Παραχωρήσεις θραυσμάτων του Παρθενώνα που τοποθετούνται στις θέσεις τους, όπως αυτά από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ή το «Fagan» που κατέθεσε το Μουσείο του Παλέρμο, παρουσία του πρωθυπουργού και της υπουργού Πολιτισμού. Τεκμηριωμένες απαντήσεις στην UNESCO για την επιστροφή των αρχιτεκτονικών γλυπτών του Παρθενώνα. Άρθρα στους Times του Λονδίνου υποστηρικτικά της επανένωσης. Θετικός αντίκτυπος στην κοινή γνώμη σε μια περίοδο που λόγω της πανδημίας είμαστε όλοι κλεισμένοι στο καβούκι μας. Πού συμβαίνουν όλα αυτά; Στο Μουσείο της Ακρόπολης όπου την «μπαγκέτα στο πόντιουμ» κρατάει, σε άψογη συνεργασία και σε συνέχεια της πορείας του Μουσείου, όπως έχει δοθεί από τον πρόεδρο Δημήτρη Παντερμανλή, με τη δική του στιβαρή παρουσία, ο νέος και πρώτος γενικός διευθυντής του, ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας, ο «δικός μας» Νίκος Σταμπολίδης.
Στη συζήτηση που είχαμε στο πέτρινο κτίριο Βάιλερ, στο χώρο του μουσείου δεν μπορούσαμε να μην μιλήσαμε για τα τεκταινόμενα που αφορούν στη διεκδίκηση της επανένωσης των «μαρμάρων» – επέμενε να μας διορθώνει με τον όρο «αρχιτεκτονικά γλυπτά» – του Παρθενώνα, και μας εξήγησε με τον εμπνευσμένο διδακτικό του τρόπο, όπως τον έχουμε γνωρίσει στα φοιτητικά μας έδρανα για το δίκαιο του αιτήματός μας, αφού όπως χαρακτηριστικά συνηθίζει να αναφέρει ότι «Δεν πρόκειται για απομάκρυνση, αλλά για βανδαλισμό». Και πάνω σε αυτή την προσέγγιση που την περιγράφει μέσω της ανθρώπινης ανατομίας και των μελών ενός ολόκληρου σώματος όπως ήταν ο Παρθενώνας, τεκμηριώνει σε συνδυασμό με την πολιτιστική διπλωματία, για το πώς οφείλουμε να απαντάμε στους Βρετανούς, ότι δεν πρόκειται για μια διαφορά μεταξύ δύο μουσείων. Η διεκδίκηση αφορά στην ιστορία ενός λαού που όπως εύστοχα έχει επισημάνει ξεκίνησε να τα διεκδικεί από την πρώτη μέρα της απελευθέρωσής του και της ανακήρυξης του νέου ελληνικού κράτους το 1830.
Πριν μιλήσουμε για την Ελεύθερνα και ό,τι καινούριο ετοιμάζει για τον σημαντικό αυτόν αρχαιολογικό χώρο και μουσείο του νομού Ρεθύμνου, της Κρήτης και της Ελλάδας, μπήκαμε στον πειρασμό και στον «κίνδυνο» να τον ρωτήσουμε αν οι νέες του αρμοδιότητες θα επηρεάσουν τη σχέση του με την Ελεύθερνα, αλλά ευτυχώς για εμάς ο «κεραυνός του Δία» πέρασε δίπλα μας. «Άστραψε και βρόντηξε», υπενθυμίζοντάς μας ότι ήταν επί 25 χρόνια γενικός διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης και δεν άφησε και δεν θα αφήσει ποτέ το «δικό του παιδί» παραμελημένο. Για του λόγου και της πράξης το αληθές, όχι ότι υπήρξε καμιά αμφισβήτηση, μας έδειξε τις φωτογραφίες από τις βασιλικές, που κυριολεκτικά καλύπτουν το 90% της χωρητικότητας του κινητού του, καθώς επίσης και τα νέα σχέδια, που μόλις μπήκαμε στο γραφείο του επεξεργαζόταν. Μια απτή πραγματικότητα, που κυριολεκτικά δεν είχε τίποτε το επιτηδευμένο, αφού γνωρίζουμε την αγάπη του για τον τόπο και τη δουλειά που γίνεται στην Ελεύθερνα υπό την εποπτεία του εκεί.
