Η επέτειος των αντιποίνων στα χωριά του ανατολικού Ρεθύμνου μετά τη μάχη της Κρήτης ξυπνά μνήμες εκείνων που τα έζησαν. Και προκαλεί το ενδιαφέρον να ανατρέξουμε σε σχετικές γραφές, όπου έγκριτοι ιστορικοί ξεδιπλώνουν κάθε πτυχή εκείνης της εποποιίας, εκείνης που στοίχισε βαρύτατο φόρο αίματος.
Πολλά και ενδιαφέροντα έχουμε παρακολουθήσει κατά καιρούς και σε εκδηλώσεις του «Πολιτιστικού Ρεθύμνου» όπως η εσπερίδα για την Εκκλησία στην Αντίσταση.
Στην εκδήλωση εκείνη είχε προκαλέσει εντύπωση η εισήγηση του κ. Γιώργου Α. Καλογεράκη, δρος Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και διευθυντή Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος.
Ο εκλεκτός και ακούραστος ιστορικός ερευνητής αναφερόμενος στους ηρωικούς ρασοφόρους που έπεσαν ηρωικά πολεμώντας στη Μάχη της Κρήτης μίλησε διεξοδικά και για έναν άγνωστο στους περισσότερους ήρωα Ιερομόναχο της Ιεράς Μονής Αρσανίου τον Δαμιανό Καλλέργη. (1863-1941) που εκτελέστηκε σε ηλικία 78 ετών στις 3 Ιουνίου 1941 μαζί με άλλους οκτώ συγχωριανούς του.
Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα με την ιστορική τους σειρά.Το χρονικό των αντιποίνων, ως γνωστόν, άρχισε να γράφεται αμέσως μετά την επικράτηση των ναζί.
Στις 2 Ιουνίου 1941, ο Αντιπτέραρχος Κουρτ Στούντεντ έστειλε το σήμα κατάληψης της Κρήτης με αποδέκτη το Ανώτατο Γερμανικό Στρατηγείο. Το σήμα έλεγε:
Ο αγών δια την Κρήτη ετελείωσεν. Ολόκληρος η νήσος είναι ελευθέρα από τον εχθρόν. Γερμανικαί δυνάμεις κατέλαβαν χθες το τελευταίον στήριγμα των ηττημένων Βρετανών, τον λιμένα Σφακίων.
Ο Στρατάρχης της αεροπορίας Χέρμαν Γκαίρινγκ, όρισε πρώτο Ανώτατο Στρατιωτικό Διοικητή Κρήτης τον Στούντεντ, δίδοντάς του τον βαθμό του Πτεράρχου.
Ο Στούντεντ επέτρεψε στους αλεξιπτωτιστές του να δράσουν επί μια εβδομάδα ανεξέλεγκτα στις πόλεις και στην ύπαιθρο της Κρήτης, σκοτώνοντας αμάχους και πυρπολώντας χωριά, ώστε να εκδικηθούν τους χιλιάδες συντρόφους τους αλεξιπτωτιστές που χάθηκαν στη μάχη.
Στον νομό Ρεθύμνου, ο Στούντεντ εγκατέστησε το 2ο Σύνταγμα αλεξιπτωτιστών στην πόλη, στην περιοχή Σταυρωμένου και του αεροδρομίου της Πηγής, με Διοικητή τον Ταγματάρχη Στουρμ.
Στην ευρύτερη περιοχή της Πηγής, οι Γερμανοί έκαναν εκτελέσεις την 1η Ιουνίου 1941 στα χωριά Αστέρι και Παγκαλοχώρι, στις 2 Ιουνίου στο χωριό Άδελε, στις 3 Ιουνίου στο Παγκαλοχώρι και στη Λούτρα.
Μια ομάδα Γερμανών, την 3η Ιουνίου 1941, πέρασε από την Ιερά Μονή Αρσανίου που βρίσκεται κοντά στο χωριό Παγκαλοχώρι. Οι μοναχοί τους πρόσφεραν δροσερό νερό με ένα μικρό κέρασμα. Εκείνοι συνέχισαν την πορεία τους προς το χωριό Παγκαλοχώρι. Η εντολή των αξιωματικών τους ήταν να συλλάβουν δέκα άντρες από το χωριό και να τους εκτελέσουν ως αντίποινα για τους δεκάδες νεκρούς Γερμανούς της μάχης γύρω από το αεροδρόμιο της Πηγής και της περιοχής Σταυρωμένου. Ο ιερομόναχος Δαμιανός Παντελή Καλλέργης (ετών 78) από το Παγκαλοχώρι, μέλος της θρησκευτικής κοινότητας του μοναστηριού, για άγνωστο λόγο μαζί με τον συγχωριανό του Χαρίδημο Δράγαση αδελφό του Μοναχού Ιερόθεου Δράγαση της Μονής, πήραν ένα μεγάλο λαγήνι και κατευθύνθηκαν στο χωριό. Ο Χαρίδημος Δράγασης, λόγω του αδερφού του, βοηθούσε συχνά στις δουλειές και βρέθηκε αυτήν την ημέρα στο μοναστήρι.
