(μέρος ΣΤ’ και τελευταίο)
Του ΧΑΡΗ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗ
Έκτο και τελευταίο μέρος της καταγραφής της ιστορίας της Βιβλιοθήκης μας το σημερινό. Μιας Βιβλιοθήκης που διαγράφει, όπως δείξαμε, μια πορεία δύο αιώνων και μπαίνει σε μία νέα φάση, η οποία μέλλει να αποδειχτεί αποφασιστική για το αν θα αποτελέσει μια «δημοσιοϋπαλληλίστικη» επαρχιακή βιβλιοθήκη ή θα γίνει μια βιβλιοθήκη του 21ου αιώνα, που θα δημιουργεί αναγνώστες και δεν θα εξυπηρετεί απλά τους υφιστάμενους και που θα λειτουργεί ως κέντρο κρητολογικών σπουδών, όπως το οραματίστηκε ο μεγάλος χορηγός της Γιώργος Π. Εκκεκάκης. Αυτά όμως θα τα δούμε στο τέλος, οπότε ας επανέλθουμε στο σημείο στο οποίο είχαμε μείνει: στο κρίσιμο θέμα της στέγασής της. Σήμερα θα χρειαστεί να πούμε μερικές αλήθειες, που ίσως να είναι πικρές για κάποιους συμπολίτες, όμως τα χρόνια έχουν περάσει και η ιστορία θα πρέπει να αρχίσει να γράφεται, είτε γλυκιά είτε πικρή είναι η γεύση της. Θα ήταν ευχής έργο να είχαμε τις απόψεις τους επί των θεμάτων που θα θιγούν, τις οποίες με μεγάλη ευχαρίστηση θα δημοσιεύαμε στη στήλη, ώστε να μας δοθεί η ευκαιρία να συνεχίσουμε τη συζήτηση, χρησιμοποιώντας πρόσθετα στοιχεία τόσο το αρχείο μας όσο και τον φάκελο του θέματος της στέγασης, που τηρεί η ίδια η Βιβλιοθήκη.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε γίνει φανερό ότι το στεγαστικό πρόβλημα αποτελούσε τροχοπέδη στο στοίχημα της επιτυχίας των σκοπών της Βιβλιοθήκης. Ήδη μεγάλο μέρος του περιεχομένου της στεγαζόταν εκτός κεντρικού κτηρίου, σε αποθήκες, που ασφαλώς ήταν ακατάλληλες για τη στέγαση ενός τόσο ευαίσθητου υλικού, όπως το χαρτί. Τότε λοιπόν ο διευθυντής της Γιάννης Παπιομύτογλου μίλησε με τους πολίτες που πίστευε ότι ενδιαφέρονται και αυτό έδωσε το σύνθημα μιας σειράς δυναμικών κινητοποιήσεων. Συνισταμένη τους αποτελούσε το αίτημα που υπέγραψαν χιλιάδες Ρεθεμνιώτες να παραχωρηθεί δημοτικό οικόπεδο για την ανέγερση κτηρίου. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από το οικόπεδο στη διασταύρωση των οδών Ηγουμένου Γαβριήλ και 44ου Συντάγματος, που είχε παραχωρηθεί με τη σειρά του στον Δήμο από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, το πρώην δηλαδή στρατόπεδο Κουνδουράκη. Θυμίζω εδώ ότι στην ευρεία έκτασή του είχαν ήδη κατασκευαστεί το Κλειστό Γυμναστήριο «Μελίνα», η Λέσχη και οι κατοικίες αξιωματικών, τα Δικαστήρια και είχε στεγαστεί το ΚΤΕΛ. Ακολούθησαν διαμαρτυρίες στον τύπο και παραστάσεις στο Δημοτικό Συμβούλιο, του οποίου τότε ηγείτο ο Δημήτρης Αρχοντάκης, ο οποίος αντιδρούσε με τις γνωστές του υπεκφυγές: αντιπρότεινε χώρους που ούτε έλυναν το πρόβλημα αλλά ούτε και ανήκαν μερικοί από αυτούς στον Δήμο (π.