Από τους ξεχασμένους ευεργέτες του Ρεθύμνου και οι «ανάργυροι» γιατροί. Θα έπρεπε να αφιερώνουμε σελίδες γι αυτούς, επειδή εκτός από άξιοι λειτουργοί του Ιπποκράτη υπήρξαν και πατριώτες. Από την αναζήτησή μας στα αρχεία δεν μείναμε ικανοποιημένοι από τιμητικές αναφορές. Εξαίρεση ο Σύλλογος Μελαμπιανών, μια από τις εξαιρέσεις για να ακριβολογούμε που αναφέρεται σε συγχωριανούς του γιατρούς που άφησαν εποχή.
Και μας τους παρουσιάζει με κάποιο βιογραφικό-επιμέλεια Γ. Χριστοφοράκη- που θα αναπτύξουμε μελλοντικά, ιδιαίτερα αυτό που αφορά στον Μιχάλη Χριστοφοράκη.
Οι γιατροί που τίμησε ο Σύλλογος Μελαμπιανών και βρήκαμε αναλυτικό ρεπορτάζ στο politistiko-rethymno.org (Αφιερώματα ήταν ο Γεώργιος Βουλγαράκης, ο Μιχάλης Μαμαλάκης, ο Μανόλης Παπαδάκης και ο Μιχάλης Χριστοφοράκης).
Ποιοι ήταν όμως οι σημαντικοί αυτοί επιστήμονες και άνθρωποι;
Γεώργιος Βουλγαράκης
Ο Γεώργιος Κωνσταντίνου Βούλγαρης ή Βουλγαράκης, γεννήθηκε το 1903 στις Μέλαμπες της τότε επαρχίας Αγ. Βασιλείου Ρεθύμνης.
Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο χωριό τους στις Μέλαμπες και μετά το γυμνάσιο στο Ρέθυμνο.
Υπηρετώντας ακόμη τη στρατιωτική του θητεία, γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου στη συνέχεια φοίτησε.
Μόλις πήρε το δίπλωμά του, το 1928, γύρισε στη γενέτειρά του, όπου παράλληλα με την ιδιότητα του ιατρού, άρχισε να ασχολείται και να αναμειγνύεται έντονα με τα κοινά.
Εκλέχτηκε πρόεδρος του Γεωργικού Συνεταιρισμού Μελάμπων και δήμαρχος, του σφύζοντας από ζωή τότε Δήμου του. Οι συνδημότες του τον τίμησαν πολλές φορές με την ψήφο τους στο αξίωμα του δημάρχου, επικροτώντας έμπρακτα με τον τρόπο αυτό την προσφορά του στην τοπική κοινωνία. Μόνο η κλήση της πατρίδας στην Αλβανία για να πολεμήσει και ακόλουθα η φυλάκισή του από τους Γερμανούς κατακτητές τον στέρησαν προσωρινά από τον Δήμο των αγαπημένων του Μελάμπων.
Στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε ως έφεδρος Υπίατρος στο αλβανικό μέτωπο, πάντα αγωνιζόμενος με αυτοθυσία, σε διάφορα νοσοκομεία και με δική του πρωτοβουλία σε ορεινά χειρουργεία για να σώσει Έλληνες τραυματίες. Για τη δράση του αυτή τιμήθηκε από την πατρίδα με πολλά παράσημα.
Μόλις επανήλθε στην Κρήτη, στις αρχές του 1942, αναμίχθηκε αμέσως στην αντιστασιακή οργάνωση «Εθνική Οργάνωση Ρεθύμνης», από τις θέσεις της Νομαρχιακής Επιτροπής και σαν στρατιωτικός και πολιτικός υπεύθυνος της Επαρχιακής Επιτροπής.
