Τα αυξημένα κρούσματα ζωοκλοπής ανησυχούν έντονα τους κτηνοτρόφους του νομού Ρεθύμνου, καθώς δηλώνουν ανήμποροι να προστατεύσουν τα κοπάδια τους, ειδικά τις νυχτερινές ώρες, ενώ εκφράζουν φόβους ότι το φαινόμενο θα σημειώσει περαιτέρω έξαρση.
Ήδη, ιδρύθηκε Σύλλογος Παθόντων Ζωοκλοπής, του οποίου τα μέλη είναι κτηνοτρόφοι που έχουν πέσει θύματα ζωοκλεφτών και στόχος τους είναι η κατάθεση προτάσεων για από κοινού αντιμετώπιση της θλιβερής κατάστασης την οποία βιώνουν σε σχέση με την απώλεια της ζωικής περιουσίας τους.
Χθες, εκπρόσωποι των Κτηνοτροφικών Συλλόγων Ρεθύμνου, Αμαρίου και Ανωγείων επισκέφθηκαν τον αναπληρωτή αστυνομικό διευθυντή Ρεθύμνου, Ανδρέα Δασκαλάκη, στον οποίο εξέθεσαν τη δυσάρεστη πραγματικότητα της ζωοκλοπής και του ζήτησαν την βοήθεια της ΕΛ.ΑΣ. για την προστασία των ποιμνίων τους. Ζήτησαν περισσότερη αστυνομική δύναμη για μεγαλύτερη προστασία και επεσήμαναν την ανάγκη πεζής αστυνόμευσης τις νυχτερινές ώρες σε κομβικά σημεία-περάσματα, ώστε να αποτρέπονται οι ενέργειες των δραστών-ζωοκλεφτών.
Βέβαια, όπως επανειλημμένα έχουν αναφέρει τα «Ρ.Ν.» σε ρεπορτάζ τους, στις αστυνομικές αρχές δεν φτάνουν ποτέ όλα τα περιστατικά ζωοκλοπής, αφού τα πολλά θύματα-κτηνοτρόφοι δεν τα καταγγέλλουν από διπλό φόβο: είτε γιατί φοβούνται αντεκδίκηση από πλευράς τον θυμάτων είτε φοβούνται ότι αν εμπλέξουν τις αστυνομικές αρχές δεν θα βρουν ποτέ τα ζώα τους και προτιμούν την ανεύρεσή τους με την μέθοδο των «ρωτηχτάδων» και του «σασμού».
Ο κ. Δασκαλάκης επεσήμανε στους κτηνοτρόφους ότι πρόκειται περί λανθασμένης αντίληψής τους η μη καταγγελία και προσπάθησε να τους εξηγήσει ότι μόνο αν καταγγέλλεται κάθε περιστατικό ζωοκλοπής υπάρχει ελπίδα να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο, καθώς η σιωπή είναι εκείνη που αποθρασύνει τους ζωοκλέφτες και τους ανοίγει τον δρόμο για να διαπράττουν ανενόχλητοι το «έργο τους». Ο αναπληρωτής αστυνομικός διευθυντής δεσμεύτηκε για όσο το δυνατόν περισσότερη αστυνόμευση την νύχτα στην ενδοχώρα, ωστόσο ζήτησε τη συνεργασία των ίδιων των κτηνοτρόφων στην κατεύθυνση της πάταξης του φαινομένου τόσο με τις καταγγελίες τους όταν πέφτουν θύματα ζωοκλεφτών όσο όμως και με την τήρηση της νομιμότητας από την πλευρά τους, δηλαδή να τοποθετούν το υποχρεωτικό ενώτιο σε κάθε ζώο του κοπαδιού τους και επιπλέον να μην σφάζουν κανένα ζώο εκτός σφαγείων.
Χαρακτηριστικό για το θέμα της ζωοκλοπής, ήταν το ρεπορτάζ που είχαν δημοσιεύσει τα «Ρ.Ν.» στο φύλλο της 19ης Ιανουαρίου 2013. Εκείνου του ρεπορτάζ αποσπάσματα επιλέγουμε να αναδημοσιεύσουμε.