χ. Στρατολογία) και μετήρχετο απείρων μεθοδεύσεων για την αποτροπή της ψήφισης της πρότασης παραχώρησης του ζητούμενου οικοπέδου από τα 2/3 των δημοτικών συμβούλων, όπως απαιτούσε ο νόμος. Κι όταν φάνηκε ότι χάνει τις ψήφους πολλών από τους δημοτικούς συμβούλους της παράταξής του, επιστράτευσε το «βαρύ πυροβολικό», ενός μακαρίτη σήμερα μηχανικού, που εκπροσωπούσε το ΤΕΕ και εμφανίστηκε ως κομήτης, με το επιχείρημα ότι το προτεινόμενο από τους Ρεθεμνιώτες οικόπεδο ήταν χαρακτηρισμένο ως «χώρος πρασίνου», προκειμένου να αποτραπεί η λήψη απόφασης. Ήταν τότε που όλοι οι παριστάμενοι στη συνεδρίαση συμπολίτες ακούσαμε τον αντιδήμαρχό του να εγκαλεί τον δήμαρχό του, δηλώνοντας ο ίδιος ολιγογράμματος και καλώντας τον επικεφαλής του να δηλώσει στο ακροατήριο που εύρισκε βιβλία να διαβάζει εκείνος, ο πολυγράμματος, όταν είχε έρθει «φτωχό χωριατάκι από το χωριό του»…
Ήταν το ίδιο ακριβώς οικόπεδο, χώρος πρασίνου, που σε λιγότερο από ένα χρόνο ο ίδιος δήμαρχος πρότεινε για την οικοδόμηση σ’ αυτό ενός συνεδριακού κέντρου! Να υπενθυμίσω επίσης για τους παλιότερους ότι, όταν στην τελευταία συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου που παραβρεθήκαμε, ο τότε δήμαρχος πρόσβαλε ιταμά τον διευθυντή της Βιβλιοθήκης (ο οποίος μάλιστα είχε αντιμετωπίσει πρόσφατα σοβαρό πρόβλημα υγείας). Εγώ με τη σειρά μου την μεθεπόμενη μέρα έγραψα στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» ότι είμαστε άξιοι της τύχης μας οι Ρεθεμνιώτες που δεν παρασταθήκαμε για να τον υπερασπιστούμε και μια -πραγματική- κυρία της πόλης, καλή της ώρα, είχε απαντήσει ότι η ίδια τουλάχιστον δεν είχε παραβρεθεί «…όχι από αδιαφορία αλλά από σιχασιά»…
Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την λήξη -ουσιαστικά- των κινητοποιήσεων, ο πάντα μειλίχιος διευθυντής της Βιβλιοθήκης Γιάννης Παπιομύτογλου δημοσίευσε ένα αιχμηρό άρθρο, με τον τίτλο «Η πόλη των Γραμμάτων και η Βιβλιοθήκη της». Παραχωρώ λοιπόν χώρο για να (ξανα)διαβάσουμε την ουσιαστική εκείνη τοποθέτηση: «…Απέφυγα να τοποθετηθώ -τουλάχιστον δημοσίως- πάνω στο θέμα επειδή ο ρόλος αυτός ανήκει στο συλλογικό όργανο που διοικεί τη βιβλιοθήκη. Όμως μετά την προχθεσινή απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, θεωρώ ότι δεν μου επιτρέπεται να σιωπήσω. Μόλις εννιά μήνες πέρασαν από τότε που ο κ. δήμαρχος, αναφερόμενος στο οικόπεδο του στρατοπέδου Κουνδουράκη, το οποίο είχε ζητήσει η Βιβλιοθήκη, δήλωνε με έμφαση ότι, «εμού όντος δημάρχου δεν θα καταργηθεί ένας από τους ελάχιστους πνεύμονες πρασίνου» (τοπικές εφημερίδες 30-10-96). Προχθές το Δημοτικό Συμβούλιο, προφανώς ύστερα από εισήγησή του, αποφάσισε στον ίδιο χώρο να κατασκευάσει συνεδριακό κέντρο 1.600 ατόμων! Και διερωτάται κάθε καλόπιστος πολίτης αυτής της πόλης: 1. Τώρα δεν καταργείται το πράσινο; Ή μήπως το κτίσμα θα βαφτεί πράσινο οπότε όχι μόνο δεν έχουμε απώλεια, αλλά αντίθετα αύξηση του πρασίνου; 2. Αυτό που χρειάζεται η Πόλη των Γραμμάτων (τρομάρα μας) είναι βιβλιοθήκη ή συνεδριακό κέντρο; 3. Το συνεδριακό κέντρο είναι ανάγκη να βρίσκεται στο κέντρο της πόλης»;
Και συνέχιζε ο Γιάννης Παπιομύτογλου: «Η βιβλιοθήκη αγωνίζεται από το 1964 (!) να αποκτήσει στέγη μέσα σε ένα αδιάφορο, για να μην πω, εχθρικό περιβάλλον. Και για να μη θεωρηθεί ότι υπερβάλλω, παραθέτω σε συντομία όλα τα στάδια που πέρασε το θέμα της βιβλιοθήκης από το 1964 μέχρι σήμερα. Το 1964 η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών Ν. Ρεθύμνης αποφαίνεται ότι το κτίριο που στεγάζει τη βιβλιοθήκη είναι παλαιόν, άνευ ουδεμιάς αντισεισμικής ενισχύσεως… και επιβάλλεται η εξεύρεσις οικοπέδου καταλλήλου και επαρκούς διά την ανέγερσιν συγχρονισμένου κτηρίου». Υποβάλλεται σχετικό αίτημα στο Δημοτικό Συμβούλιο, αλλά παρά τη θερμή συνηγορητική εισήγηση του τότε δημάρχου και προέδρου της Εφορείας της Βιβλιοθήκης, αείμνηστου Ευάγγελου Δασκαλάκη, το Δ.Σ. το απορρίπτει μετά πολλών επαίνων κατανοώντας πλήρως το πνευματικόν έργον της Δημοσίας Βιβλιοθήκης Ρεθύμνης το οποίον ελπίζει μελλοντικώς να συνδράμει. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 συλλαμβάνεται η ιδέα κατασκευής Πνευματικού Κέντρου στο δημοτικό οικόπεδο των Τεσσάρων Μαρτύρων, στο οποίο θα ενταχθούν: Δημοτικό Θέατρο, Βιβλιοθήκη, αίθουσες διαλέξεων, συνεδρίων, εκθέσεων κ.λ.π. Ο κ. Αρχοντάκης μάλιστα ως δήμαρχος υπερθεματίζει και εισηγείται όπως η Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύμνης ενταχθεί ως αυτοτελές κτίριο στο οικόπεδο απαριθμώντας, μάλιστα δέκα (!) λόγους για τους οποίους πρέπει να γίνει αυτό και οι οποίοι λόγοι είναι ακριβώς αυτοί που επικαλούμαστε εμείς σήμερα για να υποστηρίξουμε ότι η βιβλιοθήκη πρέπει να βρίσκεται στο κέντρο της πόλης».