Αναστήλωση της βασιλικής στην θέση Άγιος Μάρκος
Αναφερόμενος, λοιπόν, σε αυτόν τον αγαπημένο τόπο ο Νίκος Σταμπολίδης ξεκίνησε λέγοντάς μας: «Μολονότι η παροιμία λέει «ότι ουδείς προφήτης στον τόπο του» πρέπει να πω ότι ευτύχησα να γίνω «προφήτης στον τόπο μου», στον χώρο μου στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (ΠΚ). Οι συνάδελφοί μου με τίμησαν με τον τίτλο του ομότιμου καθηγητή, δηλαδή, δεν αφυπηρετείς, αλλά συνεχίζεις να προσφέρεις στο ΠΚ με τον καλύτερο τρόπο. Οι υπηρετούντες καθηγητές σε θεωρούν ομότιμό τους και εξακολουθείς να προσφέρεις. Και επίσης ότι δεν άφησα και δεν θα αφήσω ποτέ την Ελεύθερνα, ποτέ όσο ζω και όσο με κρατούν τα κότσια μου, η φυσική και διανοητική μου κατάσταση, όπως, άλλωστε, κάνει και ο Πέτρος ο Θέμελης με τη Μεσσήνη του. Και το λέω αυτό γιατί λίγο πριν σας έδειξα στο κινητό μου τηλέφωνο αλλά και στα χαρτιά όλη αυτή την καθημερινή διαδικασία με τους μαθητές και συνεχιστές μου, με την αρχαιολογική υπηρεσία του Ρεθύμνου, με τους συντηρητές που έχουμε και δουλεύουν κάθε μέρα εκεί και μαθητές και συνεργάτες μου που θεωρώ συνεχιστές μου».
Όλη αυτή η δουλειά, η δύσκολη δουλειά της ανασκαφής στην Ελεύθερνα συνεχίζεται και συνεχίζεται σε διαφορετικά σημεία του γιγαντιαίου χώρου και προχωρεί με εξαιρετικά αποτελέσματα. Τελευταία, έχω απαλλοτριώσει αρκετές δεκάδες στρεμμάτων στην ανατολική πλαγιά για να τα συνδέσω με το φυλάκιο, που κτίσαμε εκεί το 2006/7 και για να ενωθεί ολόκληρος ανασκαμμένος ο χώρος του Κατσιβέλου με τις νέες αποκτηθείσες γαίες στις περιοχές του Αγίου Μάρκου και της Αγίας Ειρήνης, όπου ολοκληρώνονται οι εργασίες στις αποκαλυφθείσες δύο εξαιρετικές βασιλικές με εξαιρετικά ευρήματα: τοίχους σε ύψος από μισό μέτρο έως 3 και 4 μέτρα και πλέον, με πλακόστρωτα ψηφιδωτά δάπεδα με ορθομαρμαρώσεις, αρχιτεκτονικά μέλη, κίονες, αμφικίονες και αμφιημικιόνια, παραπέτα άμβωνος μοναδικής ανάγλυφης τέχνης, πεσσόκρανα, θωράκια εξαιρετικής γλυπτικής τέχνης με παραστάσεις ανάγλυφες και αμφίγλυφες, επιθήματα κ.ά. Τέτοια και τόσα ευρήματα που μας επιτρέπουν την αναστήλωση έως τη στέγη, τουλάχιστον για τη βασιλική στη θέση Άγιος Μάρκος και της οποίας η μελέτη – αρχαιολογική, αρχιτεκτονική, δομοστατική – έχει προχωρήσει για την κατά νόμο έγκριση.
«Οι ρίζες μου είναι στην Ελεύθερνα»
Υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα ότι αυτά γίνονται πέρα από το μόχθο των ανθρώπων και τη δική του επίβλεψη, «Χάρη στις χορηγίες των ανθρώπων που με βοηθούν, κι αν θέλετε τους ονομάζω: το ίδιο το Πανεπιστήμιο, ο «Αιγαίας» υπό τον Θανάση Μαρτίνο, οι Δασκαλαντωνάκηδες και ορισμένοι άλλοι, οι οποίοι δε θέλουν τα ονόματά τους να φαίνονται – μιλάω για τη Μαρία Εμπειρίκου, για την οικογένεια Γουλανδρή κ.ά. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ένα ζωτικό κομμάτι της Ελεύθερνας. Γιατί «Δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων». Εγώ έβαλα το όραμα, την επιστήμη και την τεχνογνωσία. Την καρδιά μου, ένα κόκκινο μήλο όπως λέει ο ποιητής. Θέλω να πω ότι τα δέντρα είναι πολύ ωραία και τα άνθη γιατί έχουν φυλλώματα και κορμούς, και κλαριά και καρπούς, αλλά χωρίς ρίζες δεν υπάρχει τίποτα. Κι εμένα οι ρίζες μου είναι στην Ελεύθερνα».
