Με μεγάλη δόση αισιοδοξίας έγραφα πέρυσι στο βιβλίο «370 μνημειακά κενά στην ιστορική τοπογραφία του Ρεθύμνου» ότι θα πρέπει να αναμένουμε εκπλήξεις ως προς την αποκάλυψη εκκλησιών της Βενετοκρατίας στον πυκνό οικιστικό ιστό της παλιάς πόλης. Στο βιβλίο αυτό επεχείρησα να κάνω καταρχήν την καταγραφή τους, χρησιμοποιώντας τα μέχρι σήμερα γνωστά στοιχεία (χάρτες, πίνακα Civitas Rethymnae, συμβολαιογραφικά έγγραφα περιόδων ενετικής και οθωμανικής κατοχής, έγγραφα ενετικής και οθωμανικής διοίκησης, βιβλιογραφία). Κατέγραψα μ’ αυτό τον τρόπο 52 εκκλησίες, αν και γνωρίζουμε ότι το έτος 1630, λίγο πριν την τουρκική κατάκτηση στο Ρέθυμνο λειτουργούσαν 44, από τις οποίες οι οκτώ ήταν λατινικές. Οι πλεονάζουσες οκτώ είναι πολύ πιθανόν λοιπόν να ταυτίζονται με κάποιες από τις 44, αφού περιγράφονται στις πηγές με διαφορετικά χαρακτηριστικά (όνομα ιδιοκτήτη, όνομα εφημέριου, συνοικία κ.α.).
Ο αριθμός των 44 εκκλησιών δεν είναι τόσο μεγάλος, όσο φαίνεται με πρώτη ματιά, δεδομένου ότι την ίδια περίοδο το Μεγάλο Κάστρο διέθετε 113 εκκλησίες ορθοδόξων και 16 καθολικών και τα Χανιά 40 και 15 αντίστοιχα. Σήμερα είναι γνωστές 13 από αυτές και μερικές εξακολουθούν να λειτουργούν ως εκκλησίες. Δύο μάλιστα από αυτές αποκαλύφτηκαν τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για την Αγία Παρασκευή στο Μακρύ Στενό, ιδιοκτησία σήμερα του Ινστιτούτου Τεχνολογίας και Έρευνας, και τους Αγίους Αποστόλους στην οδό Καστρινογιαννάκη, η οποία διέσωζε την ανάμνηση της λειτουργίας εκεί μιας δίκλιτης εκκλησίας με ένα εικονοστάσι.
Μετά την καταγραφή είχα επιχειρήσει την ταύτιση των εκκλησιών, η οποία επετεύχθη καταρχήν για 32 από αυτές, ενώ για τις υπόλοιπες δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής τα απαραίτητα στοιχεία. Τόσο στην περίπτωση των Αγίων Αποστόλων όσο και σε εκείνη του Αγίου Λαζάρου στην οδό Πατελάρου οι ταυτίσεις γίνονται περισσότερο από την προφορική παράδοση και λιγότερο από ιστορικά στοιχεία. Σημείωνα επίσης ότι οι ταυτίσεις είναι υπό επιφύλαξη και ότι κάποιες από αυτές θα μπορούσαν να ανατραπούν στο μέλλον από περισσότερα αρχειακά τεκμήρια που θα έρθουν στην επιφάνεια ή από ανασκαφικές έρευνες.
Την αισιοδοξία μου για την αποκάλυψη και άλλων εκκλησιών στήριζα στην υπόθεση ότι οι Οθωμανοί κυρίαρχοι του Ρεθύμνου μετέτρεψαν μερικές από αυτές σε τεμένη και άφησαν στη χριστιανική λατρεία κάποιες άλλες, ενώ δεν φαίνεται να είχαν προβεί σε καταστροφές, πλην εκείνων των κανονιοβολισμών. Οι μετατροπές σε τεμένη είχαν να κάνουν καταρχήν με τις οικονομικές δυνατότητες των νέων κατακτητών, οι οποίοι δεν ήθελαν να ξοδέψουν υπέρογκα ποσά για την οικοδόμηση εκ του μηδενός τζαμιών και τεκέδων. Είχαν όμως να κάνουν και με την ιδεολογία τους, η οποία με τον τρόπο αυτό «επιβαλλόταν» και συμβολικά επάνω σε εκείνη των ηττημένων. Οι υπολειπόμενες εκκλησίες θα πρέπει να πωλήθηκαν με πλειστηριασμούς και να χρησιμοποιήθηκαν είτε ως κατοικίες είτε ως βιοτεχνικοί και εμπορικοί χώροι. Αυτές ήταν οι περιπτώσεις τόσο της Αγίας Παρασκευής (φούρνος και στη συνέχεια αποθήκη) όσο και των Αγίων Αναργύρων.