«Τον Οκτώβριο του 1978 η εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» (φ. 22-10-78) προτείνει η Βιβλιοθήκη να μεταστεγαστεί στο κτίριο της πρώην κλινικής Μαρούλη, που σήμερα στεγάζει τη φιλαρμονική. Την 5/4/79 η Βιβλιοθήκη ζητά με έγγραφό της την παραχώρηση της πρώην κλινικής Μαρούλη και στις 14/8/79 ο δήμαρχος με έγγραφό του ζητά να μάθει αν το συγκεκριμένο ακίνητο είναι κατάλληλο για την ανέγερση της Βιβλιοθήκης. Την 1/9/79 η Βιβλιοθήκη απαντά ότι το ακίνητο είναι κατάλληλο. Ακολουθεί μια κινητικότητα του θέματος που διαρκεί μέχρι το 1981 και εκφράζεται με αλληλογραφία, συσκέψεις και δημοσιεύματα, χωρίς όμως τελικά το θέμα να έλθει στο δημοτικό συμβούλιο. Το 1982 η αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη ως Υπουργός Πολιτισμού, παρά τη σφοδρή παρασκηνιακή αντίδραση των υπηρεσιακών παραγόντων του ΥΠΠΟ, παραχωρεί για στέγαση της Βιβλιοθήκης τα κτίσματα δίπλα στην Ενετική Loggia. Είναι γνωστή σε όλους η αποτελμάτωση του θέματος για περίπου 15 χρόνια και είναι πραγματικά απορίας άξιο πώς η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων «σαν έτοιμη από καιρό» άρχισε τις εργασίες αποκατάστασης του κτηρίου αμέσως μετά την παραίτηση της Βιβλιοθήκης από τη συγκεκριμένη λύση. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 γίνεται νέος σχεδιασμός για το οικόπεδο των Τεσσάρων Μαρτύρων, από τον οποίο απουσιάζει η Βιβλιοθήκη. Σε κάποια στιγμή μάλιστα συζητείται σοβαρά η ίδρυση Δημοτικής Βιβλιοθήκης! Και ερχόμαστε στο σήμερα. Η Βιβλιοθήκη, μετά από την άρνηση του Δήμου να παραχωρήσει οικοπεδικό χώρο και την αδυναμία ανεύρεσης οικοπέδου στο κέντρο της πόλης, οδηγείται εκ των πραγμάτων σε αγορά οικοπέδου εκτός του κέντρου. Αλλά θα μου πείτε ποιον θα ενοχλήσει αυτό. Όσο πιο μακριά τόσο το καλύτερο. Σιγά μη χαραμίσουμε κεντρικό οικόπεδο για βιβλιοθήκη. Άλλωστε τι άλλο θα μπορούσε να περιμένει κανείς από μια πόλη, όπου ο Κερδώος Ερμής έχει κατατροπώσει τον Λόγιο»! (υπογράμμιση δική μου).
Ο Γιάννης Παπιομύτογλου έγραφε στο άρθρο του για το αυτονόητο καθήκον του εφορευτικού συμβουλίου, του οποίου τότε προΐστατο ο Μιχάλης Τρούλης, να τοποθετηθεί επί των εξελίξεων, πράγμα που δεν έκανε, έτσι ώστε να αναγκαστεί ο ίδιος να το πράξει. Ευτυχώς μετά τη λήξη των κινητοποιήσεων το συμβούλιο δεν εξακολούθησε την ίδια τακτική αλλά κινητοποιήθηκε στην κατεύθυνση της απόκτησης οικοπέδου, που δυστυχώς βρέθηκε εκτός του κέντρου της πόλης, στον Άγιο Νικόλαο. Το γεγονός αυτό, της λάθους χωροθέτησης ενός κτηρίου με χαρακτήρα βιβλιοθήκης, δεν θα φανεί ασφαλώς την τωρινή πρώτη περίοδο λειτουργίας του, κατά την οποία οι επισκέψεις πολιτών και ιδίως σχολείων θα είναι πολλές, εν είδει εκδρομών και εξερεύνησης του χώρου. Θα φανεί όμως στο μέλλον, όταν η «μόδα» θα περάσει, τότε που το βασικό κοινό της Βιβλιοθήκης θα σταματήσει να την επισκέπτεται ή θα αραιώσει τις επισκέψεις του, λόγω απόστασης αλλά και δυσκολίας εύρεσης χώρου στάθμευσης, για όσους δεν διστάσουν να χρησιμοποιούν τα οχήματά τους.
