Κεκλεισμένων των θυρών άρχισε χθες στο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιά η δίκη σε δεύτερο βαθμό, του παιδεραστή, πρώην προπονητή μπάσκετ, Νίκου Σειραγάκη που κακοποίησε δεκάδες παιδιά.
Η αποδεικτική διαδικασία διεκόπη το μεσημέρι, αφού εξετάστηκαν οι 10 μάρτυρες κατηγορίας. Η δική θα συνεχιστεί στις 10 Νοεμβρίου, οπότε αναμένεται να εκδοθεί και η απόφαση. Ως τότε ο Σειραγάκης θα παραμείνει στις φυλακές Κορυδαλλού, όπου έχει μεταχθεί για τη δίκη από τις φυλακές Γρεβενών.
Ο δράστης μεταφέρθηκε στο Δικαστικό Μέγαρο Πειραιά με συνοδεία ισχυρής αστυνομικής δύναμης, ενώ και στους χώρους του Δικαστηρίου τα μέτρα ασφαλείας ήταν αυστηρά, όπως και στη δικαστική αίθουσα του Εφετείου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο ίδιος ο δράστης αιτήθηκε αστυνομική προστασία, δηλώνοντας ότι φοβάται για τη ζωή του.
Η συνεδρίαση ξεκίνησε με τη δήλωση παράστασης Πολιτικής Αγωγής, για τα θύματα του δράστη, από τους δικηγόρους Ρεθύμνου Βαγγέλη Μουνδριανάκη, Νίκο Κοτζαμπασάκη, Γιώργο Δρυγιαννάκη, Αντώνη Βουλγαράκη, Παντελή Φουρφουλάκη και Μανώλη Πετρακάκη.
Συνήγορος του δράστη, δήλωσε ο δικηγόρος Αθηνών Δημήτρης Κάππος.
Ακολούθησε η κλήρωση των ενόρκων, η ανάγνωση του καταλόγου των μαρτύρων κατηγορίας και των μαρτύρων υπεράσπισης.
Πριν κλείσουν οι πόρτες της δικαστικής αίθουσας και να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου Νικόλαος Βεργιτσάκης, απευθυνόμενος στον δράστη-παιδεραστή τον ρώτησε για ποιο λόγο βρίσκεται στο Εφετείο, τι παράπονο έχει από την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και τι ζητάει από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Ο Σειραγάκης, αμετανόητος καθώς παραμένει, όπως φαίνεται, και σκεπτόμενος αποκλειστικά τον εαυτό του δεν απάντησε επί των ερωτήσεων του προέδρου του Δικαστηρίου, αλλά με έντονη φωνή είπε: «Τεσσεράμισι χρόνια τώρα στη φυλακή, ζω μία απίστευτη φρίκη».
Ο πρόεδρος, του ζήτησε να απαντήσει στο ερώτημά του, ως προς την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση και τότε ο παιδεραστής απάντησε με θράσος: «Η υπόθεση παρουσιάστηκε ως κακοποίηση παιδιών. Δεν κακοποίησα κανένα παιδί. Εξ άλλου κανείς εκ των εφήβων δεν θεωρεί ότι κακοποιήθηκε».
Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου, αφού κατ’ επανάληψη τον ρώτησε για ποιο λόγο έκανε έφεση και τι προσδοκά, έλαβε από τον Σειραγάκη την απάντηση πως δεν έχει διαπράξει κανένα έγκλημα. Ο πρόεδρος τον ρώτησε πώς μπορεί σήμερα να ισχυρίζεται κάτι τέτοιο όταν στο πρωτόδικο δικαστήριο και είχε παραδεχτεί κάποιες από τις εγκληματικές του πράξεις και είχε ζητήσει να τιμωρηθεί παραδειγματικά. «Σήμερα τι ήρθατε να μας πείτε; Ότι δεν πρέπει να πληρώσετε για όσα διαπράξατε;», τόνισε στον δράστη.
Η απάντηση του παιδεραστή ήταν ότι στην υπόθεση δεν υπάρχουν ασελγείς πράξεις. Κάτι το οποίο συνέχισε προκλητικά να αναφέρει σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.
Προκλητικός ο παιδεραστής απέναντι σε μάρτυρες και συνηγόρους Πολιτικής Αγωγής
Ο παιδεραστής καθ’ όλη τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας ήταν προκλητικός και θρασύς. Το γεγονός ότι παραμένει αμετανόητος για τις κακουργηματικές πράξεις του ήταν εμφανέστατο, καθώς η συμπεριφορά του απέναντι στους μάρτυρες κατηγορίας ήταν τέτοια που τους εξόργισε πολλές φορές. Το ίδιο και τους συνηγόρους Πολιτικής Αγωγής. Και σε καμία περίπτωση δεν ζήτησε μία συγγνώμη από τα ανήλικα θύματά του. Αντίθετα, προσπάθησε να τα ενοχοποιήσει ξανά, αποδίδοντας στα ίδια την ευθύνη, ότι εκείνα παρέσυραν τον ίδιο σε έναν κώδικα που είχαν, μία παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, όπως είπε, όπου τον ενέπλεξαν. «Επειδή εγώ είμαι ανοιχτό μυαλό, δεν την παρεξήγησα τη συμπεριφορά τους κι ό,τι έκαναν μεταξύ τους, όπως θα έκανε κάποιος άλλος, κι άρχισα να συμμετέχω κι εγώ σ’ αυτόν τον κώδικα. Δεν υπήρξε καμία ασέλγεια», ανέφερε.