Οι Γερμανοί στο Παγκαλοχώρι είχαν κάνει συλλήψεις αλλά δεν συγκέντρωσαν τον αριθμό των απαιτούμενων ανδρών. Έτσι μόλις είδαν τον Δαμιανό Καλλέργη και τον Χαρίδημο Δράγαση τους συνέλαβαν, έσπασαν τη λαήνα που κρατούσαν και τους οδήγησαν με άλλους εφτά Παγκαλοχωριανούς στη θέση «Τσαγκάρης», λίγο έξω από το χωριό και τους εκτέλεσαν. Οι εννιά πατριώτες από το Παγκαλοχώρι που στήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα ήταν: Δαμιανός Καλλέργης, Χαρίδημος Δράγασης, Μανόλης Περακάκης, Μανόλης Δρυγιανάκης, Λευτέρης Δρυγιανάκης, Αντώνης Ντακάκης, Κωστής Κουμιωτάκης, Μανόλης Ντακάκης και Μανόλης Ραπτάκης.
Η θυσία του 78χρουνου Ιερομόναχου Δαμιανού Καλλέργη, αποκάλυψε από την πρώτη ημέρα κατάληψης της Κρήτης το βάρβαρο και στυγνό πρόσωπο του κατακτητή, που δεν έδειχνε κανένα σεβασμό στους ιερωμένους, στους γέροντες, στις γυναίκες και τα παιδιά.
Προσκύνημα στο Παγκαλοχώρι
Για τα τραγικά γεγονότα και στο Παγκαλοχώρι είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε με τον κ. Γιώργο Ντακάκη, πατέρα του εκλεκτού συμπολίτη συγγραφέα και λογοτέχνη κ. Νίκου Ντακάκη.
Μας δέχτηκε με ευγένεια και μας συνόδευσε στο χώρο του μνημείου που τιμάται η μνήμη των εκτελεσθέντων. Ήταν μια από τις όμορφες ανοιξιάτικες μέρες. Τίποτα δεν θυμίζει στην περιοχή το τραγικό εκείνο γεγονός. Ίσως γιατί οι ψυχές των ηρώων μαγεμένες κι αυτές από το κελάηδημα των πουλιών δεν θέλουν ν’ ακούγονται πια θρήνοι για την άδικη θανή τους. Θα ήθελαν να βλέπουν τις γενιές να προχωρούν μπροστά και ο τόπος να ζει τις μέρες που του αξίζουν. Μήπως γι’ αυτό δεν θυσιάστηκαν κι αυτοί;
Ο κ. Ντακάκης αναφέρεται με συγκίνηση σε καθένα από αυτούς που αναγράφονται στο μνημείο. Όλους τους ήξερε εκτός από τον άγνωστο εκείνο στρατιώτη που αναφέρεται στο τέλος.
Η αφήγησή του λιτή και δωρική, σε κάποια σημεία αποδεικνύει την αντικειμενικότητά της όταν αναφέρεται και σε εξαιρέσεις ανάμεσα στους βάρβαρους εισβολείς.