Ως προς την αντικειμενική αποτίμηση της προσφοράς επί του στεγαστικού τού επί ένα τέταρτο περίπου του αιώνα διευθυντή του εφορευτικού συμβουλίου, δεν θα ήθελα να το κάνω ο ίδιος, εφόσον υπάρχει δημοσιευμένη μια αντικειμενική τοποθέτηση, του τέως διευθυντή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Θεόδωρου Πελαντάκη: «…Στην οικοδόμηση του νέου κτηρίου η συμβολή του κ. Τρούλη είναι ουσιαστική. Κανείς δεν το αρνείται. Ουσιαστικότερη όμως είναι του μακαρίτη Μανώλη Λουκάκη που εξασφάλισε τα χρήματα, ελληνικά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και του επί 35 χρόνια διευθυντή της Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου Γιάννη Παπιομύτογλου, που άσπρισαν τα μαλλιά του να παλεύει το θεριό της γραφειοκρατίας για ξεμπλοκάρισμα του συχνά μπλοκαριζόμενου έργου. Δεν προσκλήθηκε όμως στην τελετή παράδοσης…. [Ο κ. Τρούλης] ιδιαίτερα με την οικοδόμηση του νέου, μεγαλοπρεπούς κτηρίου της Βιβλιοθήκης του Ρεθύμνου στην συνοικία του Αγίου Νικολάου, έχει διοργανώσει πολλές συνεντεύξεις στην τηλεόραση και στον τοπικό τύπο, και έχει περιγράψει τόσα πολλά «εγώ», ώστε κάποιοι πιθανόν να νομίζουν ότι ακόμη και τα χρήματα διατέθηκαν από τον… ίδιο…»! (οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Η ιστορία θα καταγράψει ασφαλώς και άλλες ευθύνες των εφορευτικών συμβουλίων, που επέτρεψαν το καθεστώς της «ενός ανδρός αρχής», που δεν συνεδρίαζαν παρά τηλεφωνικά και άφηναν τις ευκαιρίες να περνούν ανεκμετάλλευτες. Έχω ιδία γνώση της εκφρασμένης και εγγράφως πρόθεσης του μακαρίτη γείτονά μου εργολάβου δημοσίων έργων Αντώνη Βιστάκη, συζύγου της μαθηματικού Ευαγγελίας Ακτουδιανάκη, να δωρίσει το σύνολο της σημαντικότατης περιουσίας του στη Βιβλιοθήκη, ώστε αυτή να αποκτήσει το όνομά του, που δεν μπόρεσε να διαιωνιστεί με απογόνους. Μάλιστα το αρμόδιο υπουργείο είχε τότε αποδεχτεί την ονοματοδότηση αυτή, εφόσον αυτό προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία (ονοματοδότηση που θα μπορούσε να γίνει σήμερα με τη δωρεά Γιώργου και της Μαριέτας Εκκεκάκη). Η περιουσία του περιλάμβανε όχι μόνο το κτήριο στην οδό Καστρινάκη (στο οποίο στεγάζονται σήμερα τμήματα προσκόπων και στο οποίο υπήρχε πρόβλεψη ανέγερσης ενός ακόμα ορόφου) αλλά και σημαντικότατες καταθέσεις (τότε άνω των 150 εκατομμυρίων δραχμών) και το περιεχόμενο θυρίδων τραπεζών με χρυσές λίρες και τιμαλφή. Η δωρεά εκείνη χάθηκε, ουσιαστικά από ολιγωρία, αφού μέχρι τον Φεβρουάριο του 1997, που ο υποψήφιος δωρητής πέθανε, δεν είχε υπογραφεί το σχετικό συμβολαιογραφικό έγγραφο.
Μια εξίσου μεγάλη ευκαιρία χάθηκε με την αποποίηση της δωρεάς της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας «Future Library», που συναπαρτίζεται από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το Κοινωφελές Ίδρυμα Κοινωνικού και Πολιτιστικού Έργου (ΚΙΚΠΕ), το Bill & Melinda Gates Foundation και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επ’ αυτού έγραψε στον τύπο ο Θεόδωρος Πελαντάκης: «Με πρότασή του [του κ. Τρούλη] και απόφαση του Συμβουλίου δεν συνεργάστηκε η Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου με τον νέο οργανισμό Future Library που οικοδομεί την Εθνική Βιβλιοθήκη της Αθήνας στον πρώην ιππόδρομο Φαλήρου, ενώ οι άλλες Βιβλιοθήκες της Κρήτης και όλης της Ελλάδας συνεργάστηκαν και αποκόμισαν ουσιαστικά οφέλη-εξοπλισμό σύγχρονο». Με τη σειρά μου θα πρέπει να συμπληρώσω ότι όποιος επισκεφθεί τη γειτονική Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων (ή και τον διαδικτυακό της τόπο), και δει τη νεολαία να γυρίζει κινηματογραφικές ταινίες στο εκεί στούντιο ή να ηχογραφεί τη μουσική της στο άλλο αντίστοιχο, όποιος παρακολουθήσει τις ποικίλες εκδηλώσεις και σεμινάρια που πραγματοποιούνται εκεί καθημερινά, αυτός μόνο θα καταλάβει το μέγεθος της ανευθυνότητας που επιδείχθηκε τότε.