Όταν τον ρωτήσαμε αν θεωρεί τους Ελευθερναίους συμπολίτες του και συγχωριανούς του η επιβεβαίωση ήλθε αβίαστα: «Δυο φορές με έχουν τιμήσει, είμαι επίτιμος δημότης τους και δεν ξέρω αν αυτό σημαίνει και επίτιμος δημότης του Ρεθύμνου. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα Χανιά μου έδωσαν το φως της ζωής γιατί εκεί γεννήθηκα, εκεί σπούδασα στο δημοτικό στο γυμνάσιο και στο λύκειο, η Θεσσαλονίκη με τους δασκάλους μου, που πάντα τους μνημονεύω, όπως τον Ανδρόνικο και το Δεσπίνη, το φως και τη γνώση, το ευ ζην, η Γερμανία και η Αγγλία τις μεταπτυχιακές μου και άλλες σπουδές. Και φυσικά ξανά μετά, η Κρήτη που μου επιδαψίλευσε την Ελεύθερνα με έναν τρόπο που δε μπορώ να το ξεχωρίσω, είναι το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου. Σκάβω ήδη 37 χρόνια, δεν ξέρω πόσα χρόνια θα ζήσω ακόμη αλλά ναι, σίγουρα, είναι το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου».
Αρχαιολογία, φυσικό τοπίο, φαγητό και άνθρωποι είναι μία αλυσίδα ενιαία
Στην ερώτησή μας για την πολιτιστική διασύνδεση του νησιού, αναλογιζόμενοι και την έκθεση «Κρήτη. Αναδυόμενες πόλεις: Άπτερα – Ελεύθερνα – Κνωσός», που είχε παρουσιαστεί στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης ο καθηγητής Σταμπολίδης ήταν σαφής: «Έχω πει και παλιότερα ότι ο πολιτισμός της Κρήτης δεν είναι πελαργός να στέκει στο ένα του πόδι, δηλαδή στο Μινωικό του παρελθόν. Αλλά με δύο πόδια να στέκει και στο ελληνικό του παρελθόν και εννοώ από τον Όμηρο και στη συνέχεια στα γεωμετρικά, αρχαϊκά, κλασικά, ελληνιστικά, ρωμαϊκά χρόνια και τώρα με τις βασιλικές που σκάβω στην Ελεύθερνα και στον χριστιανικό του κόσμο και παρελθόν, δηλαδή σε αυτό που θα ονόμαζε κανείς στο θρησκευτικό τουρισμό του».
Επεσήμανε δε ότι «Αυτή η διασύνδεση του παρελθόντος του νεολιθικού, μινωικού, μυκηναϊκού, ελληνικού, χριστιανικού, βυζαντινού και νεότερου πολιτισμού είναι ένα ενιαίο σύνολο. Για εμένα η Ελεύθερνα, η Κνωσός ή οποιαδήποτε άλλη μεγάλη ανασκαφή, η Γόρτυνα, η Απτέρα δεν είναι απλώς αρχαιολογικοί χώροι, είναι προορισμοί. Όχι μόνο για τις αρχαιότητες αλλά και για το φυσικό τους περιβάλλον, την ιστορία, τα μουσεία τους. Άλλωστε, της Ελεύθερνας είναι το πρώτο ουσιαστικά μουσείο αρχαιολογικού χώρου στην Κρήτη, όπως λ.χ. ανάλογα είναι οι Δελφοί, η Ολυμπία, η Βεργίνα κ.λπ. Επομένως είναι ο αρχαιολογικός χώρος, η ιστορία αλλά και το φυσικό περιβάλλον που δεν πρέπει να το αγνοούμε. Αυτά είναι αρχαϊκά τοπία αναλλοίωτα τουλάχιστον για την Ελεύθερνα, τη Γόρτυνα και την Απτέρα. Η Κνωσός, λιγότερο, επειδή το Ηράκλειο τείνει να την καταπιεί, πρέπει ακόμα να προσεχθεί περισσότερο. Έχει σωθεί ήδη με τις αποφάσεις τις πιο πρόσφατες του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, αλλά εκεί πρέπει να γίνει μια ακόμα γενναιότερη διευθέτηση του περιβάλλοντος χώρου».
Και κατέληξε με ένα σημαντικό μήνυμα: «Όμως και πέρα από το φυσικό τοπίο υπάρχει και ο μύθος κάθε τόπου, αλλά ακόμα να μην ξεχνάμε και τη γαστρονομία, το φαγητό, που προσφέρεται στην Κρήτη και σε αυτές τις περιοχές που είναι ατόφιο και αναλλοίωτο. Δεν είναι πειραγμένο όπως στα τουριστικά κέντρα. Και πιο πολύ ακόμα οι άνθρωποι, όσοι δεν είναι ακόμα πειραγμένοι από τον κατακλυσμό του κακώς νοούμενου τουρισμού. Πρόκειται, επομένως, για να μην μακρηγορώ για ένα σύνολο: αρχαιολογία, φυσικό τοπίο, φαγητό και άνθρωποι είναι μία αλυσίδα ενιαία και δεν πρέπει να χαλάσει ποτές και εννοώ ποτές με τον κρητικό τρόπο που προφέρω τη λέξη, διότι όλο αυτό που αναζητάμε είναι το αυθεντικό».