– Αφού το έζησα θα μας πει να μην το αναφέρω;
Κι εμείς τον ακούμε με θρησκευτική ευλάβεια όσο αναφέρεται στα γεγονότα εκείνα που ο ίδιος έζησε:
Προειδοποίηση για τη συμφορά
Στις 20 Μαΐου, μας λέει, βρισκόμαστε στον Κάμπο στο περβόλι μας. Κάποια στιγμή μας πλησίασαν Αυστραλοί και μας είπαν να φύγουμε γιατί θα γίνει πόλεμος, θα πέσουν αλεξιπτωτιστές, οπότε θα έπρεπε να προστατευθούμε. Φύγαμε χωρίς καθυστέρηση και ήρθαμε στα σπίτια μας, όπου το απόγευμα είδαμε τα πρώτα αεροπλάνα στούκας να έρχονται και να πολυβολούν πετώντας χαμηλά. Όσο περνούσε η ώρα τα αεροπλάνα γίνονταν περισσότερα και ρίχνανε ρίχνανε αλεξιπτωτιστές. Ρίχνανε ασταμάτητα. Θα πρέπει να έριχναν μέχρι τις 6 το απόγευμα. Φύγαμε αμέσως και ήρθαμε σε ένα σημείο απέναντι από αυτό το σημείο που βρισκόμαστε, εδώ που βλέπετε το μνημείο, σε κείνο το λιόφυτο και μείναμε μέχρι την ενδέκατη μέρα που έπεσε η Κρήτη. Μετά γυρίσαμε πίσω.
Στις 2-3 Ιουνίου ήρθαν στο χωριό τρεις Γερμανοί επιβαίνοντες σε μια τρίκυκλη μηχανή από αυτές που είχαν καλάθι. Ανύποπτοι οι συγχωριανοί μας τους δεχτήκανε κι εκείνοι ζήτησαν νερό.
Ο Κουμιωτάκης ο Γιώργης μπαίνει στο σπίτι του και σε λίγο επιστρέφει με μια κανάτα νερό. Προσφέρει στους διψασμένους Γερμανούς αλλά ένας από αυτούς του ζήτησε να πιει πρώτα αυτός. Εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη έβαλε και ήπιε μερικές γουλιές κι έπειτα χύνοντας το υπόλοιπο ξαναγέμισε το ποτήρι και έδωσε στους απρόσκλητους επισκέπτες να πιουν. Κανένας δεν υποψιαζόταν το κακό. Κάποια γεροντάκια μάλιστα που βρέθηκαν εκεί τους πρόσφεραν και τσιγάρο.
Φύγανε οι Γερμανοί αλλά σε δυο τρεις μέρες ήρθαν αρκετοί και κύκλωσαν το χωριό. Προέβησαν σε συλλήψεις και εκτελέσεις στη συνέχεια. Δεν γλίτωσε κανένας από αυτούς που συλλάβανε.
Κανένας δεν περίμενε αυτό που έγινε. Γιατί αν το είχαμε υποψιαστεί θα φροντίζαμε να φύγουμε.
Ένας γενναίος Πηγιανός
Η αντίσταση των κατοίκων κατά την πτώση των αλεξιπτωτιστών ήταν μεγάλη. Κάποιος από την Πηγή ο Δημήτρης Κατσανός θυμάμαι είχε κάνει στο Χαμαλεύρι πιο κάτω μια ωραία φωλιά κι από κει δεν του ξέφευγε κανένας εχθρός. Σκότωνε Γερμανούς αράδα. Γενναίος άνθρωπος. Οι Γερμανοί πονηρευτήκανε. Αναρωτήθηκαν ποιος τους σκοτώνει και από πού. Εκεί στου Σταυρωμένου υπήρχε ένα εργοστάσιο που είχε ένα μεγάλο φουγάρο. Ανεβήκανε οι Γερμανοί κι ανοίξανε μια μεγάλη τρύπα. Από εκεί εντοπίσανε τον Κατσανό και τον σκοτώσανε. Ειδοποιούμε κι έρχεται ένα τανκ συμμαχικό που ρίχνει το φουγάρο. Δυστυχώς όμως το τανκ έμεινε εκεί γιατί είχε μπλέξει σε ένα αλεξίπτωτο και δεν μπορούσε να φύγει.
Αυτό που θυμούμαι ακόμα από την περίοδο αυτή είναι ότι μόλις φύγανε οι αλεξιπτωτιστές ήρθε στο χωριό και εγκαταστάθηκε τακτικός στρατός μέχρι το 1944 που φύγανε.
Οφείλω να πω ότι αυτοί που μείνανε στο χωριό, αυτοί οι Γερμανοί, δεν ήταν κακοί άνθρωποι. Ήταν φιλικοί με όλους, προστατεύανε το χωριό. Ό,τι θυμάμαι σας λέω.
Μια ηρωική ελεγεία
Τα τραγικά γεγονότα της περιοχής αναδεικνύει σε στίχους του ο κ. Νίκος Ντακάκης. Πρόκειται για μια ραψωδία που συγκλονίζει, καθώς τα ιστορικά γεγονότα σμίγουν με τις μνήμες από τους ηρωικούς νεκρούς που ήταν καύχημα για τον τόπο τους όταν ζούσαν.