Γυρίζοντας πίσω λίγα χρόνια, θα δούμε ότι ο Γιάννης Παπιομύτογλου δεν το είχε βάλει κάτω και είχε κάνει πολλές διορθωτικές κινήσεις. Πρώτα πρώτα ενόσω η Βιβλιοθήκη βρισκόταν σε πλήρη λειτουργία στην οδό Αγίας Βαρβάρας, δημιούργησε τρία εκτεταμένα πατάρια, με τα οποία διπλασίασε ουσιαστικά τους ωφέλιμους χώρους της. Κι ακόμα ήταν από τους πρωτοπόρους στον τομέα των νέων τεχνολογιών, έτσι που την προσανατόλισε εξαρχής στην ψηφιακή καταγραφή του περιεχομένου της αλλά και στη συμμετοχή σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα, με το οποίο μπόρεσε να επεκταθεί σε χώρο απέναντι, στην οδό Αγίας Βαρβάρας, επί ενοικίω. Εκεί στεγάστηκε ένα μέρος της συλλογής των βιβλίων αλλά -πάνω απ’ όλα- επιτεύχθηκε η χρησιμοποίηση από τους χρήστες της του κόσμου του διαδικτύου, μέσω σειράς θέσεων ηλεκτρονικών υπολογιστών, και μάλιστα δωρεάν. Σήμερα αυτό μπορεί να αποτελεί κοινό τόπο, όμως την εποχή εκείνη αποτελούσε μια μικρή επανάσταση.
Κι ακόμα ο διευθυντής έβαλε τις βάσεις για την προσφορά μιας απίστευτης σημασίας και αξίας Κρητολογικής Βιβλιοθήκης, εκείνης του συμπολίτη ερευνητή, συγγραφέα και συλλέκτη Γιώργου Π. Εκκεκάκη. Πρόκειται πιθανά για την μεγαλύτερη στον κόσμο βιβλιοθήκη στο είδος της, μετά από εκείνη ασφαλώς της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου, όγκου 20.000 περίπου βιβλίων, μερικά από τα οποία είναι μοναδικά. Τα περισσότερα από αυτά έχουν αγοραστεί από παλαιοβιβλιοπωλεία και δημοπρασίες. Όπως μάλιστα έγραψε ο Γιάννης Παπιομύτογλου, ο οποίος γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα την αξία της, «Η Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου, στην οποία περιέρχεται η συλλογή, αποκτά πλέον άλλη υπόσταση και άλλο περιεχόμενο. Πέρα από το γεγονός ότι εμπλουτίζονται οι συλλογές της με περίπου 20.000 νέα τεκμήρια, γίνεται πλέον βιβλιοθήκη αναφοράς για τα κρητολογικά θέματα». Και προσέθεσε, προφητικά τότε: «Η διοίκηση και το προσωπικό της Βιβλιοθήκης θα πρέπει να αγκαλιάσουν τη συλλογή με αγάπη και σεβασμό, εκτιμώντας το γεγονός ότι ο δωρητής διάλεξε τη δική τους βιβλιοθήκη για να καταθέσει τους καρπούς προσπαθειών μισού και πλέον αιώνα. Παρά το γεγονός ότι η Βιβλιοθήκη αντιμετωπίζει μεγάλη έλλειψη προσωπικού και μάλιστα εξειδικευμένου, θα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια ώστε να καταρτιστεί, όσο το δυνατόν συντομότερα, πλήρης ηλεκτρονικός