Η Ζωοκλοπή στην Κρήτη ζει και βασιλεύει
• Η απροθυμία των θυμάτων-κτηνοτρόφων να καταγγείλουν την κλοπή των ζώων τους, αποθρασύνει τους δράστες
Οι αριθμοί ουδέποτε έδιναν την πραγματική εικόνα του φαινομένου της ζωοκλοπής στην Κρήτη. Οι επίσημα καταγεγραμμένες καταγγελίες αποτελούν ένα μικρό μόνο ποσοστό των περιστατικών ζωοκλοπής. Ο πραγματικός τους αριθμός είναι άγνωστος αλλά πάντως πολύ μεγαλύτερος, πολλαπλάσιος εκείνων που δηλώνονται στα Αστυνομικά Τμήματα του νησιού. Κοπάδια αφανίζονται, απομακρύνονται από τις περιοχές βόσκησής τους, αλλάζουν χέρια, ζώα αλλάζουν σκουλαρίκια, καταλήγουν σφαγμένα σε ψυγεία «εμπόρων», άλλοι κτηνοτρόφοι πλήττονται οικονομικά και άλλοι προσπορίζονται οικονομικά οφέλη εις βάρος τους αλλά η ζωοκλοπή εξακολουθεί να υπάρχει λες και ο ίδιος ο κτηνοτροφικός κόσμος δεν επιθυμεί την πάταξή της.
Ο φόβος, ο σασμός, η επιμονή της «κτηνοτροφικής κοινωνίας» στους παραδοσιακούς τρόπους αναζήτησης και επιστροφής στους κατόχους τους των κλεμμένων ζώων, η «ομερτά» που επικρατεί γύρω από όλο αυτό το φαινόμενο και τους «πρωταγωνιστές του», είναι οι αιτίες που ελάχιστα καταγγέλλεται η ζωοκλοπή στις αστυνομικές αρχές γεγονός που γνωρίζουν καλά οι ζωοκλέφτες και τους επιτρέπει να αποθρασύνονται και να επιδίδονται στην παράνομη δραστηριότητά τους που πλήττει τον κτηνοτροφικό κόσμο.
Παρά το ότι στις διωκτικές αρχές φτάνουν ελάχιστες από τις περιπτώσεις ζωοκλοπών, ανεπίσημα η Αστυνομία γνωρίζει τι πραγματικά συμβαίνει. Γνωρίζει δηλαδή πότε το φαινόμενο βρίσκεται σε ύφεση και πότε σε έξαρση. Γνωρίζει ότι οι ζωοκλοπές είναι τόσες και άλλες τόσες παραπάνω από αυτές που δηλώνονται στις υπηρεσίες κάθε χρόνο. Οι παραινέσεις της προς όσους πέφτουν θύματα αυτής της εγκληματικής πράξης-κακουργηματικού χαρακτήρα- βρίσκουν «τοίχο».
Το φαινόμενο της ζωοκλοπής, σύμφωνα με τα «μηνύματα» που υπάρχουν από τις ορεινές περιοχές του νομού Ρεθύμνου, τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε έξαρση. Η οικονομική κρίση κατ’ άλλους είναι ένας λόγος που συμβάλλει, κατ’ άλλους αποτελεί απλά ένα άλλοθι.
Η ζωοκλοπή δεν είναι ένα φαινόμενο πρόσκαιρο και παροδικό, είναι ένα έγκλημα οικονομικό και κοινωνικό που έχει βαθιές ρίζες και που στα νεώτερα χρόνια άλλοτε βρίσκεται σε έξαρση άλλοτε σε ύφεση ανάλογα αφ’ ενός με το οικονομικό περιβάλλον και αφ’ ετέρου με το αστυνομικό σχεδιασμό δράσης. Φαινόμενο πάντως δύσκολα αντιμετωπίσιμο.
