Ορισμένοι πολιτικοί ή πρόσωπα της επικαιρότητας έχουν αποδώσει το εύσημο του «χαρισματικού» στον Αλέξη Τσίπρα, χωρίς ωστόσο να έχει αρκετά αποσαφηνιστεί τι σημαίνει, πολιτικά, η ιδιότητα αυτή. Το νόημα της λέξης δεν μπορούμε βέβαια να το δανειστούμε από την καθημερινότητα, όπου οι έννοιες «χάρισμα» και «χαρισματικός» συνδέονται, μάλλον, με την προβολή και την εφήμερη «λάμψη» ορισμένων προσώπων της επικαιρότητας, όπως π.χ. των ποδοσφαιριστών, των ηθοποιών και άλλων.
Χωρίς να χαθούμε στη θεωρία, θυμίζουμε απλώς ότι «χάρισμα» και «χαρισματικός ηγέτης» στην πολιτική κοινωνιολογία είναι εργαστηριακές έννοιες που ανακατασκευάστηκαν από τον μεγάλο κοινωνιολόγο Μαξ Βέμπερ στις αρχές του περασμένου αιώνα για να χρησιμοποιούνται ως εργαλεία έρευνας, όσον αφορά το εξής ερώτημα: εκτός από τις εξωτερικές προσδοκίες και ανταμοιβές, ποια εσωτερικά κίνητρα είναι απαραίτητα για να υπακούουν οι άνθρωποι σε μια κυρίαρχη τάξη πραγμάτων; Με άλλα λόγια, πώς μπορεί η δεδομένη αυτή τάξη πραγμάτων σε ένα κράτος να θεωρείται «νόμιμη», δηλαδή ηθικά καταξιωμένη και έτσι να παραμένει σταθερή; Σύμφωνα με τον Βέμπερ, η «νομιμότητα» αυτή αναγνωρίζεται όταν επιτυγχάνεται ένας εξισορροπητικός «συνδυασμός» από τα εξής τρία επιμέρους στοιχεία: την ορθολογική και, τυπικά, εξισωτική έννομη τάξη, την καθιερωμένη παράδοση και κουλτούρα καθώς και την πίστη σε ορισμένες χαρισματικές μορφές, όπως: σε προφήτες, ήρωες, σοφούς νομομαθείς και πολιτικούς ηγέτες. Εδώ επικεντρωνόμαστε στο ρόλο των χαρισματικών ηγετών, χωρίς όμως να χάνουμε από τα μάτια μας τον εξισορροπητικό συνδυασμό τους με την παράδοση και την έννομη τάξη, αλλά και με τα εξωτερικά και οικονομικά κίνητρα.
Στο παράδειγμα του Ερντογάν στην Τουρκία διαπιστώνουμε ότι ένας χαρισματικός ηγέτης, μονόπλευρα στραμμένος στην θρησκευτική παράδοση, μπορεί να αναδεικνύεται σε παράγοντα σταθερότητας, οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας, αλλά και διάλυσης των πάντων: στην τελευταία περίπτωση, η χαρισματική αυθεντία έχει τόσο υπέρμετρα γιγαντωθεί ώστε να ανατρέπει, βίαια, τον «εξισορροπητικό συνδυασμό» της ισονομίας και της ηθικά καταξιωμένης «νομιμότητας». Κατά τον Βέμπερ, με τον τρόπο αυτό αναδεικνύεται ο «δημοψηφισματικός δικτάτορας», ο οποίος «φέρνει τις μάζες πίσω στη δική του γραμμή, με τη διαμεσολάβηση της κομματικής ‘μηχανής’». Ο ίδιος καταλήγει να βρίσκεται, έτσι, υπεράνω των νόμων και του καταμερισμού των εξουσιών.