Εργάστηκε πάντοτε συστηματικά και επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο και πατριωτισμό. Έτσι μετά από λίγο ανέλαβε και τη διοίκηση του λόχου του ανατολικού τμήματος της επαρχίας και από τη θέση του Οπλαρχηγού.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνέχισε την αντιστασιακή και εθνικοαπελευθερωτική του δράση, βοηθώντας με κάθε τρόπο τον αγώνα. Σ αυτά τα πλαίσια και σαν γιατρός βοήθησε συχνά τους πατριώτες που είχαν επιστρατευθεί από τις γερμανικές αρχές κατοχής σε εκτελούμενα καταναγκαστικά έργα, ενώ συμμετείχε σε σαμποτάζ ενάντια στη γερμανική διοίκηση, γεγονός που οδήγησε στην παραδειγματική του τιμωρία με το δημόσιο ραπισμό του από τον Γερμανό διοικητή της περιοχής. Όμως την αδούλωτη ψυχή του, τίποτα δεν σταμάτησε, συνεχίζοντας μέχρι τέλος τη δράση του με διάφορους τρόπους μεταξύ των οποίων και η άμεση βοήθεια-ιατρική συνδρομή και τροφοδοσία πατριωτών, αλλά και η φυγάδευση Άγγλων που αγωνίζονταν στο πλευρό τους.
Για τη δράση του αυτή φυλακίστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές στις φυλακές της Αγυιάς το Νοέμβριο του 1942 για μεγάλο χρονικό διάστημα, αντιμετωπίζοντας τις κατηγορίες της κατασκοπείας, αντιστασιακής δράσης και περίθαλψης Άγγλων.
Μόλις αποφυλακίστηκε επανήλθε στην επαρχία του και συνέχισε το πατριωτικό του έργο, για το οποίο του αποδόθηκαν μετά την απελευθέρωση τιμές.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών και την απελευθέρωση της χώρας προσπάθησε η οργάνωση μέσα από την οποία αγωνίστηκε να ασχοληθεί μόνο με το έργο της ανόρθωσης και την ανάπτυξης και μακριά από διχαστικές λογικές.
Με την ιδιότητα του γιατρού, αρχικά στην επαρχία Αγίου Βασιλείου και αργότερα στην πόλη του Ρεθύμνου, διακρίθηκε για την Επιστημονική του κατάρτιση και την κοινωνική προσφορά, την επαγγελματική ευσυνειδησία και την ανιδιοτέλειά του.
Από τις δωρεές του η παραχώρηση κτιρίου στην κοινότητα των Μελάμπων που στεγάζεται σήμερα το αγροτικό ιατρείο του χωριού.
Μιχάλης Μαμαλάκης
Ο γιατρός Μιχάλης Μαμαλάκης γεννήθηκε στις Μέλαμπες τον Απρίλιο του 1944. Άριστος μαθητής στο δημοτικό, άριστος και στο γυμνάσιο. Πέτυχε με την πρώτη στην Ιατρική Αθηνών. Αγωνίστηκε να την τελειώσει δουλεύοντας στις οικοδομές και αργότερα σαν βοηθός του νευροχειρούργου Ζαχαρία Καψαλάκη στο Γερουλάνειο Νοσοκομείο. Ήταν το όνειρό του από μικρός να γίνει γιατρός και τα κατάφερε. Και το σπουδαιότερο, έγινε ο γιατρός του λαού.
Δεν ήταν μόνο ένας άριστος επιστήμονας χειρουργός, αλλά ένας άνθρωπος που συνδύαζε τη γνώση και τη σοφία με την αγάπη και την ανθρωπιά. Ήταν ο γιατρός που με αυτοθυσία ασκούσε το ιατρικό επάγγελμά ως λειτούργημα.
Για το Μιχάλη Μαμαλάκη ο άνθρωπος ήταν το κέντρο της φιλοσοφίας του. Προικισμένος, με σπάνιο ήθος, μακριά από μικρότητες και μικροψυχίες, έδινε μόνο χαρά και βοήθεια στους άλλους.
Οι γνώσεις του δεν περιορίζονταν μόνο στο χώρο της ιατρικής, της οποίας ήταν και διδάκτορας, αλλά εκτείνονταν και στο χώρο της ιστορίας, της λογοτεχνίας, της λαογραφίας και της πολιτικής.
Αγαπούσε τη ζωή και αγωνιζόταν για να γίνει καλύτερη και δικαιότερη.
Για το Μιχάλη η γη όλη ήταν μια αγκαλιά.
Πέρα από όλα αυτά όμως ήταν λάτρης της κρητικής παράδοσης και του παραδοσιακού τρόπου ζωής. Αγαπούσε τις Μέλαμπες καλύτερα από κάθε άλλη γωνιά της Ελλάδας.
Ασχολήθηκε πολύ με τη συλλογή στοιχείων της κρητικής μουσικής, των παλιών λυράρηδων και λαγουτιέρηδων της Κρήτης και της μαντινάδας. Η παρέα του στα Μελαμπιανά γλέντια θα μείνει αξέχαστη.
