Τρεις σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων έφυγαν από τη ζωή του Ρεθύμνου μέσα στα τελευταία τέσσερα χρόνια. Πρόκειται κατά σειρά για τον Γιάννη Σπανδάγο, τον Γιώργο Εκκεκάκη και την Μαρία Τσιριμονάκη. Στους δύο πρώτους η στήλη έχει κάνει ήδη τις αναφορές της. Σήμερα θα αποτίσει τον οφειλόμενο φόρο τιμής και στην τρίτη των εκλιπόντων. Οι τρεις τους συμπύκνωναν στον μέγιστο βαθμό αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «ανθρώπους του πνεύματος». Κατά βάση αποτελούσαν τους πνευματικότερους πολίτες του Ρεθύμνου και συνάμα τους σεμνότερους στον τομέα αυτό. Η έλλειψη και των τριών, που κόσμησαν κυριολεκτικά το Ρέθυμνο, θα γίνεται αισθητότερη όσο ο χρόνος θα παρέρχεται. Σε κάθε περίπτωση ισχύει το απόφθεγμα του Παντελή Πρεβελάκη, που αποτελούσε και μια αγαπημένη αναφορά της κυρίας Μαρίας: «Οι νεκροί επιζούν μέσα μας και μας ευλογούν».
Να σημειώσουμε από σήμερα ότι ως Λαογραφικό Μουσείο προγραμματίζουμε μια σεμνή και ουσιαστική εκδήλωση μνήμης, όπως σεμνή και ουσιαστική υπήρξε η ίδια, την Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018, στην εξάμηνη επέτειο της εκδημίας της. Στην εκδήλωση αυτή έχουν ήδη δηλώσει την πρόθεση συμμετοχής τους αρκετοί φορείς και πνευματικοί άνθρωποι της πόλης.
Γονείς της ήταν ο Αριστόδημος Χατζηδάκης και η Ελένη Τσιριντάνη. Ο πατέρας (1883-1956) έμεινε γνωστός στους Ρεθεμνιώτες ως το συνώνυμο του βιβλιοπώλη και βιβλιοδέτη, λειτουργώντας το κατάστημά του πίσω από το ιερό του μητροπολιτικού ναού των Εισοδίων. Ήταν ένας άνθρωπος δυνατός, όπως δείχνει και το γεγονός ότι μπόρεσε και συνήλθε από την ολοκληρωτική καταστροφή που επέφερε στο κατάστημά του η Μάχη της Κρήτης και τα παρεπόμενά της. Το ανανεωμένο μετά τον Πόλεμο βιβλιοπωλείο συνέχισε να λειτουργεί από το 1951 ο γιος του Λεωνίδας.
Όλα τα παιδιά του Αριστόδημου ήταν ευφυή, όπως άλλωστε και ο ίδιος. Αυτό ήταν φανερό και για την κυρία Μαρία ενόσω ακόμα ήταν μικρή, κι έτσι η οικογένειά της την έστειλε στην Αθήνα για σπουδές και αργότερα δεν δίστασε να της επιτρέψει να τις συνεχίσει στην Αμερική, με υποτροφία, στο Πανεπιστήμιο του Μισσισιπή.
Γυρίζοντας συνέδεσε τη ζωή της με τον δικηγόρο, αντιστασιακό και συγγραφέα Μανώλη Τσιριμονάκη. Διένυσαν μαζί μια συζυγική ζωή αλληλοεκτίμησης, μέχρι το 1986, που εκείνος έφυγε για τον άλλο κόσμο σε ηλικία 73 ετών. Από εκεί και πέρα η κυρία Μαρία έζησε μια κλειστή ζωή διάρκειας τριών δεκαετιών, με τα παιδιά και τα εγγόνια της, όχι όμως απαλλαγμένη από τα χτυπήματα της μοίρας.
Μέχρι τότε αποτελούσε σημαντικό παράγοντα της κοινωνίας του Ρεθύμνου, έχοντας διατελέσει στέλεχος τόσο στο Λύκειο των Ελληνίδων όσο και στην Χριστιανική Ένωση Νεανίδων Ρεθύμνου. Όσο για την πνευματικότητά της, αυτή είχε ήδη διαφανεί από την σειρά δημοσιευμάτων στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα», με την διακριτική υπογραφή «Αναγνώστης» και με τον κοινό τίτλο «Απ’ όσα μού ‘παν τα βιβλία για την Κρήτη». Τα εξαιρετικά εκείνα κείμενα εκδόθηκαν σε αυτοτελές βιβλίο με τον ίδιο τίτλο το 1988 από τον Γιάννη Χαλκιαδάκη.
