Ήταν τέλη Νοέμβρη του 2019 όταν η Τουρκία ανακοίνωσε την υπογραφή μνημονίου κατανόησης με την κυβέρνηση της Τρίπολης στη Λιβύη, βάσει της οποίας οι δύο χώρες συμφωνούν να συνεργαστούν για τον «καθορισμό θαλάσσιων δικαιοδοσιών». Το μνημόνιο υπεγράφη από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τον Φαγέζ αλ Σαράζ, ολοκληρώνοντας την πλήρη προβολή των αξιώσεων της γείτονος στο σύνολο της Ανατολικής Μεσογείου, απειλώντας πλέον ευθέως χώρους ευθύνης κυριαρχίας της Ελλάδας, μεταξύ αυτών και την περιοχή νότια της Κρήτης.
Εκείνη τη στιγμή, και για μια ακόμη φορά τρέχοντας πίσω από τις εξελίξεις, η Ελλάδα ανακάλυπτε τον στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ. Δημοσιεύματα για τον «φιλέλληνα» Χαφτάρ έκαναν καθημερινά την εμφάνιση τους στα ΜΜΕ, ενώ για βδομάδες και μήνες ακούγαμε και διαβάζαμε για την κατάληψη της Τρίπολης από τον Χαφτάρ που βρίσκονταν «προ των Πυλών». Έτσι, η Ελλάδα είχε βρει στο πρόσωπο του Λίβυου αξιωματικού τον από μηχανής θεό που μέσα από τη δική του μάχη, θα έδινε και τη δική μας.
Τον Ιανουάριο ακολούθησε η διάσκεψη του Βερολίνου, όπου συμφωνήθηκε να σταματήσουν οι παρεμβάσεις στη χώρα και να τηρηθεί το εμπάργκο όπλων. Ακολούθησε η κρίση του κορονοϊού. Ουδείς στη Δύση ασχολήθηκε με την εφαρμογή αυτής της συμφωνίας, κάτι βέβαια που θεωρούνταν αναμενόμενο ανεξάρτητα από την υγειονομική κρίση. Η Τουρκία παρέμεινε προσηλωμένη στο στόχο της, συνέχισε να εξοπλίζει αλλά και να συμμετέχει η ίδια στρατιωτικά υπέρ του Σαράζ στη Λιβύη. Κι ενώ το όλο ζήτημα απομακρύνθηκε από τα φώτα της δημοσιότητας στην Ελλάδα, οι εξελίξεις όλους αυτούς τους μήνες ήταν ραγδαίες. Εξελίξεις που δυστυχώς επέφεραν αρνητικά για εμάς αποτελέσματα και απέδειξαν, για μια ακόμη φορά, ότι απέναντι σε έναν αποφασισμένο αντίπαλο που συμμετέχει ενεργά σε ένα μέτωπο, τα ευχολόγια και οι εκ των υστέρων «διπλωματικοί μαραθώνιοι» δεν είναι αρκετά για να κερδίσεις μια μάχη.
Οι μήνες που ακολούθησαν, χαρακτηριστήκαν από σημαντικές υποχωρήσεις και στρατιωτικές ήττες του στρατάρχη Χαφτάρ. Στις 18 Μαΐου η κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας του Σαράζ με τη βοήθεια των Σύριων μισθοφόρων των Τούρκων και την άμεση υποστήριξη του τουρκικού στρατού, κατέλαβαν την αεροπορική βάση Al-Watiya που βρίσκονταν υπό την κατοχή του Χαφτάρ από το 2014. Ακόμη σημαντικότερο γεγονός αποτελεί η πρόσφατη αποχώρηση των Ρώσων μισθοφόρων που μάχονταν στο πλευρό του Χαφτάρ, με αποτέλεσμα ο Σαράζ να ανακαταλάβει σε 8 ημέρες στην κεντρική και νότια Τρίπολη, όσα εδάφη με βαρύ φόρο αίματος είχε κυριεύσει ο στρατάρχης Χαφτάρ από τον Οκτώβριο 2019.
Στα κέρδη της Τουρκίας από αυτές τις εξελίξεις συγκαταλέγονται: α) σημαντικές στρατιωτικές και στρατηγικές νίκες, που οδηγούν στην δημιουργία μιας ισχυρής τουρκικής στρατιωτικής βάσης στα νότια σύνορά μας, β) η εδραίωση της Τουρκίας στην περιοχή ως ένας από τους κεντρικούς παίκτες τόσο για το μέλλον της Λιβύης, όσο και για την πρωτοβουλία κινήσεων που αποκτά γενικότερα στην περιοχή.
Στην Ελλάδα επικρατούν δυο εσφαλμένες αντιλήψεις όσο αφορά αυτό που ονομάζουμε «τουρκική προκλητικότητα». Πρώτον, κάθε πρόκληση της Τουρκίας εκλαμβάνεται ως αντίδραση για εσωτερική κατανάλωση λόγω πολιτικών ή οικονομικών προβλημάτων. Η πραγματικότητα είναι ότι οι κινήσεις και προκλήσεις του Ερντογάν πηγάζουν αποκλειστικά από τον διαχρονικό τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό. Δεύτερον συνηθίζεται η Τουρκία να χαρακτηρίζεται ως ο «απρόβλεπτος γείτονας». Η αλήθεια είναι ότι ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Η Τουρκία υλοποιεί βήμα βήμα τους εδώ και δεκαετίες διακηρυγμένους στόχους της χώρας, τόσο προς τα ανατολικά όσο και προς τα δυτικά. Στην υπόθεση της συμφωνίας με την Λιβύη π.χ. η θεωρεία ότι ο χώρος της θαλάσσιας δικαιοδοσίας της Τουρκίας καλύπτει ένα πολύ μεγάλο τμήμα της Ανατολικής Μεσογείου και ο στόχος για την κήρυξη ΑΟΖ με την Λιβύη έχει διατυπωθεί εδώ και σχεδόν μια δεκαετία. Οι κινήσεις της δεν έρχονται ως κεραυνός εν αιθρία και η Αθήνα δεν δικαιολογείται να δηλώνει έκπληξη για τις τουρκικές πρωτοβουλίες.
Κρίνεται αναγκαία η αναθεώρηση του διαχρονικού δόγματος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ενός δόγματος μη εμπλοκής σε περιοχές και ζητήματα που άπτονται των εθνικών συμφερόντων και πολλές φορές ακουμπάνε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας της χώρας. Ενός δόγματος που δεν προλαμβάνει, οδηγώντας μας σε τετελεσμένα που εκ των υστέρων τρέχουμε μάταια να ανατρέψουμε. Απαιτείται η χάραξη μιας νέας εθνικής στρατηγικής. Όχι σε λόγια, αλλά επενδύοντας επίμονα και συστηματικά πάνω σε αυτήν. Επιδιώκοντας ένα νέο γεωπολιτικό ρόλο, με προαποφασισμένους στόχους, σοβαρότητα, χωρίς επιθετικές κορώνες και φανφάρες. Μια νέα στρατηγική που θα περιλαμβάνει, από τον διάλογο με την γειτονική μας χώρα, έως την σκληρή απάντηση στις προκλήσεις και την άμεση εμπλοκή μας σε περιοχές εκτός συνόρων, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο, για την προώθηση των εθνικών συμφερόντων και την προάσπιση της εθνικής μας κυριαρχίας.