Αναφέρει σχετικά στο ποίημά του ο κ. Νίκος Ντακάκης
Μέρα ηρωική και πένθιμη.
Εκτελέσεις 03/ 06/ 1941
Ηχήστε σάλπιγγες ξανά, φύσα γλυκό αγέρι
το μήνυμα τους ν’ ακουστεί σ’ όλης της γης τα μέρη.
Σε χώρες που μιλούσανε για το εικοσιένα
και μάθανε κουτσά-στραβά για το σαρανταένα.
Για την Ελλάδα, υπόδειγμα σ’ ολόκληρο πλανήτη,
που πάλεψε με τα θεριά και για τη Νήσο Κρήτη,
που έστησε ανάστημα, αντρίκιο μες την μπόρα
κι η Λευτεριά τη διάλεξε από την πρώτη ώρα.
Κι ας ήτονε ξαρμάτωτη, το γράφ’ η ιστορία,
όπως την εκατάντησε μαύρη δικτατορία.
Άοπλη και πεντάρφανη, που λείπαν τα παιδιά της
η μεραρχία κι ο στρατός από τα χώματα της.
Έδιναν μάχες, σπάζοντας του Ιταλού τα μούτρα
κι ο Μουσολίνι έξυνε τη δόλια του την κούτρα.
Έλειπαν νέοι κι ικανοί, όμορφοι, αντρειωμένοι
κι έμειν’ η Κρήτη αμοναχή, φτωχή και ρημαγμένη.
Να τη η ευκαιρία μου, είπε το δίχως άλλο,
ο Χίτλερ κι αποφάσισε το σάλτο το μεγάλο.
Το πως θα πάρει το Νησί πίστεψε μία κι όξω,
φτάνει να το βομβάρδιζε καμπόσο και ωστόσο
θα πλάκωναν πολεμικά πλοία κι αεροπλάνα,
να χάν’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.
Επίλεκτα στρατεύματα, στούκας, κανόνια, όλα,
στη μάχη τα πιο σύγχρονα όπλα και πολυβόλα.
Η «επιχείρηση Ερμής» σ’ όλο το μεγαλείο,
μπροστά της κάθε αντίσταση έμοιαζε με αστείο.
Πες μου και ποιος ν’ αντισταθεί και ποιος να κάνει κόντρες,
που πέφταν αλεξίπτωτα και σωρηδόν οι μπόμπες;
Όλα του φαίνονταν σωστά, πράξη και θεωρία,
αλλά του ξέφυγ’ η ορμή της Κρήτης κι η ανδρεία
λαού που χρόνια ανάπνεε ελεύθερον αέρα
και δεν θα άφηνε εχθρό να τονε κάνει πέρα.
Άντρες μεστοί, ανήλικοι, γυναίκες και γερόντια,
κοίτα να δεις πως μάχονται με νύχια και με δόντια!
Με τις τσουγκράνες μοναχά, μαχαίρια και σκαπέτια
ξεκάνανε στο πι και φι όπλα και μαραφέτια,
σύνεργα καταστροφικά και μηχανές θανάτου,
χαθήκαν και περάσανε στα χέρια τα δικά του.
Πέσαν αλεξιπτωτιστές μα γίναν όλοι χώμα
κι όσοι πομείναν φύγανε με την ψυχή στο στόμα.
Άντεξ’ η Κρήτη κι ο λαός μερόνυχτα εννέα
και πίστεψε πως γλίτωσε από τον εισβολέα,
που του κανε χοντρή ζημιά κι έναν στρατό σμπαράλια,
μεγάλες οι απώλειες, το ηθικό του χάλια.
Μίσος τυφλώνει την ψυχή, χτυπιέται και ουρλιάζει,
μόνο να πάρει το Νησί, το κόστος δεν λογιάζει.
Και ρίχνει κι άλλους στη φωτιά, μάχιμους, επιστράτους,
φάλαγγες σιδερόφραχτες ν’ ανατραπεί το στάτους.
Παύσατε σάλπιγγες. Σιγή. Θρήνος παντού και κλάμα,
εχάθηκε το Μάλεμε και τα Χανιά αντάμα.
Ήττα-συνθηκολόγηση, απόγνωση, πικρία,
κι οι Γερμανοί ξεχύθηκαν σαν τ’ άγρια θηρία.