κατάλογος για τη «Συλλογή Εκκεκάκη» και μάλιστα προσβάσιμος από το διαδίκτυο. Οι φορείς του τόπου (Περιφέρεια, Δήμος, Πανεπιστήμιο) θα πρέπει να βοηθήσουν με την παροδική έστω διάθεση κάποιων υπαλλήλων, που θα εκπαιδευτούν κατάλληλα από τη Βιβλιοθήκη, ώστε να περατωθεί αυτό το μεγάλο έργο σε σύντομο χρονικό διάστημα». Σήμερα αποδεικνύεται ότι είχε απόλυτο δίκιο, αφού ούτε ο δωρητής μπορεί πια να βοηθήσει σ’ αυτό αλλά ούτε και έγινε τόσα χρόνια κάποια κίνηση για την καταλογράφηση της ανεκτίμητης αυτής προσφοράς. Και, ακόμα χειρότερα, δεν υπήρξε πρόβλεψη διαμόρφωσης αίθουσας στο νεοκατασκευασθέν κτήριο, ώστε να στεγαστεί σ’ αυτήν ως κλειστή συλλογή για τους ερευνητές, μαζί με θέσεις εργασίας και προθήκες περιοδικών εκθέσεων των πολυτιμότερων (Daperr κ.λπ.) αλλά και πιο ενδιαφερόντων για το Ρέθυμνο εκθεμάτων της (μονόφυλλα 19ου αιώνα Καλαϊτζάκη κ.λπ.). Οπωσδήποτε ποτέ δεν είναι αργά, εφόσον βέβαια το εφορευτικό συμβούλιο κινηθεί γρήγορα. Το δις εξαμαρτείν (δωρεές Βιστάκη και Future Library) ουκ ανδρός σοφού. Το τρις εξαμαρτείν…
Ο Γιάννης Παπιομύτογλου έθεσε με το προφητικό άρθρο του το πρόβλημα της υπολειτουργίας της Βιβλιοθήκης στο νέο της κτήριο, εξαιτίας της έλλειψης προσωπικού, στη σωστή του βάση. Πρόκειται για ένα κτήριο χαρακτηριστικό των περασμένων εποχών της ευμάρειας, πέντε συνολικά επιπέδων, με 13 τουαλέτες(!), με εσωτερικό αίθριο που καθιστά τη θέρμανσή του τον χειμώνα ενεργοβόρα και ως εκ τούτου κοστοβόρα. Είναι ένα κτήριο που απαιτεί για τη στοιχειώδη λειτουργία του, φύλαξη και εξυπηρέτηση κοινού, τουλάχιστον 15 υπαλλήλους, όταν διαθέτει μόλις έξι, εκ των οποίων οι δύο κυρίες είναι αποσπασμένες από άλλες υπηρεσίες. Από τους έξι υπαλλήλους οι αποσπασμένες δεν γνωρίσουν βιβλιοθηκονομία, μία κυρία είναι καθαρίστρια και ο τέταρτος κύριος έχει προσληφθεί ως οδηγός της Κινητής Βιβλιοθήκης. Είναι φανερό λοιπόν ότι πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού με δύο μόνο τρόπους μπορεί να επιλυθεί και μάλιστα συνδυασμένα: με μετατάξεις από άλλες υπηρεσίες, με εργασία εργαζομένων με συμβάσεις (5μηνες μέχρι 9μηνες) και με την εκπαίδευση και τη χρησιμοποίηση πιστοποιημένων εθελοντών. Κάθε άλλη σκέψη αλλά και κάθε ολιγωρία είναι σήμερα ανεπίτρεπτη. Η λειτουργία της Βιβλιοθήκης στο νέο κτήριο δεν επιτρέπει αναβολές και μάλιστα σήμερα που το έργο κάθε βιβλιοθήκης γίνεται όλο και πιο δύσκολο.
