Αυτός υπήρξε ο κύριος στόχος για την επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα σε Σκόπια και Ελλάδα. Έτσι αυτοδίκαια έχει αναγορευτεί και ως βασικό κριτήριο για το αποδεκτό ή μη της όποιας συμφωνίας. Και το πεδίo, που η «Μακεδονικότητα» αγκαλιάζει, δεν είναι μόνο εκείνο της εδαφικής επικράτειας, αλλά προσέτι εκείνο της γλώσσας και της ιθαγένειας.
Όσον αφορά στο ζήτημα της εδαφικής επικράτειας, ο χαρακτηρισμός των Σκοπίων ως «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» υπηρετεί σαφώς τον παραπάνω στόχο της αμοιβαιότητας – πράγματι, η εδαφική επικράτεια του συνόλου της Μακεδονίας με τον τρόπο αυτό ακούγεται να μοιράζεται σε Σκόπια (Βόρεια Μακεδονία) και Ελλάδα (Νότια Μακεδονία). Και δεν είναι κακό η Μακεδονία να μεγαλώνει.
Ωστόσο, σε σχέση με τα ζητήματα της γλώσσας και της ιθαγένειας, εκεί ο στόχος της αμοιβαιότητας κάθε άλλο παρά υπηρετήθηκε. Επειδή, με βάση την πρόσφατη συμφωνία, η σκοπιανή γλώσσα θα προβάλλεται και θα ακούγεται πλέον σαν «Μακεδονική». Η σκοπιανή γλώσσα θα μονοπωλεί στο εξής την μακεδονική προέλευση. Όταν όλος ο κόσμος θα κάνει ακουστή την σκοπιανή γλώσσα σαν «Μακεδονική», τότε οι απόψεις των όποιων ιστορικών θα έχουν ήδη περάσει σε υποδεέστερη τροχιά. Και θα ήταν χείριστο, απελπιστικά οδυνηρό η Μακεδονία να μικρύνει.
Η αμοιβαιότητα στην Μακεδονικότητα – να μην κλέψει κανείς από τον άλλο- προφανώς δεν τηρήθηκε. Η περίφραση που μπήκε δίπλα στο «Μακεδονική» γλώσσα και ιθαγένεια, είναι «ή των πολιτών της Βόρειας Μακεδονίας», κάτι δηλαδή για πέταμα, αφού δεν πρόκειται ποτέ να ακουστεί. Μόνο μια ονομασία για την γλώσσα και την ιθαγένεια θα έπρεπε να είχε επιλεγεί και συμφωνηθεί, συνεπής με την όλη συμφωνία και την αμοιβαιότητα, κι αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από το «Βορειομακεδονική».