Ακολούθησε το 1997 το βιβλίο αφηγημάτων «Εν Ρεθύμνω», το οποίο έκανε και δεύτερη έκδοση τον επόμενο χρόνο. Το βιβλίο εκείνο, το οποίο υπήρξε το σημαντικότερο της τελευταίας δεκαετίας του εικοστού αιώνα για το Ρέθυμνο, το αφιέρωσε στη μνήμη του πατέρα και του συζύγου της, «που με την προσωπικότητα και την αγάπη τους σφράγισαν τη ζωή» της.
Η Μαρία Τσιριμονάκη ήταν όμως και παιδαγωγός. Αυτό φαίνεται ήδη από το προλογικό σημείωμα του βιβλίου, το οποίο ήταν αφιερωμένο στη μεθοδολογία με την οποία είχε εργαστεί, προσπαθώντας να εκπαιδεύσει και νεότερους ερευνητές-συγγραφείς. Με το ίδιο πνεύμα έδωσε στις 11 Μαΐου 1997 διάλεξη στο Λύκειο των Ελληνίδων για τις πηγές που χρησιμοποίησε στη συγγραφή του, διάλεξη την οποία, κατά τα παλαιότερα όμορφα ειωθότα, έθεσε σε κυκλοφορία με τη μορφή φυλλαδίου.
Η συνέχεια δεν προέκυψε από τους νεότερους σε ηλικία, όπως το ήθελε και το περίμενε, αλλά από την ίδια, που το 2000 κυκλοφόρησε τους «Ρεθεμνιώτες». Όπως και το προηγούμενο βιβλίο έτσι κι αυτό αναφερόταν σε ανθρώπους, που ναι μεν έζησαν στον ίδιο τόπο την ίδια εποχή, αλλά που ήταν διαφορετικοί από εκείνους του προηγούμενου βιβλίου, πιο «λαϊκοί» και προσιτοί. Εντυπωσιακή στο σημείο αυτό υπήρξε η προσέγγισή της στις κυρίες που είχαν δουλέψει ως υπηρέτριες στα αστικά σπίτια, τα λεγόμενα και «δουλικά», και προς τις οποίες έτρεφε απεριόριστη εκτίμηση.
Η τριλογία των ανυπέρβλητων για το Ρέθυμνο βιβλίων έκλεισε δύο χρόνια αργότερα με το «Αυτοί που έφυγαν. Αυτοί που ήρθαν», αναφερόμενο στους πρόσφυγες, Τουρκορεθύμνιους και Μικρασιάτες, που έφυγαν και ήρθαν αντίστοιχα στο Ρέθυμνο. Το εντυπωσιακότερο σημείο του βιβλίου εκείνου, πέραν του θέματος και της διαπραγμάτευσής του, ήταν οι έξι συνολικά επισκέψεις που χρειάστηκε να κάνει, σε προχωρημένη ηλικία, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη και στο Αϊβαλί, ξεκινώντας να συναντήσει, αν τους έβρισκε, άγνωστους μέχρι τότε σ’ αυτήν ανθρώπους, σε άγνωστους τόπους.
Κάπου εκεί ο κύκλος της απαθανάτισης των ανθρώπων της γενέθλιας πόλης έκλεισε για την κυρία Μαρία, για να ανοίξει ο νέος της χειροτεχνίας, στον οποίο και δόθηκε, με αφοσίωση και χαρά μικρού παιδιού. Για χρόνια ασχολούνταν με την υφαντική και με πειράματα επίτευξης φυτικών βαφών, μέχρι που η εργασία της αυτή πήρε και έντυπη μορφή το 2005, με τον τίτλο «Φυτικές βαφές από τους θησαυρούς της κρητικής γης». Το εξαιρετικό αυτό βιβλίο είχα την χαρά και την τιμή να παρουσιάσω σε εκδήλωση στο Κέντρο Κρητικής Λαϊκής Τέχνης, απούσης όμως της συγγραφέως, καθότι το πένθος από τον χαμό του γιου της την είχε ξανακλείσει στο σπίτι.