Προ ημερών κατά τις εργασίες ανακαίνισης ενός καταστήματος στην οδό Σουλίου ήρθε στην επιφάνεια μια ακόμα εκκλησία. Την αποκάλυψη μου έκανε γνωστή με τις παρατιθέμενες φωτογραφίες ο Πρόεδρος του Συλλόγου Κατοίκων Παλιάς Πόλης του Ρεθύμνου Θωμάς Κρεβετζάκης. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για εκκλησία, που επί οθωμανικής κατοχής απέκτησε άλλη χρήση. Προκύπτει όμως το πρόβλημα της ταύτισης. Πιθανολογώ, χωρίς τη βοήθεια ανασκαφικής έρευνας, ότι πρόκειται για τη Μονή της Μαρίας Μαγδαληνής των Δομινικανών Μοναχών. Τη λειτουργία μοναστηριού υποδεικνύει η ύπαρξη και παράπλευρου θυρώματος, πέραν εκείνου προς την οδό Σουλίου.
Υπενθυμίζω ότι δεν υπάρχει μέχρι σήμερα συμφωνία όσων ασχολήθηκαν με το θέμα για το πού βρισκόταν το μοναστήρι αυτό. Ο Giuseppe Gerola το είχε τοποθετήσει στη θέση της μεταγενέστερης Μικρής Παναγίας (τζαμί Ανγκεμπούτ Αχμέτ Πασά από το 1680). Η ταύτιση όμως της Μικρής Παναγίας με την Κυρία των Αγγέλων είναι οριστική, αφού όχι μόνο αναφέρεται η ύπαρξη σχετικής επιγραφής αλλά και υπάρχει σαφής αναφορά στον «Κρητικό Πόλεμο» του Μ. Τζ. Μπουνιαλή, ενώ και τα αρχειακά τεκμήρια επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή. Ο Γιάννης Γρυντάκης τοποθετεί τη Μονή των Δομινικανών κοντά στην Πλατεία (Piazza), βόρεια του στενού των «τζαγκαράδων», που θα μπορούσε να είναι η σημερινή οδός Σουλίου. Να υπενθυμίσω ότι η οδός αυτή εκτός από «Μπιτσακτσίδικα» (από το μπιτσάκ = μαχαίρι) ακουγόταν και ως «Παπουστίδικα» και μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα φιλοξενούσε όχι μόνο μια δεκαπεντάδα από αυτά αλλά και καταστήματα πώλησης δερμάτων και άλλων σχετικών πρώτων υλών.
Το Τάγμα των Δομινικανών Μοναχών ιδρύθηκε από τον Άγιο Δομίνικο το 1215 με σκοπούς τη σωτηρία των ψυχών, την υπεράσπιση της χριστιανικής πίστης και την καταπολέμηση των αιρέσεων. Το Τάγμα αυτό έχει έντονες διαφορές με το Τάγμα των Φραγκισκανών (που στο Ρέθυμνο στεγαζόταν στον Άγιο Φραγκίσκο), οι οποίες ανάγονται στην έννοια της «ακτημοσύνης». Οι Δομινικανοί τη δέχονται ως μέσον ελευθερίας δράσης, ενώ οι Φραγκισκανοί την εκλαμβάνουν ως μέσον σωτηρίας. Σήμερα σ’ όλο τον κόσμο λειτουργούν περί τα 300 τέτοια ανδρικά μοναστήρια και περί τα 90 γυναικεία. Να υπενθυμίσω ότι πολύ κοντά στα δύο τάγματα, στην Αγία Μαρία, μεταγενέστερο τζαμί Νερατζές (Γαζή Χουσεΐν πασά) και σήμερα Ωδείο, στεγαζόταν ένα τρίτο θρησκευτικό τάγμα, των Αυγουστινιανών Μοναχών.
Αυτά μέχρι στιγμής. Σε επόμενο δημοσίευμα ελπίζω να έχω την ευκαιρία να παραθέσω περισσότερα στοιχεία.