Η ζωοκλοπή συναντάται από τα Ομηρικά έπη ακόμα, αλλά στην Κρήτη καθιερώθηκε ως «έθιμο» και ως τρόπος αντίστασης απέναντι στους κατακτητές, την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ύστερα, παρέμεινε το «χούι», όπως μας λέει ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ρεθύμνου, Βαγγέλης Μουνδριανάκης, ως «έθιμο» παλληκαριάς, λεβεντιάς, ως κατόρθωμα. Η διάπραξη της ζωοκλοπής δήλωνε τότε γενναιότητα. Το χούι όμως εξελίχθηκε σε βιοπορισμό σε περιόδους οικονομικής ανέχειας και κατέληξε να είναι εγκληματική πράξη που πλήττει τους κτηνοτρόφους και την κτηνοτροφία. «Η ζωοκλοπή είναι μια κατ’ εξοχήν πράξη αντικοινωνική, πράξη καθαρά φιλοκέρδειας, ένα οικονομικό έγκλημα. Θέτει μια παραγωγική κτηνοτροφική μονάδα εκτός λειτουργίας, καταστρέφει την περιουσία μιας οικογένειας που ζει αποκλειστικά από την κτηνοτροφία. Αποτελεί πληγή για την τοπική οικονομία το φαινόμενο της ζωοκλοπής, διότι πολύ μεγάλος αριθμός ζώων σφάζονται και αποσύρονται από την παραγωγική διαδικασία» επισημαίνει ο κ. Μουνδριανάκης
Επισημαίνει δε ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου ότι στο έγκλημα της ζωοκλοπής συμπεριλαμβάνεται και η ζωοκτονία που πάντα είναι κακούργημα, διευκρινίζοντας ότι το φαινόμενο της ζωοκτονίας κατά κύριο λόγο είναι πράξη αντεκδίκησης. Μπορεί επίσης να σημειωθεί και μια ζωοκλοπή για λόγους εκδίκησης, όμως σχεδόν πάντα οι δράστες αφήνουν ένα σημάδι, ένα μήνυμα στον ιδιοκτήτη τους, που είναι κάποια τραυματισμένα ζώα ή και θανατωμένα. Να υπάρχει δηλαδή ταυτόχρονα, κλοπή και ζωοκτονία.
Είναι εύλογο το ερώτημα, γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις δεν καταγγέλλονται από τα θύματα οι ζωοκλοπές και μόνο ελάχιστες φτάνουν στις δικαστικές αίθουσες που σημαίνει ότι το έγκλημα παραμένει ατιμώρητο και κατά συνέπεια οι ζωοκλέφτες αποθρασύνονται και το φαινόμενο της ζωοκλοπής διαιωνίζεται.
Ποιοι όμως είναι οι λόγοι που η ζωοκλοπή δεν καταγγέλλεται από τα θύματα παρά το γεγονός ότι υφίσταται σοβαρή ζημιά το εισόδημά τους ή και καταστρέφεται;
Σύμφωνα με τον κ. Μουνδριανάκη, τρεις είναι οι λόγοι: Πρώτον, οι κτηνοτρόφοι παραμένουν με την νοοτροπία της αναζήτησης των ζώων τους μέσω των λεγόμενων ρωτηχτάδων. Των «ειδικών», πάντα σχεδόν είναι κτηνοτρόφοι και οι ίδιοι, που έχουν συνδέσμους και δυνατότητες να συλλέξουν πληροφορίες και να μάθουν ποιος έκλεψε τα ζώα του παθόντα και να γίνει μεσολάβηση για την επιστροφή τους στον ιδιοκτήτη τους.
Δεύτερον, οι κτηνοτρόφοι που πέφτουν θύματα ζωοκλοπής, δεν θέλουν να χάσουν τις σχετικές επιδοτήσεις που παίρνουν για τα ζώα τους. Αν καταγγείλουν ότι τους εκλάπησαν ζώα, αυτά πρέπει να αφαιρεθούν από την κτηνοτροφική τους δήλωση και ως εκ τούτου παύουν να είναι δικαιούχοι επιδότησης. Πολλές φορές λοιπόν, προτιμούν να μην δηλώσουν την κλοπή, ώστε να συνεχίζουν να λαμβάνουν τα χρήματα αυτά.
Τρίτος λόγος μη καταγγελίας της ζωοκλοπής είναι ο φόβος για περαιτέρω εκδίκηση του ζωοκλέφτη εναντίον του παθόντα. Ειδικότερα δε, όταν καταγγείλει συγκεκριμένα πρόσωπα για την διάπραξη του αδικήματος εις βάρος του. Μπροστά στον κίνδυνο να υποστεί μεγαλύτερο κακό, ακόμα και κίνδυνο ζωής, προτιμά να μην εμπλέξει την Αστυνομία.
Οι τρεις παραπάνω λόγοι οδηγούν τους κτηνοτρόφους-θύματα να στρέφονται στους ρωτηχτάδες και τους μεσάζοντες με την ελπίδα ότι έτσι θα βρουν τα ζώα τους. Όμως, χωρίς επιτυχία τις περισσότερες φορές. Διότι ακόμα και στις περιπτώσεις που ο «ρωτηχτής» ανακαλύψει τον ζωοκλέφτη και τα κλεμμένα ζώα είναι ακόμα ζωντανά, σπάνια θα πάρει πίσω το θύμα το σύνολο των ζώων που του έχουν κλαπεί. Με διάφορα προσχήματα και με την παρότρυνση του ρωτηχτή στον παθόντα να δεχτεί έστω αυτό τον μικρό αριθμό πίσω, ο κτηνοτρόφος συμβιβάζεται.