Το Σάββατο 15 του Νοέμβρη του 1997 αυτή η μεγάλη καρδιά σταμάτησε ξαφνικά να χτυπά.
Εμμανουήλ Παπαδάκης
Ο Εμμανουήλ Ι. Παπαδάκης γεννήθηκε στα Σακτούρια το 1904, τρίτο παιδί της πολυμελούς οικογένειας των Ιωάννη και Άννας Παπαδάκη.
Τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Ρέθυμνο και εισήχθη στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1922, από την οποία απεφοίτησε το 1928.
Ειδικεύτηκε στην παθολογία στο τότε δημοτικό νοσοκομείο Αθηνών και μετά το πέρας της ειδίκευσης αποφάσισε να εξασκήσει την ιατρική στην ιδιαίτερή του πατρίδα, παρά τις προτάσεις που είχε από το εν λόγω νοσοκομείο να παραμείνει και να κάνει καριέρα στην Αθήνα.
Η απόφαση αυτή είχε να κάνει και με το γεγονός ότι ο κατά κύριο λόγο αγροτικός πληθυσμός του τόπου καταγωγής του είχε τεράστιες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης και φροντίδας και θεώρησε ιερό καθήκον του την ενεργό συμμετοχή του στην προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών ζωής των συντοπιτών του παραβλέποντας τα οικονομικά οφέλη από την παραμονή του στην πρωτεύουσα.
Είναι γνωστό στους παλαιότερους ότι εργάστηκε με αυταπάρνηση μέσα σε αντίξοες συνθήκες για περίπου πέντε δεκαετίες (ακόμη και μετά την συνταξιοδότησή του το 1970) βοηθώντας τους ασθενείς, αλλά γενικότερα τους έχοντας ανάγκης βοήθειας και συμπαράστασης με κάθε τρόπο και μέσο που είχε στην διάθεσή του.
Επισημαίνεται ότι ούτε ο βαρύτατος τραυματισμός του στο αλβανικό μέτωπο το 1940 (απώλεια φωνητικής χορδής και άλλα σοβαρά τραύματα) δεν τον εμπόδισαν να εξασκεί το ιατροκοινωνικό του έργο με απόλυτη αυταπάρνηση, παράδειγμα προς μίμηση για τους νεώτερους.
Απεβίωσε στην Αθήνα το 1987 (δύο χρόνια μετά τον θάνατο της συζύγου του Ιουλίας του Αντωνίου και της Άννας Περογιαννάκη) και κηδεύτηκε στις Μέλαμπες.
Μιχάλης Χριστοφοράκης
Ο Μιχάλης Γ. Χριστοφοράκης Ιατρός-Παθολόγος, γεννήθηκε στις Μέλαμπες το 1910, από φτωχούς γονείς σε μια πολυμελή οικογένεια. Αργότερα σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετά τις σπουδές του επέστρεψε στο χωριό.
Το 1939 παντρεύτηκε την Άννα Ι. Αυγουστάκη.
Το 1940 στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε την πατρίδα του πηγαίνοντας στην Αλβανία, εν συνεχεία επιστρέφει στο χωριό του εξασκώντας την ιατρική. Αποκτά τρία παιδιά (Γιώργης, Ιουλία, Γιάννης) συγχρόνως αναμειγνύεται στην πολιτική (ΕΑΜ, ΕΛΑΣ).
Μετά τον εμφύλιο συνεχίζει το ιατρικό επάγγελμα στις Μέλαμπες μέχρι το 1954, όπου μετακομίζει οικογενειακώς στο Ρέθυμνο.
Εκεί παρέμεινε έως τον θάνατό του στις 7 Ιουλίου 1985.
Όλα αυτά τα χρόνια συνδύασε την ενασχόλησή του με την πολιτική ως υποψήφιος βουλευτής (ΕΔΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ) και την επιτέλεση του ιατρικού του έργου με αγάπη και συνέπεια.
Για τους «ανάργυρους» γιατρούς όμως, θα έχουμε ακόμα περισσότερα σημειώματα.
Στο επόμενο ο γιατρός της φτωχολογιάς Ευκλείδης, Σαββόπουλος ήταν το πραγματικό του επώνυμο, αλλά είχε επονομαστεί Ευκλείδης λόγω της μεγάλης του αγάπης και έφεσης στα μαθηματικά.