιπτώσεις συνεπάγεται αυτό, για τον Ελληνισμό γενικότερα.