Στην περίπτωση που δεν βρεθούν τα ζώα μέσω της παραπάνω μεθόδου ακόμα κι αν ο παθών κτηνοτρόφος επιθυμήσει να καταγγείλει την ζωοκλοπή στην Αστυνομία, η ανεύρεσή τους είναι πλέον μάλλον χαμένη υπόθεση. Τα ζώα στην περίπτωση αυτή, έχουν κάνει ήδη «φτερά», διότι έχει μεσολαβήσει ικανό χρονικό διάστημα, έχουν χαθεί τα ίχνη και των ζώων και των ζωοκλεφτών.
Επικρατεί μια άποψη σε πολλούς κτηνοτρόφους σχετικά με την μη καταγγελία της ζωοκλοπής: ότι και τους τρεις λόγους τους καλλιεργούν οι ρωτηχτάδες και οι ζωοκλέφτες. Με στόχο να επιδίδονται ανενόχλητα στην δραστηριότητά τους.
Τα χρόνια πέρασαν, η κοινωνία της Κρήτης άλλαξε, η οικονομία της εφημέρευσε αλλά η ζωοκλοπή παρέμεινε ως φαινόμενο. Και το πλέον περίεργο; Έχει την ίδια μορφή, γίνεται με τους ίδιους τρόπους, με τους ίδιους πρωταγωνιστές, το πλαίσιο που την διακρίνει και την διέπει είναι το παραδοσιακό. Αν εξαιρεθούν τα μέσα διαφυγής που χρησιμοποιούνται. Κι επίσης, γίνεται για τους ίδιους λόγους -εξαιρουμένων των περιόδων οικονομικής ανέχειας- που ισχύουν εδώ και δεκαετίες: για το κέρδος. Η ζωοκλοπή είναι ένας τρόπος προσπόρησης, ένας τρόπος για απόκτηση οικονομικών οφελών, τρόπος να αποκτήσει κάποιος έσοδα άκοπα και αδάπανα. Πρόκειται για έναν εναλλακτικό τρόπο πλουτισμού. Όπως συμβαίνει και με την χασισοκαλλιέργεια.
Από την έρευνά μας και μιλώντας με κτηνοτρόφους, με αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ., με δικηγόρους, αντιληφθήκαμε ότι η κρατούσα άποψη είναι πως η ζωοκλοπή και η χασισοκαλλιέργεια είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Συνήθως τα ίδια πρόσωπα, κτηνοτρόφοι κατά κύριο λόγο, ασχολούνται με αυτές τις δυο παράνομες δραστηριότητες. Ενδεχομένως και παράλληλα αλλά δεν είναι το σύνηθες αυτό. Το σύνηθες είναι να μεταπηδούν από την μια δραστηριότητα στην άλλη ανάλογα με τις συνθήκες. Συνθήκες οικονομικές αλλά και αστυνομικές.
«Σε περιόδους έξαρσης των χασισοκαλλιεργειών παρατηρείται ύφεση των ζωοκλοπών. Αυτό φάνηκε και την δεκαετία του ‘90 στο Ρέθυμνο. Ήταν η περίοδος με τις πολλές και μεγάλες χασισοκαλλιέργειες. Κατακόρυφη αύξηση της δραστηριότητας αυτής και την ίδια περίοδο είδαμε θεαματική μείωση των ζωοκλοπών» μας είπε πρώην αξιωματικός της ΕΛΑΣ.
Χαρακτηριστική ήταν και η φράση που μας είπε κτηνοτρόφος του νομού: «Όσο δεν πείραζαν τις χασισοκαλλιέργειες, τα ζώα μας δεν είχαν πρόβλημα».
Μεταξύ των δυο παράνομων δραστηριοτήτων, προτιμητέα από τους δράστες είναι η χασισοκαλλιέργεια. Κι αυτό διότι οικονομικά είναι αποδοτικότερη αλλά και μικρότερης επικινδυνότητας. Θεωρούν ότι έχουν μεγαλύτερη ασφάλεια στον τομέα της καλλιέργειας ινδικής κάνναβης, μπορούν να ξεφύγουν ευκολότερα, όπως και ότι είναι λιγότερο κοπιαστικό, απ’ όσο στον τομέα της ζωοκλοπής.
