Ο πάλαι ποτέ αείμνηστος καθηγητής Ανατομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον οποίο όταν τον έβλεπαν οι φοιτητές, τους έπιανε φόβος και τρόμος, στο ομώνυμο σύγγραμμά του δίδει τον ορισμό της γλώσσας: «Σαρκώδες σώμα κωνοειδές και πεπλατισμένον εν τω κοίλω του στόματος αποτελούμενον εκ μυών, λιάν ευκίνητων, οίτινες και προσδίδουν αυτώ ποικίλον σχήμα μήκος και κινήσεις πολυειδείς, κατά τας ανάγκας της μασήσεως;».
Ο σεβαστός αυτός καθηγητής όμως, θα βρισκόταν εκτός θέματος, αν μας έλεγε ακόμα ότι η γλώσσα έχει πολλαπλή χρησιμότητα. Εκτός από αισθητήριο όργανο για τη γεύση και λειτουργικό για τη μάσηση και την κατάποση, χρησιμεύει και ως όργανο ομιλίας και είναι πολύτιμη ως μέσο έκφρασης και διατύπωσης λαϊκών γνωμικών με μεταφορική, εύγλωττη σημασία. Ούτω πως ακούμε συχνά τις φράσεις: «γλώσσα φαρμακερή» «έβγαλε μια πιθαμή γλώσσα», «ροδάνι πάει η γλώσσα του», «γλώσσα ψαλίδι», «κόβει και ράβει η γλώσσα του», «η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει», «γλώττα λανθάνουσα τ’ αληθή λέγει», «δάγκωσε, φάε, κατάπιε τη γλώσσα σου» «μπερδεύει η γλώσσα μου» κ.λπ. κ.λπ.
Ο λαλίστατος κουρέας, που ακούσαμε στο σχετικό, βραδινό δελτίο ειδήσεων, αγνοούσε όπως φαίνεται αυτά τα γνωμικά και έφαγε «ξύλο της χρονιάς του» που λέμε στην καθομιλουμένη γλώσσα, δηλαδή εδάρη ανελέητα, διότι χρησιμοποιούσε τη γλώσσα, όχι μόνο σαν βασικό μέσο επικοινωνίας και κοινωνικής συμπεριφοράς, αλλά κυρίως για λόγους πολιτικούς και συνάμα πελατειακούς. Ο κουρέας ως γνωστόν έχει ξυράφι, ψαλίδι και γλώσσα. Και τα τρία αυτά είναι προορισμένα να κόβουν. Ο κάθε πελάτης είναι υποχρεωμένος, να κόβεται και από αυτά τα τρία και εις το τέλος να πληρώνει. Ποτέ όμως μέχρι σήμερα δεν ακούστηκε, να έχει ξυλοφορτωθεί κουρέας για την αθώα φλυαρία του. Ο αναφερόμενος των ειδήσεων εκτός του ότι επρόκειτο για ένα άκακο πλάσμα, του οποίου το μόνο ελάττωμα ήταν η αερολογία, η συνοδεύουσα το έργο του ως μια ευχάριστη «ηχητική επένδυση» είχε το ταλέντο, να διαισθάνεται αμέσως με ποιο πελάτη έχει να κάνει. Αν είναι χαρακτήρας βαρύθυμος, θερμόαιμος, προβληματικός, είτε αν είναι ευαίσθητος, διαλλακτικός κ.λπ.
Για να ‘ναι σίγουρος, για τις πολιτικές πεποιθήσεις του πελάτη, προσπαθούσε με έντεχνο τρόπο, μιας «ευπρεπούς» ανάκρισης, να ανιχνεύσει, να ψαρέψει και να αποσπάσει την προσωπική, κομματική προτίμησή του: Ακολουθούσε συζήτηση, σχετικά με τα αμοιβαία αισθήματα και την απόλυτη ομογνωμία και ομοψυχία αμφοτέρων, προς τέρψη του πελάτη, ο οποίος εξ’ άλλου παρέμενε ακίνητος, ήρεμος και δεν υπήρχε περίπτωση, να κοπεί από το ξυράφι.
Αυτή τη φορά ο δυστυχής κουρέας, για μια φορά ακόμη, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό της φλυαρίας, όμως οι προβλέψεις του υπήρξαν λανθασμένες. Ο πελάτης του κατάλαβε, που το πήγαινε και ότι ήθελε να τον ψαρέψει. Του ‘στησε παγίδα και του ‘παιζε θέατρο προσποιούμενος, ότι προτιμούσε άλλον υποψήφιο και όχι τον δικό του. Εκεί είναι που ο κουρέας τα έκανε θάλασσα. Όμως δεν ήταν και λίγο αυτό που του έτυχε και ήταν επόμενο το επεισόδιο να καταλήξει στο Αστυνομικό Τμήμα. Ο καθένας θα μπορούσε να φανταστεί πως θα ‘χε απολογηθεί και τι θα είπε περίπου στον ανακριτή. «Είμαι πολλά χρόνια κουρέας κύριε αστυνόμε και πάντοτε οι πελάτες μου έμεναν ευχαριστημένοι. Επομένως και προχτές είχα λάβει όλα τα μέτρα μου. Πάντοτε προνοητικός κακολογούσα και διέβαλα τους τέσσερις υποψήφιους δημάρχους, αφήνοντας εις το απυρόβλητο τον πέμπτο, τον οποίο κακώς εξέλαβα ότι ήταν ο προτιμητέος και εκλεκτός του προκομμένου. Έπλεκα μάλιστα και το εγκώμιό του και εξέφραζα το θαυμασμό μου για τον διαπρεπή άνδρα, ενώ του λόγου του απ’ εδώ δε μου μιλούσε. Με άφηνε να καλοναρχώ στο αυτί του και ν’ ακούει τον εξάψαλμο των τεσσάρων υποψηφίων, λες και συμφωνούσε. Όμως με εξηπάτησε. Φαινόταν νευρικός και μου ‘ριχνε άγριες ματιές, αλλά παρόλ’ αυτά το φέρσιμό του δεν μου γέννησε υποψίες. Αντί να το βουλώσω, συνέχισα, να επικρίνω και να κατακρίνω τους τέσσερις, χωρίς να βάλω στο νου μου, ότι μεταξύ αυτών ήταν ο δικός του άνθρωπος, αλλά και στενός συγγενής του.
Τότε σηκώθηκε από την καρέκλα έξαλλος από το θυμό του. Λες και είχε χάσει τα λογικά του. Εξαγριώθηκε, έγινε απειλητικός. Πήγα να του ξεφύγω και έτρεξα προς την πόρτα, αλλά εκεί με πρόλαβε και άρχισε να με χαστουκίζει και να με γρονθοκοπά. Για την ιστορία οφείλω να αναφέρω και τούτο το ανεπανάληπτο. Μεταξύ των υποψηφίων που κουτσομπόλευα και ψεγάδιαζα ήταν και ο δικός μου, εκείνος που θα ψήφιζα!..».