Ακολούθησε το 2007 «Ο κρητικός κουσκουσές. Η σκουλάτη πατανία της Κρήτης», που είχε τον εύγλωττο υπότιτλο «Μια πανάρχαιη ιστορία. Μια σύγχρονη πρόταση». Η ενασχόληση με το θέμα είχε να κάνει με το γεγονός ότι η κυρία Μαρία πίστευε ακράδαντα ότι τα χειροτεχνήματα που ομόρφαιναν το παραδοσιακό κρητικό σπίτι μπορεί να έχουν και μια δεύτερη ζωή στα σπίτια των σημερινών Κρητών, με τις σύγχρονες ανάγκες και ενδιαφέροντα που τους χαρακτηρίζουν.
Ο κύκλος της χειροτεχνίας έκλεισε δύο χρόνια αργότερα με ένα ακόμα βιβλίο, που είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο «Τελειώματα…». Το βιβλίο αυτό αφιέρωσε στην μητέρα της, ενώ το προηγούμενο για τον κουσκουσέ είχε αφιερώσει στον γιο της Ματθαίο, και το πρώτο της σειράς στην Άννα Αποστολάκη, μια «ξεχασμένη» μέχρι τότε Ρεθεμνιώτισσα με τεράστια προσφορά στη λαϊκή χειροτεχνία. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι όλα τα παραπάνω βιβλία ήταν εξαιρετικής αισθητικής, επιμελημένα από τον Βαγγέλη Παπιομύτογλου, με τη βοήθεια και του Γιάννη Σπανδάγου.
Κύκνειο άσμα στον χώρο του βιβλίου υπήρξε η έκδοση «Απ’ όσα διάβασα για τη Γυναίκα της Κρήτης», που κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων το 2012. Σ’ αυτή συγκέντρωσε τις σχετικές με το θέμα βιβλιοπαρουσιάσεις που είχε κάνει το έτος 1991 στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» με το ψευδώνυμο «Αναγνώστης», με επιλογές για 14 χρονικές περιόδους της Κρήτης, συμπληρώνοντας κάποιες από αυτές με νέα κείμενα. Παρότι σχετικά άγνωστη, η συλλογή δημοσιευμάτων της αυτή αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα -κατά τη γνώμη μου- έργα της.
Μια ακόμα προσφορά της Μαρίας Τσιριμονάκη στο Ρέθυμνο υπήρξε το βιβλιοπωλείο που ίδρυσε και λειτούργησε στο ισόγειο του σπιτιού της, με τον όνομα «Αναζητήσεις». Και γράφω προσφορά γιατί περί αυτού ακριβώς επρόκειτο: η ιδιοκτήτριά του, θέλοντας να συμβάλλει στην προώθηση του ποιοτικού βιβλίου (εκδόσεις Μέλισσα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας κ.ά.) και στην άνδρωση μιας νέας γενιάς μορφωμένων Ρεθεμνιωτών, έμπλεξε με εφορίες, ταμεία και άλλα, ων ουκ έστι αριθμός και τέλος, όπως το γνωρίζουν όσοι δεν διαθέτουν το επιχειρηματικό δαιμόνιο. Και η κυρία Μαρία όχι μόνο δεν είχε ίχνος απ’ αυτό, αλλά, αρνούμενη ουσιαστικά να εμπορευτεί ακόμη και τα προϊόντα του δικού της πνευματικού μόχθου, δώρισε στο τέλος τα περισσεύματά τους στα σχολεία του Ρεθύμνου, επιβαρυνόμενη μάλιστα και τα ταχυδρομικά έξοδα.
Η Μαρία Τσιριμονάκη δέχτηκε στη ζωή της πολλά χτυπήματα, με μεγαλύτερο ασφαλώς τον θάνατο του μοναχογιού της Ματθαίου. Ήταν ένας όντως χαρισματικός άνθρωπος, για τον οποίο ο φιλόλογος καθηγητής πατέρας μου είχε να λέει πόσο είχε χάσει η επιστήμη του από την απασχόλησή του όχι μ’ αυτήν αλλά με τη νομική. Φεύγοντας από τον κόσμο τούτο ο Ματθαίος είχε αφήσει τον γιο του σε νηπιακή ηλικία, γεγονός για το οποίο η κυρία Μαρία ανησυχούσε ιδιαίτερα, γνωρίζοντας από τις σπουδές ψυχολογίας που είχε κάνει πόσο σημαντική μπορεί να αποδειχτεί η γονική απουσία.