Η επιμονή του να προσπαθεί να αποβάλλει από πάνω του την κατηγορία της ασέλγειας κατ’ εξακολούθηση εις βάρος των ανηλίκων, επαναλαμβάνοντας συνέχεια ότι οι εναντίον του κατηγορίες δεν ισχύουν και πως ό,τι έκανε δεν ήταν έγκλημα, εξόργισε ακόμα και την εισαγγελέα της Εφετειακής έδρας, η οποία κάποια στιγμή σε αυστηρό ύφος είπε στον παιδεραστή: «Τι προσπαθείτε να μας πείτε; Αφού σας συνέλαβαν επ’ αυτοφώρω οι αστυνομικοί να ασελγείτε σε παιδιά».
Με προκλητικό τρόπο και εξυπνακισμούς, ο παιδεραστής παρενέβαινε σε όλους τους μάρτυρες κατηγορίας προσπαθώντας να τους διαψεύδει.
Αρκετές ήταν οι φορές που επικράτησε ένταση στη δικαστική αίθουσα λόγω της προκλητικότητας, της επιθετικότητας και της αμετανόητης στάσης του παιδεραστή.
Χαρακτηριστική ήταν ή έκρηξη μάρτυρος, συγγενούς ανήλικου θύματος, η οποία φορτισμένη αλλά και αγανακτισμένη όταν διέκρινε μία δόση ειρωνείας από τον παιδεραστή απέναντί της και στρεφόμενη προς το μέρος του, του είπε: «Αν βγεις από τη φυλακή, υπόσχομαι ότι θα σε σκοτώσω».
Προκλητικός ο δράστης και απέναντι στους αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ρεθύμνου, που τον συνέλαβαν επ’ αυτοφώρω, μέσα στο σπίτι του, στο κρεβάτι, να ασελγεί εις βάρος δύο ανηλίκων. Προσπαθώντας να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα, όταν αστυνομικός εξεταζόμενος, αναφερόταν στην σύλληψη, εκείνος υποστήριζε πως όταν οι αστυνομικοί μπήκαν στο σπίτι εκείνος καθόταν στην πολυθρόνα του σαλονιού, ντυμένος.
Παρόμοια ήταν ή συμπεριφορά του και απέναντι στους υπόλοιπους αστυνομικούς, οι οποίοι τον παρακολουθούσαν επί μήνες κατόπιν των καταγγελιών που έκαναν στην υπηρεσία τους για τη δράση του προπονητή-παιδεραστή. Κάθε τόσο παρενέβαινε κατά την κατάθεση, σε μία προσπάθεια να διαστρεβλώσει αυτά που ανέφεραν και τα οποία είχαν δει κατά την πολύμηνη παρακολούθησή του.
Οι συνήγοροι Πολιτικής Αγωγής σε όλη τη διάρκεια της δίκης, αναδείκνυαν τις συχνές αντιφάσεις του δράστη σε σχέση τόσο με την αρχική του κατάθεση στον ανακριτή όσο και στο πρωτόδικο δικαστήριο.
Την εντατική προσπάθεια του δράστη να διαστρεβλώνει τα πραγματικά γεγονότα και τα αποδεικτικά στοιχεία, διέκοψε ο πρόεδρος της Εφετειακής έδρας, μη επιτρέποντάς του να συνεχίσει να παρεμβαίνει και να αγορεύει επί όλης της υπόθεσης.
Συνολικά κατέθεσαν 10 μάρτυρες κατηγορίας με τελευταία την παιδοψυχολόγο κ. Αρναούτογλου, η οποία επίσης ήταν καταπέλτης κατά του παιδεραστή, μιλώντας κυρίως για τις συνέπειες που θα έχουν στην υπόλοιπη ζωή τους τα θύματά του από την κακοποίηση που υπέστησαν. Και την παιδοψυχολόγο όμως ο Σειραγάκης προσπάθησε να την διαψεύσει.
Μέχρι τη λήξη της συνεδρίασης, ο παιδεραστής, εστιάστηκε σε ένα σημείο. Στο ότι δεν ασέλγησε στα ανήλικα, αρνιόταν τον σεξιστικό χαρακτήρα των επαφών μαζί τους, κι επέμενε ότι όσα έκανε μαζί τους ήταν ένας κώδικας παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, με τον οποίο συμφωνεί και σήμερα. Αυτή ή τελευταία του αναφορά, αντί μιας συγγνώμης, εξόργισε τους παράγοντες της δίκης.