Να πάρουνε εκδίκηση, να σπείρουνε τον τρόμο,
δεν έχουν ηθικούς φραγμούς, δεν ξέρουν από πόνο.
Κι αρχίζουν τα αντίποινα και στα δικά μας μέρη,
με πρώτα στον κατάλογο Αστέρι- Χαμαλεύρι.
Παγκαλοχώρι πιο μετά, με χτύπους, φασαρία,
τους άντρες ξεχωρίζανε, τάχα για αγγαρεία.
Σκέψη μου αχαλίνωτη και νου μου ταξιδιάρη,
τρεις του Ιούνη γύρισε στον δέτη του «Τσαγκάρη».
Να δεις ηρωικά κορμιά χάμω στη γης πεσμένα,
δίχως αιτία κι αφορμή, άδικα σκοτωμένα.
Έντεκα στήσαν στη σειρά, μα έπεσαν εννέα,
τους ξέφυγαν οι άλλοι δυο που φέρθηκαν γενναία.
Ούτε κι εκείνοι γλίτωσαν, πιο πέρα, σ’ ένα αυλάκι,
βρήκαν το άψυχο κορμί του Στέλιου του Ντακάκη.
Του Κουμιωτάκη τη ζωή, του ήρωα Μανόλη,
κάτω εις την «Κρινιώτισσα» την πήρε ένα βόλι.
Ο Δαμιανός, ο μοναχός, έπεσε μπρος στην κάνη,
για να μην μείνει αλώβητο ούτε και το Αρσάνι.
Κι άλλοι που έπεσαν ομού, Δράγαση, Ντακαντώνη,
του Κουμιωτάκη του Κωστή και του Ραπτάκη ακόμη,
του Περακάκη Μανουήλ και τ’ άλλου του Μανόλη,
του Δρυγιανάκη που σβησε κι ήταν η ζήση τ’ όλη
πάνω στου γιου του τη μορφή, όμοια με αστέρι,
της μάνας του το παίνεμα, του όμορφου Λευτέρη.
Αξίζει δόξα και τιμή σ’ άγνωστο στρατιώτη,
που στου «Τσαγκάρη» έσβησε κι η λάμψη του κι η νιότη.
Ένας φαντάρος άγνωστος σε τούτα δω τα μέρη
π’ ακόμη δεν εμάθαμε κι ούτε κανείς δεν ξέρει
ποιος ήταν και πως βρέθηκε, τι θελε τέλος πάντων,
και μετακόμισε με μιας στον κόσμο των γιγάντων.
Χρέος π’ αξίζει να πωθεί υπάρχει ακόμη ένα,
γιατί ναι κι άλλα ονόματα στην πλάκα εδώ γραμμένα.
Του Κισσανδράκη Μανουήλ η μοίρα το χε φέρει
μαζί με τσ’ άλλους να βρεθεί στον «Τσίχλικα», στ’ Αστέρι.
Το όνομα Γεώργιος σειρά τώρα θα πάρει
Καλλέργης π’ εκτελέστηκε στον Μέρωνα, στ’ Αμάρι.
Κι άλλος Καλλέργης, Στυλιανός, αξίζει ένα κεράκι,
γιατί πεσε εις την «Ρουσά», στον κάμπο, στο Σφακάκι.
Κι άλλου Ντακάκη όνομα που Κυριακή και σκόλη,
στις «Κόκκινες» εγράφτηκε το τέλος του Μανόλη.
Στο σπίτι, μέσα στο χωριό, αντί για το σκυλάκι,
νεκρή από σφαίρα έπεσες Ειρήνη Κουμιωτάκη.
Την ώρα τη φαρμακερή, την τελευταία μέρα,
απού τινάζαν οχυρά και πούγκες στον αέρα,
βρήκε το θραύσμα κεφαλή κι έριξε στο χαντάκι
νεκρό τον άλλο ήρωα, τον Νίκο τον Ντακάκη.
Ηρωική και πένθιμη, αλλιώτικη απ’ άλλες,
μέρα που στον κατάλογο μπήκε με τις μεγάλες,
τρεις του Ιούνη αξέχαστα κι ήτανε μέρα Τρίτη,
που στοίχειωσε τους Γερμανούς και δόξασε την Κρήτη.
Μετά από το θαυμάσιο αυτό ποίημα τι να προσθέσει και τι να σχολιάσει κανένας. Μόνο να σωπάσει, να τιμά και να θυμάται. Αυτό ζητούν μόνο οι νεκροί.