Δυστύχησε να χάσει και δύο γαμπρούς, τον ένα εξαιρετικό νομικό επιστήμονα και τον άλλο εξαίρετο γιατρό, ο οποίος για πολλά χρόνια «ήταν τα μάτια της» προς τον έξω κόσμο. Ένα ακόμα χτύπημα που δέχτηκε, πέραν εκείνων στην υγεία της, ήταν ο σχετικά πρόσφατος θάνατος του αγαπημένου της αδελφού και αγαπητού σ’ ολόκληρο το Ρέθυμνο Λεωνίδα Χατζηδάκη.
Τα τελευταία χρόνια έμεινε κλεισμένη στο σπίτι της στην οδό Δασκαλογιάννη, διαβάζοντας ασταμάτητα και προσπαθώντας να διατηρήσει την πνευματική της ενάργεια. Ο χώρος διαβίωσής της υπήρξε ένας «μικρός παράδεισος», ο οποίος, όπως όλα στην κυρία Μαρία, είχε την ιστορία του. Είχε διατελέσει οικία του γνωστού στους παλιότερους Ρεθεμνιώτες Μιχαήλ Αετού και είχε χρησιμοποιηθεί επί Αυτονομίας ως Λέσχη Αξιωματικών των ρωσικών στρατευμάτων κατοχής του Ρεθύμνου. Η πρώτη ματιά σού δημιουργούσε την εντύπωση ότι επρόκειτο περί μιας «χρονοκάψουλας», ότι δηλαδή ο χρόνος είχε σταματήσει εκεί μέσα. Όμως στην πραγματικότητα σ’ αυτόν δραστηριοποιούνταν μια από τις σημαντικότερες στο πνεύμα γυναικείες προσωπικότητες που γέννησε ποτέ η πόλη μας!
Στην τελευταία επίσκεψη που της είχα κάνει, πριν από ένα χρόνο, μου είχε εκφράσει τον πόθο για τη δημιουργία ενός μουσείου ιστορίας της πόλης του Ρεθύμνου, στο οποίο ήθελε να δωρίσει κάποια αντικείμενα. Τον πόθο αυτό τον είχε εκφράσει παλιότερα και στα βιβλία της. Θα κλείσω λοιπόν τη σημερινή στήλη, την αφιερωμένη στη μνήμη της, αναδημοσιεύοντας εδώ ένα σχετικό σημείωμά της, που έχει ηλικία ακριβώς είκοσι χρόνων:
«Εγώ, ο σημερινός πολίτης του Ρεθέμνου, θα ήθελα πολύ να μπορώ κάπου να δω τις φυσιογνωμίες αυτών που άρχισαν ό,τι όλοι μας αμέριμνα απολαμβάνομε, σαν νάταν πάντα εδώ, για μένα, για σας… Ένα μουσείο πόλης; Αυτό δεν περνά από το χέρι μου. Αλλά το να ενώσω τη δύναμή μου μαζί με τη δική σας και άλλων που ξέρουν και μπορούν, ώστε να εκδοθεί ένα album με τις φωτογραφίες όλων αυτών των ανθρώπων, δασκάλων και καθηγητών με τους μαθητές των, εμπόρων, γιατρών, μαστόρων με τους παραγιούς τους… αυτό μπορούμε να το κάμομε μόνοι μας, αφού εμείς θα προσκομίσομε το υλικό κι εμείς θα αγοράσομε το προϊόν».
Θα μας λείψεις πολύ, κυρία Μαρία. Θα μας λείψει το κουράγιο σου, θα μας λείψει το πνεύμα σου, θα μας λείψουν οι συμβουλές σου, θα μας λείψει η σεμνότητά σου και όλες εκείνες οι αρχές του παλιότερου Ρεθύμνου, που συμπύκνωσες στα γραπτά και στη ζωή σου με τη λέξη «αρχοντιά»…
* Ο Χάρης Στρατιδάκης είναι Δρ Παιδαγωγικής-ερευνητής-συγγραφέας