Όταν όμως οι έρευνες των αστυνομικών για χασισοκαλλιέργειες είναι εντατικές και ύστερα από εντοπισμό και εκρίζωση χασισοφυτειών, δράστες ξαναθυμούνται την άλλη τους δραστηριότητα και στρέφονται ξανά στην ζωοκλοπή.
Στην ερώτησή μας για το ρεπορτάζ, στον αστυνομικό διευθυντή Παντελή Μουρτζανό, τι είναι προτιμότερο για την αστυνομία να κυνηγά, λιγότερο επικίνδυνο, την ζωοκλοπή ή την χασισοκαλλιέργεια, απάντησε: «Για την αστυνομία όλα τα αδικήματα είναι τα ίδια. Ακόμα και όταν πρόκειται για πταίσμα. Θα ασχοληθεί και με την χασισοκαλλιέργεια και με την ζωοκλοπή. Τα χτυπάμε και τα δυο. Κίνδυνο μπορεί να εμπεριέχουν και τα δυο, έχει συμβεί να ανταλλαγούν πυροβολισμοί και μεταξύ αστυνομικών και χασισοκαλλιεργητών και μεταξύ αστυνομικών και ζωοκλεφτών».
Οι ζωοκλέφτες είναι κατά κανόνα κτηνοτρόφοι. Οπλοφορούν και για την διάπραξη ζωοκλοπής ποτέ δεν την κάνει μόνος του ένας άνθρωπος. Υπάρχουν συνεργοί που είναι είτε μέλη της ίδιας οικογένειας, αδέλφια μεταξύ τους, πατέρας-γιοι (ακόμα και μικρής ηλικίας) πρωτοξάδελφα, καρδιακοί φίλοι ή συντέκνοι. Από την έρευνά μας προκύπτει ότι μόνο ένα 5% επί του συνόλου των ζωοκλοπών δεν διαπράττεται από κτηνοτρόφους. «Άμα δεν είσαι βοσκός ούτε μπορείς ούτε κατέεις να κάνεις ζωοκλοπή» μας είπε κτηνοτρόφος.
Η ζωοκλοπή σχεδιάζεται πολύ προσεκτικά και καθένας από τους εμπλεκόμενους έχει τον δικό του ρόλο. Οι προπομποί, προηγούνται χρονικά και ανοίγουν δρόμο στους επόμενους, κατοπτεύουν την περιοχή της ζωοκλοπής, προσφέρουν κάλυψη την ώρα της διάπραξής της. Το ίδιο συμβαίνει και μετά την ζωοκλοπή. Προηγούνται και «καθαρίζουν» τον δρόμο διαφυγής. Παλιότερα χρησιμοποιούσαν την μέθοδο του «ποδαράτου». Δηλαδή περπατούσαν με τα πόδια, όπως και όλοι οι συνεργοί, καθ’ όλη τη διάρκεια της επιχείρησης ζωοκλοπής. Σήμερα, το ποδαράτο καλύπτει μόνο ένα μικρό μέρος της επιχείρησης, όταν πρόκειται για ζωοκλοπή που αφορά ορεινή περιοχή, όπου δεν μπορούν να προσεγγίσουν οχήματα. Στην συνέχεια χρησιμοποιούνται οχήματα τόσο για την εξυπηρέτηση των προπομπών όσο και για την μεταφορά των ζώων. Έτσι έχει περιοριστεί και η δυσκολία των «λαλητών», εκείνων δηλαδή που λαλούσαν τα κλεμμένα ζώα για μερόνυχτα μέχρι να τα βγάλουν εκτός περιοχής της κλοπής και η δυσκολία της εξαφάνισης των ζώων μέσω μεταπώλησης ή σφαγής τους.
Κτηνοτρόφοι φέρονται να είναι στις περισσότερες περιπτώσεις και οι δότες και οι ρωτηχτάδες.