Σήμερα οι βιβλιοθήκες, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου ο κόσμος δεν ήταν ποτέ βιβλιόφιλος, οφείλουν να δημιουργούν αναγνώστες και όχι απλά να τους εξυπηρετούν. Αν μέχρι πριν από μια δεκαετία ή και λίγο περισσότερο το σχολείο κατάφερνε να γλυκαίνει τις νέες γενιές με το παιδικό -ιδιαίτερα- βιβλίο, σήμερα ουσιαστικά έχει παραιτηθεί από τον ρόλο του αυτό, μπροστά στην επικράτηση των κάθε είδους οθονών, ή δίνει μάχες οπισθοφυλακών. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι δεν ενδιαφέρει αν τα παιδιά διαβάζουν από χαρτί ή από οθόνες και θα είχε με πρώτη ματιά δίκιο. Το βιβλίο έχει ιστορία μόλις 5,5 αιώνων στην ιστορία της ανθρωπότητας, ενώ εκείνη έγραφε και διάβαζε τουλάχιστον 40 αιώνες πριν. Όμως εκείνο που πραγματοποιείται σήμερα στις οθόνες δεν είναι δυστυχώς ανάγνωση, αν και διατίθεται γι’ αυτό και μάλιστα δωρεάν μια πληθώρα βιβλίων, για όλα τα ενδιαφέροντα. Εκείνο που κάνουν επάνω στις οθόνες οι Έλληνες -τουλάχιστον- νέοι είναι να παίζουν, με τα γνωστά σε όλους παρεπόμενα.
Εν κατακλείδι, η Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου καλείται σήμερα, μετά από 130 χρόνια προϊστορίας και 70 ιστορίας, όπως το δείξαμε σε έξι συνέχειες της στήλης αυτής, να εξυπηρετεί τους υπάρχοντες αναγνώστες και να δημιουργεί νέους. Οφείλει να δημιουργήσει άμεσα χώρο εκδηλώσεων, ώστε να στεγάσει τουλάχιστον τις βιβλιοπαρουσιάσεις του Ρεθύμνου, όπως παντού στην Ελλάδα που υπάρχουν δημόσιες βιβλιοθήκες, που είναι αδιανόητο να πραγματοποιούνται αλλού. Οφείλει, με τους τρεις τρόπους που υποδείξαμε, να αυξήσει το προσωπικό της, ώστε να είναι ανοιχτή και τα απογεύματα αλλά και το πρωινό του Σαββάτου, όπως άλλωστε είχε ξεκινήσει, με έναν και μόνο υπάλληλο τότε.
Η Βιβλιοθήκη οφείλει επίσης να τιμήσει χωρίς αναβολή τους ανθρώπους που τη δημιούργησαν και την υπηρέτησαν με αφοσίωση, έτσι που να ελπίζει ότι και άλλοι θα ακολουθήσουν στις δύσκολες σημερινές συγκυρίες το παράδειγμά τους: τον δάσκαλο και στη συνέχεια επίσκοπο Ιωαννίκιο, τον Κωνσταντίνο Πετυχάκη, τον Εμμανουήλ Βυβιλάκη, τον Νικόλαο Δρανδάκη, τον Πολύβιο Τσάκωνα, τον Μάρκο Γιουμπάκη, τον Μιχάλη Τζεκάκη και τον Γιάννη Παπιομύτογλου. Οφείλει να τιμήσει εν ζωή τον Γιώργη Π. Εκκεκάκη για την απίστευτη δωρεά του. Έχει επίσης χρέος να ευχαριστήσει και τους απλούς υπαλλήλους, οι οποίοι σε δύσκολες εποχές εξυπηρέτησαν γενιές Ρεθεμνιωτών και έφεραν το βιβλίο παντού στην Κρήτη, μέχρι και στο πιο απόμερο χωριό της: τον Ζαχαρία Κατσιαδάκη, την Ζαχαρένια Κουρμούλη, την Ξένια Κουνδουράκη, τον Γιάννη Δογάνη, τη Θεοδοσία Κοκονά, τον Αγησίλαο Πελαντάκη και τον Μανόλη Ταταράκη. Μαζί μ’ αυτούς έχει χρέος να τιμήσει και τους κατά περιόδους προέδρους του εφορευτικού της συμβουλίου: τον Ανδρέα Σταυρουλάκη, τον Κώστα Ξεξάκη, την Ποπούλα Τσάκωνα και τον Μιχάλη Τρούλη. Ας είναι αιώνια η μνήμη όσων από αυτούς δεν βρίσκονται σήμερα ανάμεσά μας!
* Ο Χάρης Στρατιδάκης είναι Δρ Παιδαγωγικής-ερευνητής-συγγραφέας