Όταν δεν υπάρχουν θεσμικά αντίβαρα, η αποκλειστική «κυριαρχία» του χαρισματικού δημαγωγού ρέπει προς τη «δημοψηφισματική δικτατορία», αποκτώντας έτσι αυταρχικά, εξωτερικά και πελατειακά χαρακτηριστικά: στις περιπτώσεις αυτές ο χαρισματικός τείνει να συνεργάζεται με «θεσιθήρες, προσοδοθήρες και τυχοδιώκτες». Αντίθετα, το γνήσιο «χάρισμα» είναι εσωτερικό και διυποκειμενικό: στη μορφή αυτή σηματοδοτεί μια διαδραστική «σχέση» που συνδέει τον ηγέτη με όλους όσοι τον πιστεύουν και τον ακολουθούν, αποδίδοντάς του σπάνιες και σχεδόν υπερφυσικές ιδιότητες, τις οποίες δεν μπορεί να έχει ο κοινός άνθρωπος, αλλά ούτε και όποιος είναι απλός φορέας μιας θεσμικής θέσης με κύρος, χωρίς να διακρίνεται από το ζήλο και τις ασυνήθιστες ποιότητές του. Βέβαια, έτσι τείνουν να προσωποποιούνται και να θεωρούνται ως σπάνιες προσωπικές ικανότητες, τόσο οι κοινωνικές και οικονομικές ευκαιρίες που είναι απαραίτητες για να αναδειχθεί κανείς, όσο και οι ιστορικές συγκυρίες που, συχνά, αναδεικνύουν κάποιον σε χαρισματικό – ενίοτε ακόμη και τυχαία. Η πραγματικότητα αυτή είναι, συνήθως, «ψιλά γράμματα» για τους οπαδούς. Οι τελευταίοι τείνουν να προσλαμβάνουν και να θεωρούν τον χαρισματικό ηγέτη σαν να είναι θεόπεμπτος «προφήτης» ή σωτήρας, από «θεία εύνοια και δωρεά» ή ένας εκκοσμικευμένος «μεσσίας», ο οποίος μπορεί να σώσει μια κοινωνία που βρίσκεται σε κρίση. Άρα, το χάρισμα είναι, κυρίως, θέμα πίστης που μπορεί να «μετακινεί βουνά» (με τη συμβολική σημασία). Η ερμηνεία αυτή έχει επηρεάσει αρνητικά μερικούς ερευνητές, ώστε να θεωρούν το «χάρισμα», μάλλον, ως μυθολογική και ξεπερασμένη έννοια. Οι τελευταίοι παραβλέπουν το γεγονός ότι η πίστη στο χάρισμα ενός ηγέτη υπάρχει, «ανεξάρτητα από το αν αυτή ανταποκρίνεται ελάχιστα ή καθόλου στην πραγματικότητα και ακόμη: ανεξάρτητα από το αν η πίστη αυτή αποτελεί απάτη, ιδεοληψία και υστερία». Ας αναλογιστούμε, για παράδειγμα, από τη μια τα συμφέροντα, αλλά και τις ιδεοληψίες των οπαδών του Ερντογάν και από την άλλη τις ρεαλιστικές προσδοκίες όσων υποστήριζαν τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Ομπάμα. Ήδη ο Επίκτητος, είχε διαπιστώσει ότι, «οι άνθρωποι δεν ταράζονται για τα πραγματικά γεγονότα, αλλά από αυτό που πιστεύουν οι ίδιοι για τα γεγονότα αυτά». Οι όροι χάρισμα και χαρισματική σχέση αναλύουν λοιπόν το αδιάψευστο γεγονός της εμπιστοσύνης και της αφοσίωσης των οπαδών ή ενός ευρύτερου κοινού προς ένα χαρισματικό πρόσωπο και την αφήγησή του, ανεξάρτητα από το αν αυτή είναι σοβαρή και εφικτή ή όχι. Από τη σκοπιά αυτή, «τα θαύματα και οι αποκαλύψεις μιας προφητείας – χωρίς τυπικές και αποδεικτικές προδιαγραφές – ή τα δημαγωγικά προσόντα του Κλέωνα αποτελούν για την εμπειρική κοινωνιολογία ‘χάρισμα’, ακριβώς, στον ίδιο βαθμό», όπως για παράδειγμα τα χαρακτηριστικά του Περικλή: «αφού αποφασιστικό» για τους οπαδούς «είναι μόνο, αν ίσχυαν και επιδρούσαν ως χάρισμα, δηλαδή αν αναγνωρίζονταν ως χάρισμα». Αν δούμε την έρευνα του Γιώργου Μαυρογορδάτου, «1915 ο εθνικός διχασμός», (σελ.164-187) διαπιστώνουμε ότι οι χαρακτηρισμοί και η λατρεία προς τους χαρισματικούς ηγέτες, σύμφωνα με την ανάλυση του Βέμπερ, επιβεβαιώνονται, πλήρως, από τις προσφωνήσεις και τις εκδηλώσεις λατρείας προς δυο διαφορετικούς τύπους «χαρισματικών» την περίοδο εκείνη: τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Στις ιστορικές συγκυρίες του διχασμού, οι μισοί περίπου έλληνες ακολούθησαν και λάτρεψαν τον Ελ. Βενιζέλο, θεωρώντας τον Κωνσταντίνο «προδότη», ενώ οι άλλοι μισοί αφοσιώθηκαν τυφλά στον Κωνσταντίνο, αναθεματίζοντας τον Βενιζέλο ως «σατανά». Οι δυο διαφορετικοί τύποι χαρισματικού ηγέτη κατά την περίοδο 1915 και εξής στην Ελλάδα επιβεβαιώνουν την άποψη ότι στην ανάλυση του Βέμπερ μπορεί να διαφοροποιηθούν δυο τύποι χαρισματικών δημαγωγών και ηγετών: Στο ένα άκρο είναι ο τύπος του Περικλή, με θετικό πρόσημο. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ο Περικλής «χρωστούσε τη δύναμη της επιρροής του στην εκτίμηση που του είχαν και στις πνευματικές ικανότητές του, επίσης στο ότι ήταν αδιαμφισβήτητα απολύτως αδιάφθορος κι έτσι μπορούσε να ελέγχει το λαό αβίαστα, και δεν καθοδηγούνταν από το δήμο, αλλά μάλλον καθοδηγούσε αυτός τον δήμο· αφού δεν προσπαθούσε να αποκτήσει δύναμη με μέσα ανάρμοστα, κολακεύοντάς τον, αλλά μπορούσε με το κύρος που διέθετε να του αντιταχθεί, προκαλώντας ακόμη και την οργή του». Στο άλλο άκρο είναι ο τύπος που έχει αρνητικό πρόσημο, με χαρακτηριστικό πρότυπο τον Κλέωνα, ο οποίος ήταν ο κύριος υπεύθυνος για τη συνέχιση του πελοποννησιακού πολέμου. Κατά τον Θουκιδίδη, ο Κλέων ήταν αντίθετος στον τερματισμό της αιματοχυσίας «επειδή αντιλαμβανόταν ότι εάν ησύχαζαν τα πράγματα θα γίνονταν εμφανέστερες οι αθλιότητές του και δυσκολότερα πιστευτές οι διαβολές του».
Οι δυο τύποι ηγετών που παρουσιάσαμε σπάνια απαντώνται, απόλυτα αυτούσιοι, στην πραγματικότητα. Αντίθετα, η συντριπτική πλειοψηφία των ηγετών κινούνται κατά κανόνα ανάμεσα στους δυο αυτούς τύπους, πλησιάζοντας περισσότερο στον πρώτο ή τον δεύτερο – ίσως όχι πάντα, αλλά μάλλον σε ορισμένες φάσεις της ηγεσίας τους. Η δημαγωγία και το χάρισμα είναι λοιπόν αμφίσημες και πολύσημες έννοιες που μπορούν να αξιοποιηθούν στην κατασκευή χρήσιμων τυπολογιών. Κατά τον Βέμπερ, ενώ κατά τα παλαιότερα χρόνια ο δημαγωγικός λόγος απευθυνόταν περισσότερο στο μυαλό, αντίθετα στη σύγχρονη εποχή οι ομιλητές χρησιμοποιούν καθαρά συναισθηματικούς κώδικες, με απώτερο στόχο να κινητοποιήσουν τις μάζες. «Την κατάσταση που υπάρχει σήμερα θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ακόμη και «δικτατορία που βασίζεται στην εκμετάλλευση του συναισθηματισμού των μαζών».
Σε σχέση με το ερώτημα που θέσαμε στην αρχή, ο χαρακτηρισμός του «χαρισματικού» θα μπορούσε να αποδοθεί στον Α. Τσίπρα, επειδή επί των ημερών του (και όχι χωρίς τις γνωστές ιστορικές συγκυρίες) αυξήθηκαν θεαματικά τα ποσοστά του κόμματός του και ο ίδιος διαθέτει μια μερίδα οπαδών που, για εξωτερικούς και πελατειακούς ή/και για εσωτερικούς ιδεολογικούς λόγους, τον ακολουθούν, πιστά. Βέβαια, η πίστη στο χάρισμα του ηγέτη έχει σήμερα αρκετά απομυθοποιηθεί, τείνοντας να πλησιάζει προς την αντίστοιχη έννοια της καθημερινότητας. Προς το παρόν, τελευταίος χαρισματικός ηγέτης, με την πλήρη σημασία της έννοιας, φαίνεται να ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Το ερώτημα που αξίζει ίσως να απαντηθεί είναι: ποιόν χαρισματικό τύπο, από τους δυο που παρουσιάσαμε, πλησιάζει σήμερα ο Αλέξης Τσίπρας;
* Ο Στέλιος Χιωτάκης,είναι ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου Κρήτης