Δότης, ονομάζεται εκείνος ο οποίος «προξενεύει», σε γνωστούς του ζωοκλέφτες, ένα κοπάδι ζώα δίνει πληροφορίες και τους διευκολύνει στην τέλεση της πράξης. Πάντα, «δίνει» κοπάδι της περιοχής του, ενώ οι ζωοκλέφτες είναι κτηνοτρόφοι άλλης περιοχής. Οι λόγοι που κάποιος γίνεται δότης είναι κατά περίπτωση: είτε θέλει να εκδικηθεί έναν κτηνοτρόφο είτε πολύ συχνά προκειμένου να μείνει στην δική του δικαιοδοσία η χορτονομή. Να «απελευθερώσει» δηλαδή έναν βοσκότοπο από τα ζώα άλλου κτηνοτρόφου, ώστε να περάσει στην δική του «κυριαρχία». Η ανάπτυξη πολλών ζώων σε ένα βοσκότοπο περιορίζει την «πίτα της χορτονομής» ανά κτηνοτρόφο. Εξάλλου έχουν τελεστεί και πολλά εγκλήματα με αφορμή την νομή των βοσκότοπων.
Οι ρωτηχτάδες, γνωρίζουν όσο κανένας άλλος τον χάρτη των ζωοκλοπών και των ζωοκλεφτών. Έχουν μεγάλο δίκτυο επαφών και πληροφοριών, επιφανειακά χαίρουν της εκτίμησης των κτηνοτρόφων, σ’ αυτούς απευθύνονται για να βρουν τα ζώα τους. Όταν οι ρωτηχτάδες καταφέρουν να βρουν το κλεμμένο κοπάδι μεσολαβούν για την επιστροφή του στον ιδιοκτήτη του ή συνήθως ένα μικρό τμήμα του κοπαδιού. Το χαρακτηριστικό τους είναι ότι ουδέποτε αποκαλύπτουν στο θύμα το όνομα του ζωοκλέφτη. Αλλά και το θύμα, γνωρίζοντας αυτόν τον κανόνα εχεμύθειας ή αλλιώς ομερτά, δεν ρωτούν καν. Είναι προϋπόθεση που τίθεται εξ αρχής από έναν ρωτηχτή: θα κάνω ότι μπορώ να βρω τα ζώα σου αλλά δεν θα με ρωτήσεις ούτε ποιος ούτε τι.
Η περίοδος τέλεσης των ζωοκλοπών, ανέκαθεν ήταν και εξακολουθεί το διάστημα από τα τέλη Ιουλίου έως τις αρχές Νοεμβρίου. Είναι η περίοδος κατά την οποία οι κτηνοτρόφοι έχουν άνεση χρόνου, καθώς μειώνεται η απαίτηση για την φροντίδα των ζώων τους, δεν απαιτείται άρμεγμα, τα κοπάδια οδηγούνται και αφήνονται για βοσκή στα βουνά. Άρα οι επίδοξοι ζωοκλέφτες έχουν και χρόνο στη διάθεσή τους να οργανώσουν και να διαπράξουν ζωοκλοπή και περισσότερη άνεση στις κινήσεις τους, διότι και οι ιδιοκτήτες των στοχοποιημένων και υποψήφιων για κλοπή κοπαδιών χαλαρώνουν τα μέτρα φύλαξης.
Η περιοχή διάπραξης των ζωοκλοπών για το Ρέθυμνο, είναι αυτή γύρω από τον Ψηλορείτη είτε αφορά το ορεινό τμήμα του Μυλοποτάμου είτε το τμήμα του Αμαρίου είτε αυτού της περιοχής Αρκαδίου. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν σημειώνονται περιστατικά ζωοκλοπής και στο Δυτικό Ρέθυμνο και στα νότια του νομού και παντού…
Η πράξη της ζωοκλοπής είναι αδίκημα κακουργηματικού χαρακτήρα κατά περίπτωση. Τιμωρείται σύμφωνα με όσα προβλέπει ο Νόμος 1300/1982 του Ποινικού Κώδικα, είτε με φυλάκιση είτε με κάθειρξη και επιπλέον με χρηματική ποινή. Είναι αυστηρή η τιμωρία των ζωοκλεφτών, όταν και εφόσον καταγγελθούν και οδηγηθούν στην δικαιοσύνη.
Ο νόμος, μέχρι το 1982 περιελάμβανε επιπρόσθετα της ποινής φυλάκισης ή κάθειρξης και εκτόπιση του ζωοκλέφτη από τον τόπο του σε άλλη περιοχή της χώρας για δύο έως και τέσσερα χρόνια. Καταργήθηκε όμως διότι θεωρήθηκε ότι δεν είναι μέτρο το οποίο μπορεί να σωφρονίσει.